Παρά την άποψή του στο θέμα “έθνος”, ο
ΣΚΑΪ μέσω του “1821” προσέφερε μια βασική εθνική υπηρεσία: σε μια περίοδο που
ορισμένοι από μας νιώθουν ή προτρέπονται να νιώθουν ένοχοι για το πταίσμα, μάς
βοήθησε να ερευνήσουμε αν υπάρχουν και παλιότερα εθνικά κακουργήματα, αν είναι
διαχρονικά και ποιοι ευθύνονται γι’ αυτά. Ύστερα από τα αλλεπάλληλα στρώματα
πλύσης εγκεφάλου των τελευταίων δεκαετιών που κόντεψαν να μας αποχαυνώσουν
(αρκετοί πίστεψαν ακόμα και το Σημίτη που, μιλώντας για “ισχυρή Ελλάδα”,
δανειζόταν όλο και περισσότερο), ο ΣΚΑΪ, σε περίοδο ωμού εκβιασμού, σε περίοδο
άγριας τρομοκρατίας του έθνους, βάλθηκε να μας πείσει πόσο ευτυχισμένοι θα
πρέπει να νιώθουμε, επειδή ανήκουμε σ’ αυτήν την Ε.Ε., στη ζώνη του Ευρώ και
επειδή για πρώτη φορά το κράτος θα πάρει, εκτός από ιδιωτικά, και κρατικά
δάνεια. Εννοείται, ότι κατά τον ΣΚΑΪ, κύριος αίτιος για την “πρόοδο και την
ευημερία” είναι η “Δύση” και κύριος υπεύθυνος για τα δεινά είναι ο “αρνητής
της”. Διευρύνθηκε λοιπόν ο εθνικός διάλογος σε μια περίοδο, όπου το επίθετο
“εθνικός” ακούγεται από κυβερνητικά χείλη μόνον όταν πρέπει οι πολίτες να
καταβάλουν φόρους, δηλαδή “κρατικά χαράτσια”. Σε μια περίοδο που η υποδούλωση
των εθνών είναι επί θύραις (αφού η υποδούλωση των κρατών έχει συντελεστεί προ
πολλού) ξαναφούντωσε η συζήτηση για το τι είναι “έθνος”, μια συζήτηση που την
προκαλούν όσοι συνηγορούν στην ομογενοποίηση των εθνών.
Στις 22 Φεβρουαρίου 1821, ο πρωτότοκος
γιος του Κωνσταντίνου Υψηλάντη “πέρασε
τον Προύθο” (αυτή είναι η κλασική έκφραση με την οποία η κοινή ιστορία
σηματοδοτεί ασαφώς την έναρξη της Επανάστασης). Στις 24 Φεβρουαρίου εξέδωσε
προκηρύξεις. Η γνωστότερη, “Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος” έχει επισκιάσει
τις υπόλοιπες (δυο απ’ αυτές εδώ).
Θα παρηγοριόταν, ίσως, σήμερα ο Αλέξανδρος Υψηλάντης αν έβλεπε ότι η
μετερνίχεια φυλάκισή του, οι προδοσίες που κατήγγειλε λίγο πριν συλληφθεί και η
αδυναμία του να μιλήσει γι’ αυτά που έζησε, ήταν, βέβαια, οι χειρότερες
εμπειρίες του, αλλά όχι ο χειρότερος εφιάλτης του. 190 χρόνια μετά, ο ΣΚΑΪ -στο
πλαίσιο της ταύτισης των εθνών με τα κράτη, στο πλαίσιο της διάλυσης των
υπαρχόντων πολιτισμών- επικροτεί και επαυξάνει: ο Αλέξανδρος ηγήθηκε μιας “άλλης
στρατιωτικής εξέγερσης, περίπου την ίδια περίοδο με την Επανάσταση στην
Πελοπόννησο”. Ηγήθηκε, δηλαδή, της “άλλης”, της “παράλληλης” προς την
“επίσημη” Επανάσταση: την Επανάσταση της Πελοποννήσου, δηλαδή την επανάσταση
της νεωτερικότητας, του αποκατακερματισμού, των χρηματικών
δανείων, δηλαδή του δάνειου πολιτισμού και της κρατικής
εξάρτησης. Ο ΣΚΑΪ εστίασε ιδιαίτερα στη συμβολική “Αγία Λαύρα”. Την κατέγραψε
ως μύθο ουσίας, θέλοντας να κλονίσει τον ελλιπώς ενημερωμένο. Θέλησε να πείσει
ότι το κράτος είχε λόγο να τον τρέφει επί 190 χρόνια με αναγκαία ψεύδη, που
σήμερα είναι περιττά και επιζήμια, όπως “αποδεικνύει” η επιστημονική έρευνα.
Αφού όμως αυτά δεν συνέβησαν, αφού η “Λαύρα” απλώς αποτελούσε την αναγκαία
διδακτική συμπύκνωση και η απουσία της σε τίποτα δεν μεταβάλλει την ιστορία της
Επανάστασης σε σχέση με την Εκκλησία, προκύπτει το ερώτημα, τι πρεμούρα είχε ο
ΣΚΑΪ, να μας “διαφωτίσει” καλά και ντε, να μας “λυτρώσει” από τον εθνικό
“μύθο”, σε περίοδο μετάβασής μας από την κρατική εξάρτηση στην εθνική
εξαφάνιση. Μια πρώτη ένδειξη μπορεί να έχει ο ανυποψίαστος θεατής, όταν
παρατηρήσει ότι τον 190χρονο μύθο μιας Επανάστασης με στόχο την Αθήνα,
ο ΣΚΑΪ έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να τον ενισχύσει. Θέλησε δηλαδή να μας
πείσει ότι οι επαναστατημένοι (ή κάποιοι “μεγάλοι οραματιστές”, τουλάχιστον)
επεδίωξαν ένα κράτος δυτικού τύπου (μοντέρνο, σύγχρονο, προοδευτικό το
βάφτισαν…), που θα βασιζόταν στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Στο πλαίσιο αυτό
εξαφανίστηκε και η προετοιμασία της Επανάστασης στη Ρούμελη, ο ρόλος των
Επτανήσων (λίγα στοιχεία εδώ κι εδώ),
εξαφανίστηκαν πολλά, πάρα πολλά… και φυσικά, άλλα εμφανίστηκαν και τονίστηκαν
στη θέση τους. Γι’ αυτό και η επιμονή του ΣΚΑΪ στον προσδιορισμό “Εθνική
Επανάσταση”, που έκανε προς στιγμή τους αριστερούς (πανεπιστημιακούς και μη) να
δυσανασχετήσουν. Πολλά τα καρπούζια στη μασχάλη του ΣΚΑΪ και το πιο σημαντικό
(Έθνος=Κράτος) έπεσε απ’ τον τηλεοπτικό τίτλο, δημιουργώντας πρόσκαιρη σύγχυση,
ακόμα και στο Πανεπιστήμιο. Λέγοντας “Εθνική Επανάσταση” ο ΣΚΑΪ εννοούσε “Κοσμική
Επανάσταση”. Αυτή ήταν η περίφημη “Γέννηση ενός Έθνους”. Εφόσον λοιπόν οι
χρηματοδότες του ΣΚΑΪ προφανώς πρόσκεινται στην ήδη συντελούμενη
“Φεντεραλιστική, Αυτοκρατορική, Διεθνική Επανάσταση”, δηλαδή την “Επανάσταση”
του παγκοσμιοποιημένου αεθνικού κεφαλαίου, μόνο την περίπτωση να ήταν η
Επανάσταση του 1821 μια “Πολιτισμική-Πολυεθνική Επανάσταση” δεν θα εξέταζαν οι
ιστορικοί του ΣΚΑΪ, αφού τότε θα έπρεπε να προσδιοριστεί ποιος
πολιτισμός επαναστατούσε.
Συνεπώς, ο ΣΚΑΪ εμφανίστηκε σε πλήρη
διαφωνία με τη ρήση του Κωνσταντίνου προς το γιο του Αλέξανδρο: “Υιέ
μου, μη λησμονήσης ποτέ, ότι οι Έλληνες μόνον εις εαυτούς τους πρέπει να
στηρίζωνται, όπως γίνωσιν ελεύθεροι”. Δικαίωμά του. Όπως, δικαίωμά του
να συμφωνεί πλήρως με τον Βρετανό ΥπΕξ, λόρδο του Castlereagh, που επιθυμούσε
να καταστήσει τους Έλληνες ένα “ξεπεσμένο, άψυχο έθνος”,
συνεπώς, πλήρως “ακίνδυνο”. Η λιγότερο γνωστή αυτή δήλωση -σε
σχέση με την αντίστοιχη, πολύ μεταγενέστερη του Kissinger- παρουσιάζει
ενδιαφέρον, αφού επαληθεύεται ως πολιτική της βρετανοκρατίας (1833-1945) και
της αμερικανοκρατίας (1945-2008). Ένα έθνος χάνει την ψυχή του και ξεπέφτει,
όταν διαλύεται το ηθικό του πλαίσιο αναφοράς (έθνος > ήθος). Εκεί στόχευσε
και ο διάδοχος του Castlereagh, ο George Canning, εκεί στόχευσε όλη η αποικιοκρατική
πολιτική (τεράστιο το know-how από την Ινδία), εκεί στόχευσε και η πολιτική των
δανείων (είχε ήδη εφαρμοστεί στη Ν. Αμερική) που δέσμευσε τη χώρα με τον
δανεισμό του 1824-25, έναν δανεισμό που (με την κατάλληλη πολιτική υποβοήθηση)
οδήγησε σε μια ατέλειωτη αλυσίδα εθνικών δανείων. Εκεί στόχευσε και ο ΣΚΑΪ,
παρουσιάζοντας την Επανάσταση του 1821, όχι απλώς στερούμενη αυτοθυσίας και
ιδανικών, αλλά ως μουσουλμανική εθνοκάθαρση, στηριγμένη στο θρησκευτικό
φανατισμό! Δηλαδή, η θρησκευτική ηγεσία κρίθηκε ένοχη ως “απούσα” και ο
μέσος-κατώτερος κλήρος κρίθηκε ένοχος ως “παρών-μακελάρης”. Ταυτόχρονα, στο
πλαίσιο εξύμνησης του δυτικού παράγοντα, εμφανίστηκε και η ελληνική σημαία στα
χέρια ενός φιλέλληνα αξιωματικού που πέφτει ένδοξα στη μάχη του Πέτα. Τίποτα
ιδιαίτερο μέχρι εδώ. Το ξεχωριστό συνίσταται στο ότι δύο μόνο μάχες αναφέρθηκαν
και αναπαραστάθηκαν οπτικά: το Πέτα και τα Δερβενάκια. Και φυσικά, κανένας
ντόπιος επαναστάτης δεν κρατούσε σημαία στις δυο μοναδικές μάχες. Ούτε καν τη
σημαία της Επιδαύρου. Κάπως έτσι χτίζεται η νέα Ιστορία ενός νέου Έθνους, που
επιδιώκεται -σε πρώτη φάση- να ταυτιστεί πλήρως με το κράτος. Το θέμα που
ανακύπτει δεν είναι απλώς η παραβίαση του Συντάγματος, ως προς το ρόλο της
παιδείας. Δεν τίθεται μόνο θέμα καλλιέργειας της ηττοπάθειας και εμπέδωσης της
υποταγής στον Έλληνα. Τίθεται ένα ευρύτερο θέμα: να καταρρακωθεί το ανθρώπινο
ήθος, να καταστεί ο πολίτης λειτουργικώς αναλφάβητος και ως άψυχος διεθνοραγιάς
πλέον, να συναινεί στον αυτοεξευτελισμό και στην εξαθλίωσή του. Τίθεται, ή
μάλλον έχει ήδη τεθεί, και τώρα εμπεδώνεται η νέα ηθική όλων των “νόμιμων”
πράξεων κάποιας Goldman Sachs, κάποιων κυβερνήσεων, κάποιων “διαιτητών”, όπως
οι Moody’s-Fitch-S&P και ο ΟΗΕ, κάποιων ΜΚΟ, κάποιων πρέσβεων καλής
θελήσεως… Νόμιμη διαδικασία, άρα και ηθική, είναι π.χ. το CDS, δηλαδή το
ποντάρισμα πάνω στην ανθρώπινη εξαθλίωση, που συχνά οδηγεί στο θάνατο. Είπαμε,
δικαίωμα του ΣΚΑΪ η πολιτική άποψη, ακόμα και η πιο απάνθρωπη (τι σόι κοινωνία
“ανεκτικότητας” είμαστε). Όμως, η οικειοποίηση του Πανεπιστημίου και η
συνειδητή κακοποίηση της επιστήμης, όχι μόνον δεν είναι δικαίωμα, αλλά συνιστά
βαρύ παράπτωμα έναντι της ακαδημαϊκής κοινότητας και κακουργηματική ασέλγεια
έναντι της κοινωνίας, ακόμα και στην κοινωνία της “ανεκτικότητας”.
Το “1821” του ΣΚΑΪ, ως μνημείο
ελλείψεων-αντιφάσεων-επιστημονικής κακοποίησης, μάς βοήθησε τελικά να
επανεξετάσουμε το όραμα των Υψηλαντών, που αποτελούσε το κόκκινο πανί για την
ευρωπαϊκή πολιτική του 18ου-19ου αιώνα· και την αποικιοκρατική
(παγκοσμιοποιητική) και την σταθεροποιητική – κεντροευρωπαϊκή. Ένα καίριο
σημείο είναι τούτο: αν υπήρχαν δυο απόψεις για τον ελληνικό πολιτισμό, αυτές
που συγκρούστηκαν κατά την Επανάσταση, τότε ποιος οργάνωσε και ξεκίνησε την
Επανάσταση; Η μια άποψη; Η άλλη; Και οι δυο μαζί; Σ’ αυτό το ζήτημα ουσίας, ο
-ευαίσθητος στην κατάρριψη των μύθων- ΣΚΑΪ προτίμησε την πλάγια μέθοδο.
Προτίμησε να πει έμμεσα ότι τη δημιούργησε η “εκσυγχρονιστική” πτέρυγα, δηλαδή
το κοσμικό έθνος, που γεννήθηκε 10-20 χρόνια πριν την Επανάσταση στο θεωρείο
της πεφωτισμένης γκιλοτίνας! Γιατί όμως να μιλήσει πλάγια και δειλά (άλλαξε και
τον υπότιτλο της τηλεοπτικής σειράς στο παρά πέντε), αν μπορούσε να αποδείξει
ότι η Επανάσταση ήταν έργο των “εκσυγχρονιστών”; Από μετριοπάθεια μήπως;
Επιβεβαιώνεται κάτι τέτοιο στην όλη του προσέγγιση; Γιατί να καταφερθεί με
πολλαπλά ψευδή στοιχεία εναντίον της Εκκλησίας; Αν όντως η Αγ. Λαύρα ήταν
ουσιαστικά ανύπαρκτη, ας μας υποδείξουν οι ιστορικοί του ΣΚΑΪ τα σημεία όπου
υψώθηκαν τα κοσμικά λάβαρα, τα πρόσωπα που τα ύψωσαν και τις προεργασίες μέσω
των οποίων οδηγηθήκαμε στο 1821. Τελικά, ήταν ψέματα αυτά που μάθαμε παλιά στο
δημοτικό ή, στα όποια παγιωμένα ψέματα (από την αντίπερα της “Λαύρας” πλευρά),
έγινε απόπειρα να προστεθούν κι άλλα, πολύ χοντρύτερα; Αρκεί να παρακολουθήσει
κάποιος την παρουσίαση των Κλεφταρματολών και του Πατριαρχικού ρόλου, για να
σχηματίσει μια πρώτη εντύπωση. Αρκεί να δει πώς πρόβαλε το “άνομο”
1821 στο σήμερα. Γιατί, εκεί που βγάζει κάποιος το καπέλο στο
ΣΚΑΪ, είναι η ειλικρινής παραδοχή του λόγου για τον οποίο έφτιαξε το “1821”.
Οι αντιφάσεις και οι αυτοαναιρέσεις στην
παρουσίαση του ΣΚΑΪ ήταν τόσο πολλές, ώστε να καταρρέει άμεσα η αιτιολογία του
“πολύπλευρου επιστημονικού λόγου” (που κι αν ακόμα ήταν πρόθεση και γινόταν
ισομερώς, θα μετέτρεπε την ιστορία σε στατιστική). Η απαρίθμηση όλων των
αντιφάσεων θα έφτιαχνε ένα γιγαντιαίο, επιστημονικό -πλην βαρετό- έργο. Να
πούμε δυο λόγια για ένα σημείο που ξεχωρίζει: το “συνταγματικό”.
Το μέγα επιχείρημα απόδειξης της “προοδευτικής” μαυροκορδατικής πολιτικής κατά
το 1821, που έρχεται να υποστηρίξει το πολιτικό “σήμερα”. Η μαυροκορδάτεια
συνταγή μεταφερμένη στο σήμερα, με την ευθεία -ενίοτε- απειλή για την αυστηρή
εφαρμογή της “νομιμότητας” συμπλέει με την τύφλωση και κώφωση που δείχνουν οι
πολιτικοί (ιστορικοί) του ΣΚΑΪ στη δυσαρμονία της κυβέρνησης των δανείων με τη
λαϊκή βάση. Τι “δεν είδε” ο ΣΚΑΪ; Μα, αυτό που και ο ίδιος έκανε: απειλές των
δανειστών προς τους δανειζομένους, απειλές και τρόμος από τους εντόπιους
κυβερνώντες με ένα και μόνο επιχείρημα: “στην αντίθετη περίπτωση, το χάος”. Κι
αν στο σήμερα υπονοείται ή δειλά λέγεται “ο λαός δεν γνωρίζει, ο λαός
παρασύρεται από τους λαϊκιστές των εύκολων συνθημάτων”, τότε εμφανίζεται μια
ακόμα μεγαλύτερη αντίφαση: η ιστορική συκοφάντηση και η καταδίκη της
καποδιστριακής διακυβέρνησης, επειδή συνειδητά παρέκαμψε το μαυροκορδάτειο
σύνταγμα (η καταδίκη αυτή έχει σήμερα επανασυσκευαστεί από την ίδια
“προοδευτική” ιστορική γραμμή ως αόριστη αποδοχή, με καταγραφή “σοβαρών
επιφυλάξεων”). Και την αντίφαση αυτή συνοδεύει η κατάρρευση εκείνου του
“συντάγματος”, του οποίου η προσχηματικότητα αποκαλύπτεται, ακόμα και μόνο από
τα εξωτερικά, κοινά στοιχεία, μεταξύ της ανέγερσης του 1822 και της κατεδάφισης
του 2012: το “σύνταγμα” αυτό συνδέεται με τα δάνεια, εμφανίζεται και εξαφανίζεται
με τη διαδικασία του “κατεπείγοντος”.
Το ότι ο Θ. Βερέμης είναι υπέρμαχος της
πολιτικής των δανείων και του ευρώ – βρόγχου είναι γνωστό. Το ότι μιλά υπέρ
αυτών με το γνωστό επιχείρημα “δεν υπάρχει καλύτερη λύση”, επίσης. Είναι αυτός
ο πάγιος, δογματικός λόγος που προσπαθεί με ελλιπή ή ψευδή στοιχεία να
τεκμηριώσει την “αδύναμη Ελλάδα” από το 1821 (το 22 ο Κολοκοτρώνης “απέτυχε”, δυστυχώς,
να φέρει τη δυτική βοήθεια, κάτι όμως που “κατάφερε” το 27 ο Καραϊσκάκης). Το
ότι οι “πονηροί-τεμπέληδες Έλληνες” (όλοι μαζί) ξεγέλασαν την Κομισιόν,
καλώντας τη Goldman Sachs να κρύψει το χρέος μέσω swap, το ότι ξεγελούσαν στη
συνέχεια επί χρόνια την ανυποψίαστη Γιούροστατ, παραποιώντας κάθε χρόνο τα
στοιχεία του προϋπολογισμού είναι κάτι αληθινό και σοβαρό· τόσο, όσο και η
ευθύνη του Μπακόλα για την ήττα στη μάχη του Πέτα. Το ότι ο Θ. Βερέμης
εντοπίζει και αναλύει την ατομική ευθύνη του πολίτη, όχι όμως του πολιτικού,
που πρώτα φτιάχνει το νόμο-προσωπική ασπίδα και ύστερα δικαιολογείται ότι “δεν
γνώριζε την οικονομική κατάσταση, αλλά πάντως, φταίνε οι προηγούμενοι” είναι
θράσος ή σουρεαλισμός; Το ότι ο Θ. Βερέμης εντοπίζει το σύμπτωμα “δεν μαθαίνουν
Ιστορία οι μαθητές του ελληνικού σχολείου”, αδυνατώντας όμως να εντοπίσει την
ευθύνη, ενώ και Πανεπιστημιακός υπήρξε και πρόεδρος του Εθνικού (!) Συμβουλίου
Παιδείας, τι συνιστά; Θράσος; Σουρεαλισμό; Τι είδους πολιτική επιστήμη είναι
αυτή, που χαρακτηρίζει ως “δημοκρατία” την ολιγαρχική, υποκριτική,
ρουσφετοκρατική, δυναστική κομματοκρατία και αποδίδει ατομικές ευθύνες στους πολίτες
που ανταλλάσσουν την ψήφο τους με διορισμό, αλλά όχι στους πολιτικούς που
μεταφέρουν βαλίτσες κομματικού/ατομικού χρήματος και διατηρούν ένα καθεστώς
υποτέλειας;
Και ο “συνταγματικός” σουρεαλισμός: οι
σημερινοί πολιτικοί μιλούν υπέρ του μονόδρομου “δανεισμός – ευρωζώνη”
προειδοποιώντας “αν χρεοκοπήσουμε, θα υποστούμε τεράστια δεινά” (ενδιαφέρονται
δηλαδή για μας, αφού οι Ελβετικές & Κεϊμάνιες κασέλες αναμένουν πάντα τον
επιθεωρητή Κλουζώ). Όταν οι πολιτικοί λένε ότι φτάσαμε ως κράτος στο “μη παρέκει”,
ανεξάρτητα από το πόσο αυτό αληθεύει ως δυνατότητα δανεισμού, ομολογούν
ταυτόχρονα την αποτυχία του κληρονομικού πολιτικού μας συστήματος, δηλαδή των
γονιών τους, των συγγενών τους, ακόμα και των ιδίων (Υφυπουργός Πολιτισμού,
Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Υπουργός Εξωτερικών ο Γ.Α.Π. στο
διάστημα 1985-2004). Ταυτόχρονα, όχι απλώς δεν παραιτούνται, όχι μόνο δεν
ζητούν ταπεινά συγγνώμη, αλλά μεθοδεύουν, εκβιάζουν, απαιτούν να συνεχίσουν να
αποφασίζουν οι ίδιοι και προς την ίδια κατεύθυνση!
[Η αποδοχή αυτής της παράκρουσης από τους πολίτες θα αποδείξει σε μεγάλο βαθμό
το πόσο πέτυχε η διάλυση της παιδείας από το 1980. Πόσο πέτυχε
η διάλυση της συλλογικής συνείδησης και η υποκατάσταση του άγραφου, ηθικού
πλαισίου από τον πολιτικό νόμο, κάτι που μας ώθησε προς τον ατομισμό]. Την ίδια
στιγμή, η λαϊκή δυσαρμονία αποσιωπάται, δηλαδή ο πολίτης υποχρεώνεται σε
“σωτηρία”, η έκφραση διαφορετικής άποψης βαφτίζεται “λαϊκισμός” και δεν
λαμβάνεται υπόψη, ο ΠτΔ σφυρίζει -κατά το Σύνταγμα, πάντα- αδιάφορα, οι βουλευτές
το παραδέχονται πλέον και δημόσια ότι εκβιάζονται και ότι δεν γνωρίζουν τι
ψηφίζουν, άρα η Βουλή χάνει τελείως το λόγο ύπαρξής της, η -κατά Μοντεσκιέ-
ανεξάρτητη δικαιοσύνη σιωπά μπροστά στην μαζική καταπάτηση των θεσμών και τα
ΜΜΕ εξακολουθούν να περιγράφουν μια άλλη χώρα (σιωπούν, χαζογελούν,
μαγειρεύουν, προπαγανδίζουν, τρομοκρατούν και αναφέρουν την κομματική πειθαρχία
ως να προβλέπεται κι αυτή στο άρθρο 60 του Συντάγματος). Για το καλό
μας! Αυτά τα ωραία συμβαίνουν στη χώρα, μετά από 190 χρόνια πιστής
εφαρμογής της δυτικής θεσμικότητας. Ή όχι; Εκτός κι αν ο Γ.Α.Π. παραιτήθηκε
αυτοβούλως, εκτός κι αν νόμος και ήθος δίνουν το δικαίωμα να εκλέγεσαι με το Α
πρόγραμμα και να εφαρμόζεις το αντίθετο Β, λέγοντας -όπως στο δημοτικό σχολείο-
“δεν κατάλαβα, δεν ήξερα, νόμιζα, ένα παιδί μου είπε”.
Πού βρίσκονται οι ευθύνες
σύμφωνα με αυτή τη “συνταγματική” λογική; μα…, στους πολίτες,
που δεν πλήρωσαν φόρους ή ζήτησαν ρουσφέτι και όχι σε όσους πολιτικούς
παρείχαν ρουσφέτια, παρακίνησαν προς τη διαφθορά, αδιαφόρησαν για τη
φοροδιαφυγή, συρρίκνωσαν με κάθε τρόπο την εθνική οικονομία, συνήργησαν στην
καταλήστευση των ασφαλιστικών ταμείων, συνήργησαν στην καταλήστευση του
μικροεπενδυτή μέσω του χρηματιστηρίου, πήραν μίζες από τις κρατικές προμήθειες,
εκχώρησαν παθητικά ή ενεργητικά τον εθνικό πλούτο, κορόιδεψαν, δίχασαν και
κατασυκοφάντησαν τους πολίτες, πήραν δάνεια και τα ξόδεψαν στο κομματικό
κράτος… Αλλά κι αυτά μοιάζουν με επί μέρους πλημμελήματα μπροστά στον υπέρτατο,
διαγραφόμενο κεντρικό στόχο: όπως το κράτος (κάποτε), έτσι και το έθνος
(σήμερα) πρέπει να υποταχθεί στις “αγορές”. Τουτέστιν, ΔΙΑΡΘΡΩΤΙΚΕΣ
ΑΛΛΑΓΕΣ = ιδιωτικά μονοπώλια βασικών πόρων και υπηρεσιών,
ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ / ΚΡΑΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥ = εγκαθίδρυση της ατομιστικής κοινωνίας,
επιβολή της ηθικής της τοκογλυφίας, δυναστικό κράτος, ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ =
όχι συγκεντρώσεις (όχι στο κάπνισμα, 23% στο σουβλάκι), ναι στην
κάνναβη στο μπαλκόνι, ηλεκτρικό ρεύμα μόνο μετά την πληρωμή φόρων.
Διερευνώντας το 1821, κυρίως όμως το πλαίσιο του διαφωτισμού μέσα στο οποίο
λειτούργησε, μπορούμε να δούμε αν η σημερινή τρομοκρατία του εντόπιου
κοινοβουλευτικού φασισμού έχει τις ιστορικές της καταβολές στην τρομοκρατία της
Επανάστασης των ιακωβίνων, των γκουλαγκ της Επανάστασης των μπολσεβίκων και στη
θηριωδία του ναζισμού. Αν, δηλαδή, η πλήρης διαστρέβλωση της Ιστορίας
χρησιμοποιήθηκε και παλιότερα, αν κατάφερε η Ιστορία, όχι απλώς να υπερτονίσει
και να υποβαθμίσει κατά βούληση, αλλά να βαφτίσει το άσπρο – μαύρο και
αντίθετα.
Γιατί τόση σύνδεση της Επανάστασης με το
σήμερα; α) γιατί οι συνθήκες και το διακύβευμα σε Ελλάδα, Ευρώπη, πλανήτη δεν
μεταβλήθηκαν από τον 18ο αιώνα β) γιατί τη σύνδεση άλλοι την ξεκίνησαν και
μάλιστα με ντουντούκες (καλό, τελικά, για μας).
Αλήθεια, μια που είδαμε τον κεντρικό
ιστορικό του “1821”, εκτός από το να διαπιστώνει τη διαχρονική ευθύνη των
δημοσίων υπαλλήλων, να διαρρηγνύει και τα ιμάτιά του σχετικά με την (αντίστοιχη
της “ανομίας” των κλεφταρματολών) σημερινή “ανομία” των πολιτών, οφείλουμε να
αναρωτηθούμε: αν συγκρίνουμε τα σημερινά δημόσια και ιδιωτικά διόδια με τους
δερβενατζήδες επί Αλή Πασά και συγκρίνουμε την κάθε περίπτωση σε σχέση με το
πολιτικό πλαίσιο στο οποίο ανήκει, τι συμπέρασμα βγάζουμε για την κατάχρηση
εξουσίας επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και επί Αστικής Κοινοβουλευτικής “Δημοκρατίας”;
Τι συμπέρασμα βγάζουμε για την εξέλιξη των δικαιωμάτων του πολίτη δύο και πλέον
αιώνες μετά την Παρισινή
διακήρυξη των δικαιωμάτων; Θα πει κάποιος: τώρα χάλασε η συνταγή. Μέχρι
χθες, ούτε σύγκριση. Αν το δούμε στενά και απομονωμένα, ίσως, όμως η απλή
λογική λέει ότι τα διόδια ήταν ένα τρανταχτό μεν, παράδειγμα δε, του βαρέως
φορολογούμενου πολίτη, με χαμηλότατη έως ανύπαρκτη ανταποδοτικότητα των φόρων,
που εισπράττονται και χρησιμεύουν μόνο στην αποπληρωμή των τοκογλυφικών,
αντιπαραγωγικών στην πράξη, δανείων. Αν δούμε όμως ότι το παλιό καθεστώς
λέγεται “δεσποτισμός” και το άλλο παίρνει τη θέση του ως “λιμπερτέ, εγκαλιτέ,
φρατερνιτέ” (και ως πρόδρομος του μαρξισμού), δηλαδή ως πολίτευμα ριζικής
ανατροπής των αδικιών και απονομής κοινωνικής δικαιοσύνης, αν δούμε το βαθμό
της υποκρισίας του νεότερου συστήματος διακυβέρνησης, που βαφτίστηκε “φως” και “πολιτισμός”,
τότε, πώς αξιοποιούμε τα συμπεράσματα που θα προκύψουν στην προκρούστεια
ιστορία του 1821 (και την ΣΚΑΪ-εκδοχή και την παλαιότερη); Μήπως η απάτη της
μαυροκορδάτειας “προόδου” είναι απολύτως αντίστοιχη με την ρήση “λεφτά
υπάρχουν”; Μήπως η “δυτική σωτηρία” του 1827 είναι αντίστοιχη με αυτήν που
αναγγέλθηκε το 2010 στο Καστελλόριζο; Μήπως ο Bentham του 18ου αιώνα είχε ρόλο
αντίστοιχο με τον Friedman του 20ου; Μήπως η υπονόμευση του Καραϊσκάκη είναι
σαν το σημερινό φούσκωμα του ελλείμματος, ώστε να καταπλεύσει ως σωτήρας η
τρόικα I.M.F.-E.C.B.-E.U., όπως τότε η τρόικα Αγγλία-Γαλλία-Ρωσία; Και αν
σήμερα η τρόικα έχει τρία μέλη για να εξυπηρετείται καλύτερα ένας στόχος,
μήπως, αντίστοιχα, και η τρόικα του 1827 (ως ένα αναγκαστικό-παροδικό στάδιο) δεν
ήταν, και τόσο ομοιογενής;
Τη μαγιά για την Επανάσταση του 1821
μπορεί να την αποτέλεσαν οι Κλεφταρματολοί Εταιριστές, οι Μανιάτες, οι
Σουλιώτες, η προοπτική της όμως στηρίχτηκε κυρίως στα Πανεπιστήμια. Η καρδιά
της Εταιρίας προετοίμαζε τη στελέχωση ενός πολυεθνικού κράτους, σύγχρονου και
ανεξάρτητου -όχι ψευδεπίγραφου- στα Πανεπιστήμια της Ιένα, του Γκέτιγκεν, της
Βιέννης, του Παρισιού… Η σημερινή ανατροπή δεν μπορεί, παρά να στηριχτεί στο
ίδιο σημείο, στο Πανεπιστήμιο. Αυτό που σε σημαντικό βαθμό κυριαρχείται από τη
μονομέρεια και το φόβο. Φόβο, ακόμα και να εκφράσει αυτό που επεδίωξε η
Επαναστατική Εταιρία του 1821: ο ελληνικός πολιτισμός προσδιόριζε την ταυτότητα
των επαναστατών, άρα, θα ο ίδιος θα προσδιόριζε και την ταυτότητα του
προκύπτοντος κράτους.
Δεν υπάρχουν λόγια, εξαιρετικό! Μπράβο σε όποιον ασχολήθηκε. Τι μας ταϊζουν τα κανάλια...
ΑπάντησηΔιαγραφή