Ο Κροκόδειλος ή Κροκόνδειλος ή Ακροκόδυλος ή Κορκόντυλος Κλαδάς ( 1425 - 1490 ) ήταν Έλληνας στρατιωτικός ηγέτης, γιος του Θεόδωρου Κλαδά, αξιωματικού στην υπηρεσία των Δεσποτών του Μυστρά. Ο Κροκόδειλος Κλαδάς ανέλαβε στρατιωτική δράση στην περιοχή της Μάνης, αλλά επεκτάθηκε και στην Ήπειρο και η δράση του καλύπτει μια περίοδο σχεδόν 30 ετών.
Η οικογένεια
Η απώτερη καταγωγή της οικογένειας Κλαδά εντοπίζεται στην περιοχή της Ηπείρου[2]. Η πρώτη γραπτή αναφορά για αυτήν βρίσκεται στο "Χρονικό του Μωρέως", όπου αναφέρεται ότι το 1296 ένας Κλαδάς κατάφερε να καταλάβει ένα φράγκικο κάστρο για λογαριασμό του Βυζαντινού αυτοκράτορα. Το 1362, ο τοπικός άρχοντας Λέων Κλαδάς πραγματοποίησε δωρεά σε ένα μοναστήρι κοντά στο Μυστρά[3]. Το 1415 ένα μέλος της οικογένειας Κλαδά, φαίνεται ως υποκινητής σε μια εξέγερση εναντίον του αυτοκράτορα Μανούηλ Β΄. Οι Βενετοί χάρισαν σε πολλά μέλη της οικογένειας Κλαδά, την ενετική υπηκοότητα. Έτσι όταν όλη η Πελοπόννησος κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς, η οικογένεια κατέφυγε στην Βενετική Κεφαλονιά, όπου πολλά μέλη της έγιναν στρατιωτικοί διοικητές του νησιού. Το όνομα Κλαδάς συνεχίζει να υπάρχει μέχρι σήμερα.
Η δράση του Κροκόδειλου στη Πελοπόννησο
Γεννήθηκε το 1425, πιθανότατα στην Κορώνη[2], και αμέσως μόλις ανδρώθηκε ακολούθησε τα βήματα του πατέρα του και έγινε στρατιωτικός. Όταν πέθανε ο πατέρας του, το 1460, κληρονόμησε τον πατρογονικό πύργο της οικογένειας, το φρούριο του Αγίου Γεωργίου, στη Μπαρδούνια της Μάνης. Με την έκρηξη του πρώτου τουρκοενετικού πολέμου, το 1463, πήρε και πάλι τα όπλα και πολέμησε επικεφαλής σώματος στρατιωτών, υπέρ τον Ενετών. Η Βενετία έστειλε τους στρατηγούς Μπερτόλντο ντ' Έστε και Ιωάννη Κονταρίνι ως επικεφαλής των βενετικών στρατευμάτων και αυτοί για την αφοσίωση του Κλαδά, τον αντάμειψαν με το παράσημο του Λέοντα του Αγίου Μάρκου, με έναν χρυσοκέντητο μανδύα και με εκτάσεις γύρω από την Κορώνη. Όταν οι Ενετοί υπέγραψαν συνθήκη με τον Μωάμεθ τον Πορθητή, διατάχτηκε να σταματήσει τις εχθροπραξίες. Βάσει των όρων της εν λόγω συνθήκης, η Μάνη παραδιδόταν στους Οθωμανούς. Όπως ήταν φυσικό, ο όρος αυτός προκάλεσε οργή στους Λάκωνες, οι οποίοι είχαν ήδη αφειδώς χύσει το αίμα τους για την ελευθερία τους και τη Βενετία.
Ο Κροκόνδειλος Κλαδάς ήταν από την εποχή των Παλαιολόγων Άρχοντας του κάστρου του Αγίου Γεωργίου και δε σκεφτόταν επ' ουδενί να παραδοθεί ακόμη και όταν ο Μωάμεθ προσπάθησε να τον δελεάσει με παροχές γαιών. Αμέσως μετά την υπογραφή της συνθήκης, ο Κλαδάς στις 9 Οκτωβρίου 1479 εγκατέλειψε την Κορώνη επικεφαλής 16.000 ανδρών και βάδισε προς τη Μάνη, όπου διακήρυξε την απόφασή του να συνεχίσει τον πόλεμο και κάλεσε τους Έλληνες υπό τα όπλα υψώνοντας το λάβαρό του. Χιλιάδες Έλληνες έσπευσαν να καταταγούν στον επαναστατικό στρατό του Κλαδά, που μέσα σε ένα μήνα έφτασε να αριθμεί 16.000 σύμφωνα με τις πηγές. Έχοντας συγκεντρώσει αρκετό στρατό ο Κλαδάς κινήθηκε αρχικά να απελευθερώσει τη Μάνη την οποία οι Ενετοί την είχαν παραδώσει στους Οθωμανούς. Οι τουρκικές φρουρές στα χωριά Μάνη και Μεγαλοχώρι εξουδετερώθηκαν και τα φρούρια Τριγοφύλου και Οιτύλου κατελήφθησαν. Οι πύργοι Καστανιάς, της Γαστέλας του Λεφτινίου, της Ανδρούσας, του Βάσκου, της Πιάγας, του Παπαφίγγου κατελήφθησαν επίσης, όπως και οι ορεινές διαβάσεις του Μεγαλοβουνίου και της Μαίνας. Δυο γνωστοί στρατιωτικοί του Κλαδά, ο Θεόδωρος Μπούας και ο Μέξας Μποζίκης, συνένωσαν τον στρατό τους με τις άτακτες δυνάμεις του επαναστάτη. Φήμες θέλουν τους δυο στρατιωτικούς ευγενείς να έχουν φιλονικήσει με τον Βενετό προνοητή Μπαρτολομέο Μίνιο και γι' αυτό να συμμετείχαν στον αγώνα του Κλαδά. Ενωμένες οι τρεις στρατιές λεηλατούν το Άργος, το Δεκέμβριο του 1479, αλλά αργότερα επιστρέφουν στη Μάνη για να αντιμετωπίσουν την τουρκική αντεπίθεση. Διατάχθηκε ο μπεηλέρμπεης της Ρούμελης, Αλή Μπούμικο, και ο διοικητής του Μωρέως, Σουλεϊμάν, να κατευθυνθούν με δυο στρατιές στη Μάνη, στις 16 Ιανουαρίου του 1480. Στις 19 του μήνα ο Οθωμανικός Στρατός προσέγγισε το Οίτυλο και ο Κλαδάς δε δίστασε να δώσει μάχη εκ παρατάξεως με τους αήττητους έως τότε Οθωμανούς, που τράπηκαν σε φυγή αφήνοντας πίσω τους 700 νεκρούς και άγνωστο αριθμό τραυματιών. Ταπεινωμένος ο Οθωμανικός Στρατός σταμάτησε τη φυγή του, όταν έφτασε στα τείχη του Μυστρά.
Ο Μωάμεθ ανησύχησε, καθώς φοβόταν ότι η Βενετία βοηθούσε στην εξέγερση, την ίδια στιγμή που η Οθωμανική Αυτοκρατορία πολεμούσε σκληρά στην Ανατολία κατά τουρκομανικών φυλών, στην Αίγυπτο και στη Μεσοποταμία. Η Βενετία όμως, εξαντλημένη από τον προηγούμενο πόλεμο, ξεκαθάρισε στον Σουλτάνο ότι δεν είχε σχέση με το κίνημα του Κλαδά και ήταν μάλιστα πρόθυμη να συμβάλει στην κατάπνιξή του. Ως δείγμα καλής θέλησης ο Ενετός διοικητής της Κορώνης, Νικολό Κονταρίνι, συνέλαβε τη σύζυγο και τα παιδιά του Κλαδά[2], τα οποία είχε αφήσει για ασφάλεια εκεί, καθώς συνέλαβαν και τις οικογένειες του Μπούα και του Μποζίκη. Οι Ενετοί κατόπιν αποκήρυξαν τον Κλαδά, απαγορεύοντας στους λοιπούς Έλληνες να συμπολεμούν μαζί του, με την ποινή του θανάτου. Τέλος τον επικήρυξαν δίδοντας αμοιβή 10.000 χρυσά φράγκα -ποσό εξωπραγματικό για την εποχή εκείνη- σε όποιον τον παραδώσει στις Ενετικές αρχές. Έχοντας ησυχάσει από την ενετική απειλή, ο Μωάμεθ αποφάσισε να καταστείλει μόνος του την εξέγερση του Κλαδά.
Στο μεταξύ οι Ενετοί απέρριψαν την πρόταση του Μωάμεθ για την παράδοση της οικογενείας του Κλαδά στους Τούρκους, την έστειλαν όμως στη Βενετία, όπου και έκλεισαν τα μέλη της στη φυλακή. Μετά την αποχώρηση του Αλή Βούμικο την αρχηγία της εκστρατείας των Τούρκων κατά του Κλαδά ανέλαβε ο Αχμέτ Βέης, ο οποίος κατάφερε να πάρει πίσω τη Μάνη, την άνοιξη του 1481. Ο Βέης θα είχε πετύχει και την αιχμαλωσία του Κλαδά, που αμυνόταν στο φρούριο του χωριού Καστάνια, εάν δεν είχε καταφθάσει στο Πόρτο Κάγιο της Μάνης στολίσκος του Βασιλιά της Νεάπολης, Φερδινάνδου Β΄, με επικεφαλής τον Γιάγκο για να τον διασώσει και να τον μεταφέρει στην Νάπολη.
Η δράση του Κροκόδειλου στην Ήπειρο
Ο Φερδινάνδος Β΄ (1479-1516) χάρηκε με την άφιξη του Κλαδά, γιατί σχεδίαζε εκστρατεία στην Ήπειρο για αντιπερισπασμό στην απόβαση των Τούρκων στο Οτράντο της Ιταλικής Χερσονήσου και θα τον έθετε επικεφαλής μαζί με τον γιο τουΣκεντέρμπεη, τον Ιωάννη Καστριώτη και τον δούκα της Καλαβρίας Αλφόνσο. Η εκστρατεία στην Ήπειρο πραγματοποιήθηκε με επιτυχία στην πρώτη φάση της. Συγκεκριμένα, οι τρεις άνδρες ξεκίνησαν απελευθερώνοντας την Αυλώνα και συνέχισαν ελευθερώνοντας άλλες 50 πόλεις και χωρία, μαζί και την Χειμάρρα. Σε αναγνώριση των πολύτιμων υπηρεσιών του ο Κλαδάς έλαβε ετήσια χορηγία 300 χρυσών νομισμάτων και τον τίτλο του "μεγαλοπρεπούς" (magnifico) βάσει βασιλικού διατάγματος τις 12ης Ιουνίου του 1481. Στη δεύτερη φάση ο Κλαδάς έφτασε στην Ήπειρο τον Αύγουστο του 1481 με 15.000 άνδρες και 4 πυροβόλα, αλλά γνωρίζει την ήττα. Όμως ο σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ πέθανε ξαφνικά και ο διοικητής της περιοχής, Γκεντίκ Αχμέτ, έσπευσε στην Κωνσταντινούπολη για να βοηθήσει τον ένα διεκδικητή του θρόνου. Αυτό διευκόλυνε τη δράση του Κλαδά, που κατάφερε να εγκλωβίσει τον τοπικό Τούρκο στρατιωτικό διοικητή στο φρούριο του Σοποτού, αφού απελευθέρωσε όλη την περιοχή. Ο μπεηλέρμπεης της Ρούμελης Σουλεϊμάν ο Ευνούχος προσπάθησε με 3.000 στρατιώτες να λύσει την πολιορκία του φρουρίου του Σοποτού, αλλά πέφτει σε ενέδρα του Κλαδά, συλλαμβάνεται αιχμάλωτος και στέλνεται ως όμηρος στον δούκα της Καλαβρίας. Το φρούριο του Σοποτού πέφτει στα χέρια των επαναστατών στις 31 Αυγούστου 1481 και ο βασιλιάς της Νεαπόλεως διορίζει τον Ιωάννη Καστριώτη διοικητή της Χειμάρρας και οι Τούρκοι διοικητές της περιοχής υποχρεώθηκαν να πληρώνουν ως φόρο υποτέλειας 1.500 δουκάτα στο Βασιλιά της Νεάπολης. Η εμφύλια διαμάχη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία έληξε και τη θέση του σουλτάνου κατέλαβε ο Βαγιαζήτ Β΄ (1481-1512), ο οποίος κινήθηκε με 30.000 άνδρες στη Χειμάρα για να την καταλάβει. Τελικά τα κατάφερε την άνοιξη του 1492 αναγκάζοντας όλους τους πληθυσμούς της περιοχής να εξισλαμιστούν.
Το τέλος του Κροκόδειλου
Ύστερα από την Ήπειρο ορισμένες πηγές αναφέρουν τον Κλαδά να ετοιμάζει απελευθερωτικό κίνημα στην Πελοπόννησο. Όμως, συνελήφθη από τους Τούρκους, το 1490, οι οποίοι τον τιμώρησαν με θάνατο δια κατακερματισμού. Οι γιοι του, Εμμανουήλ και Θεόδωρος, πήραν μέρος στο πλευρό των Βενετών στον δεύτερο τουρκοενετικό πολέμο και πολιτογραφήθηκαν ως πολίτες της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας.
Ο Ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος γράφει για τον Κροκόδειλο Κλαδά
Ο Νίκος Εγγονόπουλος με το ποίημά του τιμά έναν από τους σημαντικότερους ήρωες της προεπαναστατικής ελληνικής ιστορίας, τον Κροκόδειλο Κλαδά (1425-1490), ο οποίος αναδείχθηκε στην Πελοπόννησο την περίοδο του πρώτου πολέμου των Ενετών με τους Οθωμανούς (1463-1479), συνεχίζοντας αμέσως μετά τη συνθηκολόγηση των Ενετών (1479) τον δικό του σκληρό αγώνα κατά των Τούρκων.
Νίκος Εγγονόπουλος «Περί Κροκοδείλου Κλαδά»
; ποιος είταν ο Κροκόδειλος Κλαδάς;
; είταν πραγματικά κορκόδειλος
και ψεύτικα κι απατηλά
τα κλαύματά του
μεσ’ στη νύχτα;
όχι: πραγματικά είταν αιτός
που έκλαιγε αληθινά
τη νύχτα
(δηλαδή κατά της νύχτας τη διάρκεια
και για τη νύχτα της σκλαβιάς
που έπνιγε άσπλαχνα -βαρειά-
ολόκληρη τη χώρα)
αλλά τα κλαύματα γι’ αυτόν είσαν εκτόνωση
κάποτε τα δάκρυα στέρευαν
και μέσα του ξύπναγε ο πόθος κι η ελπίδα της αυγής:
όλα να τα βαρέση χάμου
και ν’ ανοίξη
τα φτερά του
Το έργο του "Ο ήρωας Κροκόδειλος Κλαδάς" χρονολογείται το 1983.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου