Ένα άρθρο που επιχειρεί να ψαύσει (από μια ομολογουμένως νεοφιλελεύθερη οπτική, και ίσως κάπως αποσπασματικά) το πρόβλημα της δημόσιας ξενόγλωσσης εκπαίδευσης
Στα γυμνάσια και τα λύκεια είναι διορισμένοι περίπου 8.000 καθηγητές ξένων γλωσσών, χωρίς τους αναπληρωτές και τους ωρομίσθιους. Αν υπήρχαν 8.000 μαθητές σε όλη την Ελλάδα που πράγματι μαθαίνουν τουλάχιστον μια ξένη γλώσσα στο δημόσιο σχολείο, θα λέγαμε ότι σε κάθε μαθητή για τον οποίο το μάθημα πετυχαίνει το σκοπό του αντιστοιχεί ένας καθηγητής. Πιστεύει κανείς ότι υπάρχουν σήμερα έστω 8. 000 μαθητές που μαθαίνουν ξένες γλώσσες στο δημόσιο σχολείο; Μάλλον όχι.
Οι περισσότεροι μαθητές πηγαίνουν από πολύ μικρή ηλικία σε φροντιστήρια αγγλικών. Στη συνέχεια αρκετοί αρχίζουν και μια δεύτερη ξένη γλώσσα, οι περισσότεροι γερμανικά. Πιθανότατα δεν υπάρχει άλλη χώρα στον κόσμο με τόσα φροντιστήρια ξένων γλωσσών. Η ανεπάρκεια του δημόσιου συστήματος δημιούργησε τόσα φροντιστήρια και τώρα η ύπαρξή τους την ανατροφοδοτεί. Στη σχολική αίθουσα υπάρχουν μαθητές δύο ταχυτήτων: οι προχωρημένοι των φροντιστηρίων και οι υπόλοιποι. Είναι σαν να βάλει κανείς παιδιά της τρίτης λυκείου μαζί με άλλα που κάνουν το μάθημα της πρώτης γυμνασίου.
Παραβλέποντας αυτή την πραγματικότητα το εκπαιδευτικό σύστημα εξισώνει δυνατούς και αδύναμους μαθητές. Ζημιωμένοι από την ισοπέδωση βγαίνουν όλοι. Όμως ενώ οι δυνατοί χάνουν απλώς το χρόνο τους, οι άλλοι χάνουν την ευκαιρία της γνώσης και συχνά βρίσκονται στο περιθώριο της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Αν συνυπολογίσουμε ότι πολλοί αδύναμοι μαθητές προέρχονται από φτωχές ή προβληματικές οικογένειες, κατανοούμε ότι η υστέρηση στο σχολείο μπορεί να τους δώσει μειωμένες δυνατότητες στην αγορά εργασίας και να τους καταδικάσει στη φτώχεια. Οι μαθητές αυτοί θα έπρεπε να βρίσκονται στο επίκεντρο της προσοχής του συστήματος, αλλά εδώ τέτοια ζητήματα θεωρούνται πολυτέλεια.
Όσοι κάνουν από μικροί φροντιστήριο σνομπάρουν τα αγγλικά του σχολείου. Αν κάποιος τους απάλλασσε από το μάθημα (αλλά όχι από τις εξετάσεις) μάλλον θα ήταν ευχαριστημένοι. Ενώ αυτοί δεν θα έχαναν τίποτε οι αδύναμοι μαθητές θα μπορούσαν να διδάσκονται τα αγγλικά, μετά το τέλος των άλλων μαθημάτων, σε ομάδες των 5-8 ατόμων προσαρμοσμένες στο επίπεδο του καθενός. Στην ουσία θα υπήρχε ένα δωρεάν φροντιστήριο μέσα στο δημόσιο σχολείο.
Αν το μάθημα γινόταν σε γκρουπ των πέντε παιδιών οι υπάρχοντες καθηγητές θα επαρκούσαν για να διδάξουν μία γλώσσα σε 400.000 μαθητές, στους μισούς δηλαδή. (Με εργασία 20 διδακτικές ώρες την εβδομάδα, οι 8.000 καθηγητές μπορούν να κάνουν 160.000 μαθήματα και να καλύψουν 80.000 τμήματα των 5 ατόμων με δύο φορές μάθημα εβδομαδιαία.) Αν η ζήτηση ήταν μεγαλύτερη και δεν επαρκούσαν οι διδάσκοντες, θα μπορούσαν να μεγαλώσουν οι ομάδες ή να μπουν εισοδηματικά κριτήρια. Είναι προτιμότερο η δωρεάν παιδεία να είναι αποτελεσματική για όσους δεν μπορούν να πληρώσουν, παρά να είναι δήθεν δωρεάν και δήθεν παιδεία για όλους.
Αντί να υπάρξει προβληματισμός για την αποτυχία του δημόσιου σχολείου στη διδασκαλία των αγγλικών το ελληνικό κράτος αποφάσισε να προσθέσει και δεύτερη υποχρεωτική ξένη γλώσσα από το δημοτικό. Εκεί που δεν μάθαινε σχεδόν κανείς τη μία γλώσσα στο σχολείο, σκέφτηκαν να μαθαίνει δύο και διόρισαν χιλιάδες καθηγητές. Έτσι διευρύνθηκε ένα μοντέλο που εξυπηρετεί τους καθηγητές, αλλά αγνοεί τους μαθητές και τις ανάγκες τους.
Στο ζήτημα της αποτυχίας της εκπαίδευσης στις ξένες γλώσσες συναντάμε αρκετά χαρακτηριστικά της «ιδιαιτερότητας» που μας ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες ανεπτυγμένες χώρες. Εδώ γίνεται ανεκτό οι γονείς να πληρώνουν δύο φορές (στη φορολογία και στο φροντιστήριο) για την ίδια δουλειά και να ξοδεύονται τόσα εκατομμύρια, χωρίς να αξιολογήσει κανείς αν πιάνουν τόπο ή όχι.
Αν κάποιος πρότεινε να δοκιμαστεί σε ένα δύο νομούς το κράτος να επιδοτεί τους γονείς για να πληρώνουν το φροντιστήριο με το ποσό που ξοδεύει για τη διδασκαλία των ξένων γλωσσών (όπως γίνεται στη Σουηδία και την Ολλανδία για ολόκληρο το σχολείο) θα κατηγορούταν για νεοφιλελεύθερη αναλγησία. Εκεί όμως τα παιδιά φτωχών οικογενειών έχουν τη δυνατότητα να διαλέξουν σχολείο, δημόσιο ή ιδιωτικό, χωρίς οικονομική επιβάρυνση. Ενώ εδώ έχουμε το βόλεμα στην αποτυχία του συστήματος και την ακινησία που την πληρώνουν πάντα τα ασθενέστερα στρώματα.
Η παιδεία, που μεταπολεμικά υπήρξε μηχανισμός κοινωνικής ανόδου, αλλάζοντας την Ελλάδα (το παιδί του φτωχού έγινε επιστήμονας και άλλαξε τάξη), ξαναγίνεται μέσο αποκλεισμού. Οι πλούσιοι έχουν τη δυνατότητα να διαλέξουν όποιο σχολείο ή όποιο πανεπιστήμιο θέλουν, οι φτωχοί δεν έχουν τρόπο να αποφύγουν ένα υποβαθμισμένο σχολείο. Αρκετοί πολιτικοί στέλνουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία. Αυτό δεν είναι κακό. Το κακό είναι όταν οι ίδιοι, έχοντας εξαιρέσει τον εαυτό τους, προωθούν την ισοπέδωση και την εξίσωση προς τα κάτω για τους υπόλοιπους.
Και, δυστυχώς, αυτό συμβαίνει σήμερα. Το σχέδιο Μπαλτά που βάζει τις κομματικές παρατάξεις να συνδιοικούν τα πανεπιστήμια και επαναφέρει το άσυλο της βίας συμπληρώθηκε από την κατάργηση της δυνατότητας να διεκδικήσει ένα παιδί με ικανότητες τη φοίτησή του σε ένα πρότυπο σχολείο. Το τοπίο ολοκληρώνεται με την επιβολή ΦΠΑ στην ιδιωτική εκπαίδευση. Αντί το δημόσιο να διευκολύνει όσους, παρότι πληρώνουν φόρους, απαλλάσσουν το κράτος από τη δαπάνη που θα έκανε για να σπουδάσει το παιδί τους, τους φορολογεί περισσότερο.
Φόροι και πάλι φόροι για να συντηρηθούν προνόμια και αντιπαραγωγικές δομές. Ο πελατειακός κρατισμός, που επιμένει να επιβιώνει παρά τη χρεοκοπία, έχει σκληρό ταξικό χαρακτήρα. Είναι άδικος με τους φτωχούς και το παραγωγικό τμήμα της μεσαίας τάξης και γενναιόδωρος με τις συντεχνίες. Το χειρότερο είναι ότι ο λαϊκισμός και η δημαγωγία ενσωματώνουν στη δύναμη της αδράνειας και εκείνους που πληρώνουν το κόστος της καθυστέρησης.
_____________
Πηγή: athensvoice.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου