Η αποδόμηση μιας αυτο-αποδομούμενης (υπό κανονικές συνθήκες) ουρανομήκους μπαρούφας. (Η ανορθογραφία στο τέλος του τίτλου είναι εσκεμμένη, αλλά θα κάνετε λίγη υπομονή μέχρι να εξηγηθεί.)
Εδώ και μερικές μέρες κυκλοφορεί στο ελληνικό Φέισμπουκ ένα κείμενο για τα «12 ονόματα της θάλασσας στα αρχαία ελληνικά». Ένα εντελώς ανόητο κείμενο, θα έπρεπε να προσθέσω, που όμως, επειδή χαϊδεύει τ’ αυτιά μας κι επειδή τις αναλήθειές του τις διατυπώνει με βεβαιότητα, κερδίζει αφειδώς επιδοκιμασίες και κοινοποιήσεις.
Μου το έστειλαν τρεις-τέσσερις φίλοι -ο τελευταίος το είδε ν’ αναδημοσιεύεται σε μια ομάδα του Φέισμπουκ όπου συζητούν σκίπερ και πληρώματα τουριστικών σκαφών. Οπότε, αποφάσισα να αφιερώσω το σημερινό άρθρο σε μια προσπάθεια ανασκευής της θαλάσσιας μπαρούφας, αν και χωρίς μεγάλες ελπίδες για τη δύναμη πειθούς ενός μοναχικού άρθρου, ιδίως απέναντι σε ευχάριστα παραμύθια.
Και ξεκινάω με το επίμαχο κείμενο (διατηρώ ορθογραφία και σύνταξη):
Τα 12 ονόματα της θάλασσας ανάλογα με τους ανέμους.
Η ελληνική γλώσσα είναι οντως η γλώσσα του θεού.
Τα ονόματα της θάλασσας στην αρχαία Ελλάδα ανάλογα της καταστάσεώς της από την επίδραση του ανέμου στην επιφάνειά της.
* Με άνεμο 0 μποφόρ, η θάλασσα λεγόταν «Γαλήνη».
* Με άνεμο 1 μποφόρ, η θάλασσα λεγόταν «Αλσάλος».
* Με άνεμο 2 μποφόρ, η θάλασσα λεγόταν » Θάλαττα ή Θάλασσα».
* Με άνεμο 3 μποφόρ, η θάλασσα λεγόταν «Μύρα» έτσι γεννιούνται οι λέξεις Λατ. Ιταλ: Mare, Γαλ: Mer, Ισπ. Πορτ.: Mar, Γερ: Meer, Ρωσ.: Mope, Φινλ.: Meri, Σλοβάκ.: Mora, Σλοβέν.: Morje, αλλά και Marin, Marina, Miror…. αλλά και Μαίρα (Νηρηίδα), από αυτή και το εβραϊκό Μυριάμ = κυρα τής θάλασσας. Σαν αντιδάνειο, το όνομα Μαρία η συλλογική μνήμη το μετέτρεψε νεότερα σε «Μαίρη», που είναι και ό αστέρας Σείριος. Μαρία, Μαρίνα, = θάλασσα. Από την ίδια λέξη και ρίζα της «Μύρα”, έχουμε τις » Μύριοι» πολλοί όπως η θάλασσα, αλλά και «Μυρμιδόνες».
* Με άνεμο 4 μποφόρ, η θάλασσα λεγόταν «Πέλαγος» έτσι έχουμε τις ονομασίες «Πελασγός» = πελαγίσιος, ταξιδευτής, Πελαγονία, Πελαγονική Χερσόνησος …….
* Με άνεμο 5 μποφόρ, η θάλασσα λεγόταν «Πόρος», από το αρχ. Ελλ. ρήμα «Πείρω» = διαπερνώ, μεταβαίνω απέναντι, περνώ θάλασσα. Αλλά με τι περνώ την θάλασσα; Με πλωτό «Μέσον” Ναῦς… Από το αρχ. Ελλ. ρήμα «Πείρω» έχουμε και τις «Πειρατής» «Πειρατεία». Πόροι Αλός» λέγονται οι θαλάσσιοι δρόμοι. Όποιος ήταν μέσα στον «Πόρο» (στο πέρασμα, στον θαλασσινό δρόμο) και η πρόθεση που το δηλώνει αυτό είναι το «εν» (εντός) ήταν «έν-πορος».»έμπορος» Από εκεί ξεκινά το εμπόριο. Γινόταν «Εύ-Πορος» πλούσιος δηλαδή ή αν δεν μπορούσε να ασχοληθεί με την θάλασσα ήταν «Ά-πορος» δηλ. χωρίς τα πλούτη που προσφέρει η θάλασσα. Σε μια αρχαιοτάτη καταγραφή στις πινακίδες της Γραμμικής Β’ (Η Γραμμική Β είναι η πρώτη γραφή της ελληνικής γλώσσας, μεταγενέστερη μορφή της Γραμμικής Α, και χρησιμοποιήθηκε στη Μυκηναϊκή Περίοδο, από το 17ο ως τον 13ο αι. π.Χ.) εντοπίζουμε την λέξη «ΤΑ «- «ΛΑ»- «ΣΟ» – «ΠΟ» – «ΡΟ». Εναλλαγή των Του – Δου – Θου οδοντικών άηχων συμφώνων, είναι ο «Θαλασσοπόρος».
* Με άνεμο 6 μποφόρ, η θάλασσα λεγόταν «Πόντος» έτσι έχουμε το «Ποντο-Πόρο» πλοίο, Πόντιους….
* Με άνεμο 7 μποφόρ, η θάλασσα λεγόταν «Κλύδων» έτσι έχουμε τον κλυδωνισμό…..
* Με άνεμο 8 μποφόρ, η θάλασσα λεγόταν «Άχα». Το Χάος (>χάfος), κατά τους Στωικούς εκ του Χέω = χύνω, άχα. Έτσι λοιπόν ταξιδεύει η λέξη και γίνεται Σουηδ. Δαν.: hav, Λατιν.: Aqua
* Με άνεμο 9 μποφόρ, η θάλασσα λεγόταν «Ρόθιον»
* Με άνεμο 10 μποφόρ, η θάλασσα λεγόταν «Δόν – Δάν». Δόν -Δάν = Δόνησις. Ταξιδεύει και αυτή η λέξη και έχουμε την Τούρκ.: deniz , αλλά και εκ της «Σείσεως» συνώνυμο της «Δονήσεως» έχουμε Αγγλ.: «Sea», Ολλανδ.: «Zee», Νορβ.: Sjø
* Με άνεμο 11 μποφόρ, η θάλασσα λεγόταν «Βρύξ»
* Με άνεμο 12 μποφόρ, η θάλασσα λεγόταν «Βρύχα» αυτός που ήταν κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, ήταν «Υπό Βρύχα» έτσι έχουμε το υποβρύχιο κλπ.
Όσο και αν καταστρέφουμε την ομορφότερη και πληρέστερη γλώσσα του κόσμου, ευτυχώς υιοθετήθηκε και από αλλοδαπούς και μας θυμίζει πάντα πως είναι η καλλίτερη μάνα και παιδαγωγός.»
Η ανασκευή:
Και μόνο η ιδέα ότι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν υπόψη τους την κλίμακα Μποφόρ, η οποία επινοήθηκε από τον Ιρλανδό ναύαρχο σερ Φράνσις Μπιούφορτ (ή όπως αλλιώς προφέρεται το Beaufort) το 1806, θα αρκούσε για να πετάξουμε το κείμενο στο καλάθι των αχρήστων, αλλά ας υποθέσουμε ότι ο συντάκτης του εννοούσε «με άνεμο τέτοιον που αντιστοιχεί σε 0, 1, 2, 3 κτλ. μποφόρ». Στο κάτω κάτω, θα πείτε, και ο Μπιούφορτ, όταν επινόησε την κλίμακα, τη βαθμονόμησε ανάλογα με την επίδραση που έχει ο άνεμος στα πανιά μιας φρεγάτας -στο 12 είναι άνεμος με δύναμη «που κανένα καννάβινο πανί δεν μπορεί ν’ αντέξει».
Θα δούμε λοιπόν μία προς μία τις λέξεις αυτές.
Στο 1 μποφόρ έχουμε το πρώτο μαργαριτάρι, που δείχνει πόσο ανεύθυνα διαδίδονται κοπιπάστε τέτοια κείμενα. Μας λένε λοιπόν οι σκιτζήδες που κατάρτισαν αυτόν τον κατάλογο ότι με 1 μποφόρ ο αρχαίος έλεγε «αλσάλος». Φυσικά τέτοια λέξη δεν υπάρχει. Ο πρώτος που έφτιαξε τον κατάλογο, αντιγράφοντας από κάποιο λεξικό, είδε το «αλς, αλός» (ονομαστική, γενική), δεν του θύμιζαν τίποτα τα σπασμένα περσικά, οπότε τα μπέρδεψε, τα ένωσε κατά λάθος και φαντάστηκε πως είναι μία λέξη, εξίσου ακατανόητη!
Στα 2 μποφόρ έχουμε τη λέξη Θάλασσα, που μάλλον είναι προελληνική όπως λένε τα ετυμολογικά λεξικά, και στα 3 μποφόρ ο συντάκτης της θαλασσομπαρούφας τοποθετεί τη λέξη «μύρα» από την οποία παράγει το λατινικό mare και τα αντίστοιχα πολλών νεότερων ευρωπαϊκών γλωσσών.
Το λήμμα αυτό είναι ένα αριστούργημα παραεπιστήμης, καθώς αφενός αγνοεί την άποψη των γλωσσολόγων που όλοι δέχονται την ινδοευρωπαϊκή υπόθεση κι έτσι παράγουν τη λατινική λέξη από ινδοευρ. θέμα και, αφετέρου και χειρότερα, κατασκευάζει μια λέξη από το πουθενά. Λέξη «η μύρα» δεν υπάρχει στην αρχαία ελληνική γραμματεία, δεν θα τη βρείτε σε κανένα λεξικό -υπάρχει μόνο ο πληθυντικός, τα μύρα της λέξης «μύρον» που είναι βέβαια το ελαιώδες άρωμα, που πολύ το χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι.
Υποψιάζομαι ότι ο αρχικός συντάκτης κατασκεύασε την ανύπαρκτη μύρα από τη ρίζα «μυρ» που σύμφωνα με μια θεωρία (όχι ομόφωνα αποδεκτή) βρίσκεται στο ρήμα «μύρομαι» (κλαίω) και στο «μυρίος» (αρχική σημασία αναρίθμητος, πιθανώς όπως τα κύματα της θάλασσας), ίσως και στην «πλήμυρα» (πλημμύρα που λέμε και γράφουμε σήμερα).
Στα 4 μποφόρ έχουμε το Πέλαγος, που κακώς συνδέεται με τους Πελασγούς. Αν ήθελε ο συντάκτης να κάνει ετυμολογική εξέταση, θα μας έλεγε πως το πέλαγος δηλώνει όχι βέβαια τη θάλασσα με αέρα μέτριας έντασης, αλλά μια πλατιά και επίπεδη επιφάνεια, και θα συνέχιζε λέγοντας πως από την ίδια ινδοευρωπαϊκή ρίζα *pela- προέρχονται λέξεις όπως παλάμη, πλατύς, πλάκα, κτλ. όπως και τα ομόρριζα λατινικά palma (παλάμη), planus (επίπεδος) κτλ.
Στα 5 μποφόρ έχουμε τη λ. Πόρος. Εδώ ο συντάκτης ανακατεύει μερικά σωστά με λάθη (πρέπει να έχει δανειστεί υλικό από πονήματα της μακαρίτισσας της Άννας Τζιροπούλου, της ηγερίας του ελληναράδικου πορτοκαλισμού). Η βασική ένσταση είναι ότι η λέξη «πόρος» σημαίνει απλώς «πέρασμα» και με κανένα τρόπο δεν συνδέεται με την ένταση του ανέμου. Ο πόρος είναι πάντοτε πέρασμα, είτε με ήρεμα νερά είτε με ταραγμένα!
Περαιτέρω, η λέξη πόρος συνδέεται πράγματι με το ρήμα «πείρω», αλλά ο συντάκτης κάνει γκάφα όταν μας λέει ότι ο πειρατής προέρχεται από το ρήμα «πείρω» (διαπερνώ, κάνω κάτι να περάσει, π.χ. περνάω τα κομμάτια κρέας στη σούβλα). Όχι, ο πειρατής (και η πείρα) προέρχεται από το ρήμα «πειράομαι», απ’ όπου η απόπειρα κτλ. Ο πειρατής δηλαδή, που είναι λέξη ελληνιστική, σημαίνει αυτόν που αποπειράται να κάνει κάτι κακό, και δεν συνδέεται απαραίτητα με τη θάλασσα.
Στα 6 μποφόρ, ο Πόντος. Ήταν πράγματι μια από τις λέξεις για τη θάλασσα, αλλά είναι χονδροειδής διαστρέβλωση της σημασίας να συνδέεται η λέξη με τη δύναμη του ανέμου. Το κύριο χαρακτηριστικό του πόντου, λένε τα λεξικά και όχι τα πατσαβούρια, είναι ότι χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει θάλασσες που χρησιμεύουν ως θαλάσσιες οδοί, όπως Ελλήσποντος, Αιγαίος πόντος, εύξεινος/άξεινος πόντος.
Στα 7: Κλύδων ήταν το κύμα, η θαλασσοταραχή. Όχι η θάλασσα. Εξού και υπήρχαν φρασεις όπως «πόντιος κλύδων» (στον Αισχύλο), πελάγιος κλύδων και θαλάσσιος κλύδων (στον Ευριπίδη).
Στα 8: Άχα, μας λένε. Τα λεξικά δεν ξέρουν τέτοια λέξη, ούτε τη βρίσκουμε στα σώματα κειμένων του TLG. Ποιος και από πού την κατασκεύασε δεν ξέρω. Όχι λιγότερο ευφάνταστη ειναι και η παραγωγή του λατινικού aqua από την ανύπαρκτη άχα, αντί της ινδοευρ. ρίζας *akwa.
Στα 9: Υπάρχει λέξη ρόθιον, συνήθως στον πληθυντικό, ουσιαστικοποιημένο από το επίθ. ρόθιος, και αυτό από το ουσιαστικό ρόθος, ο ήχος των κυμάτων. Ρόθια λοιπόν ήταν τα κύματα.
Στα 10: Δον δεν υπάρχει πουθενά στα λεξικά ή στα σώματα κειμένων, το δονώ είναι άγνωστης ετυμολογίας σύμφωνα με τα λεξικά. Η παραγωγή του τουρκ. deniz από τη δόνηση ή του αγγλ. sea από τη… συνώνυμή της, τη σείση, θα έκαναν τον Γκας Πορτοκάλος να πρασινίσει απο τη ζήλια. (Το sea παράγεται από παλαιογερμανική ρίζα, που δεν είναι σίγουρα ινδοευρωπαϊκή και που δεν είναι βέβαιο ότι δήλωνε θάλασσα αρχικά ή απλώς λίμνη).
Στα 11 και 12 μποφόρ έχουμε ουσιαστικά την ίδια λέξη, που είναι όμως αμάρτυρη. Εξηγούμαι: στα αρχαία παραδίδεται η λέξη «βρύχιος» που σημαίνει βαθύς και χρησιμοποιήθηκε για τη θάλασσα, ενώ ήδη στον Όμηρο εμφανίζεται το επίρρ. «υπόβρυχα» (κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας). Αυτό πράγματι προϋποθέτει ένα ουσιαστικό βρυξ, βρυχός, την βρύχα αλλά οι τύποι αυτοί δεν εμφανίζονται στα κείμενα.
Τελειώσαμε τη δωδεκάδα. Όπως βλέπουμε ο συντάκτης για να καταρτίσει τον δωδεκάλογό του πήρε μερικές λέξεις που είχαν οι αρχαίοι για να δηλώνουν τη θάλασσα (θάλασσα ως γενικό όρο, και αλς, πόντος, πόρος), έβαλε και μερικές λέξεις που είχαν για τα κύματα, πρόσθεσε και μερικές δικές του (μύρα, άχα, δον) για να συμπληρωθεί ο αριθμός και… καθάρισε.
Φυσικά, η διαβάθμιση που υπάρχει στον κατάλογο είναι πλάσμα της φαντασίας του συντάκτη -δεν προκύπτει από λεξικά ή από κείμενα ότι, ας πούμε, ο πόντος (6 μποφόρ!) είναι αρκετά πιο ταραγμένος από τη θάλασσα (2 μποφόρ). Βασικά, θάλασσα είναι ο γενικός όρος, είτε έχει νηνεμία είτε θαλασσοταραχή.
Να επιστρέψουμε στην επιστήμη. Θα παραθέσω ένα απόσπασμα από μια νεότατη έκδοση στην οποία αξίζει να αφιερώσω και θα αφιερώσω ειδικό άρθρο, εννοώ το Ετυμολογικό λεξικό της αρχαίας ελληνικής, του Πιέρ Σαντρέν, που μόλις εκδόθηκε στα ελληνικά από το ΑΠΘ και από το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών – Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, σε επιμέλεια Γιώργου Παπαναστασίου και Δημήτρη Χρηστίδη.
Αντιγράφω από το λήμμα «θάλασσα»:
Το θέμα που εμφανίζεται στο λατ. mare και αλλού με φωνηεντική βαθμίδα o, ιρλ. muir, ουαλ. mor, γοτθ. marei, τέλος π.σλαβ. παράγωγο morje, έδωσε στη δυτική ινδοευρωπαϊκή το όνομα της θάλασσας. Τίποτε παρόμοιο δεν υπάρχει στην ελληνική, η οποία σχημάτισε λέξεις αποκλειστικά δικές της: αλς «στοιχείο με αλάτι», πόντος «δρόμος», πέλαγος: «μεγάλη ανοιχτή έκταση» (βλ. στα λ.). Ο συχνότερος όμως και ταυτόχρονα γενικότερος όρος είναι θάλασσα, που παραμένει ιδιαίτερα ασαφής. Χωρίς να προσδιορίζονται περισσότερες λεπτομέρειες, έχει συνδεθεί με αυτόν η «γλώσσα» δάλαγχαν· θάλασσαν (Ησύχ.), που θεωρήθηκε μακεδονική. Έχουν διατυπωθεί διάφορες υποθέσεις, πρβ. W. Steinhauser, στο Gedenkschrift Kretschmer 2, 152-154. Κριτική των πελασγικών θεωριών στον D.A.Hester, Lingua 13, 1965, 354. Σύμφωνα με τον Lesky, Gesammelte Schriften 468-478, πρόκειται για δάνειο που αρχικά σήμαινε «θαλασσινό νερό».
Αυτό είναι το κακό των επιστημονικών απόψεων -όταν υπάρχει αβεβαιότητα, δηλώνεται. Ενώ ο κομπογιανίτης βγάζει κάτι από την κοιλια του και το πλασάρει με ύφος, με αποτέλεσμα να πείθει το πόπολο. Είναι κι αυτός ο Μπραντολίνι στη μέση, που διαπίστωσε ότι η προσπάθεια που χρειάζεται για ν’ ανασκευάσεις μια μπαρούφα είναι μια τάξη μεγέθους μεγαλύτερη από την προσπάθεια που χρειάζεται για να την κατασκευάσεις ή, όπως λέει η παροιμία, ρίχνει ο κουζουλός μια πέτρα στο πηγάδι και σαράντα γνωστικοί δεν μπορούν να τηνε βγάλουν.
Ίσως όμως αυτή την κοτρόνα, για κάποιους τουλάχιστον, να τη βγάλαμε από τη μέση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου