«Ανθρωπιστικός πόλεμος» και «ανθρώπινα δικαιώματα»
Γράφει ο Χρήστος Ιακώβου
Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥΚΕΜ)
http://kostasxan.blogspot.com/2011/08/blog-post_5280.html?utm_source=BP_recent
Γράφει ο Χρήστος Ιακώβου
Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥΚΕΜ)
Ανέκαθεν, ο πόλεμος απεκάλυπτε την δική του αρχαϊκή λογική και το τέλος του σφραγιζόταν με την επιβολή της ηθικής του νικητή επί του αντιπάλου. Έτσι, τόσο ο πόλεμος στο Ιράκ (2003) όσο και η διεθνής επέμβαση στη Λιβύη, απογύμνωσαν την παγκόσμια υπερδύναμη από το αυθαίρετο ιστορικό πλεονέκτημα του μεταψυχροπολέμου, αυτού δηλαδή της προάσπισης των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Οι ΗΠΑ μπορούν να αποκαλούν ορισμένα από τα δικαιώματα, τα οποία δίδουν στους πολίτες, «ανθρώπινα δικαιώματα», όμως ο όρος αυτός φαίνεται να νοηματοδοτείται και να εξαντλεί τα όρια του μέσα στα σύνορα του Αμερικανικού κράτους, ενός κράτους που επιφυλάσσει αποκλειστικά στους δικούς του πολίτες τον χαρακτηρισμό «άνθρωπος». Αυτή η λογική, σε συνδυασμό με τους ψυχολογικούς μηχανισμούς που κινητοποιεί η Ουάσιγκτον κάθε φορά που ένας «ανθρωπιστικός πόλεμος» διαφαίνεται στον ορίζοντα προκειμένου να πείσει τους αμερικανούς στρατιώτες για την ηθική διάσταση μιας ιερής αποστολής, που είχε σκοπό να ανατρέψει ένα τριτοκοσμικό δικτατορικό καθεστώς και να οικοδομήσει ένα νέο δημοκρατικό, αναπαρήγαγε την ευρωπαϊκή αποικιακή νοοτροπία των τριών προηγούμενων αιώνων, που βλέπει τους Ανατολίτες ως βαρβάρους και απολίτιστους που θα πρέπει να εκπολιτιστούν ακόμη και με διαδικασίες χρήσης βίας.
Με το τέλος του διπολισμού, τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν καταστεί πολιτικό εργαλείο μέσα σε μία πλανητική κατάσταση, η πυκνότητα της οποίας καθιστά εξαιρετικά σημαντική την ευρεία χρήση οικουμενιστικών ιδεολογημάτων. Η δεσμευτική όμως ερμηνεία των ιδεολογημάτων αυτών εναπόκειται στη θέληση και στα συμφέροντα των ισχυροτέρων συντελεστών του διεθνούς συστήματος. Σήμερα, κατά κύριο λόγο, η οικουμενιστική δεσμευτική ερμηνεία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι προσαρμοσμένη στις ηγεμονικές σκοπιμότητες της αμερικανικής παγκόσμιας πρωτοκαθεδρίας. Τα «ανθρώπινα δικαιώματα» υπόκεινται στην επαμφοτερίζουσα λογική αυτής της κατάστασης και αντικατοπτρίζουν τις αντιφάσεις και τις εντάσεις που σημαδεύουν, κατά τρόπο δραματικό, την πορεία προς μία παγκοσμιοποιημένη κοινωνία. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ερμηνεία τους μετατρέπεται αναγκαστικά σε ένα πολιτικό αγώνα μεταξύ κρατών ή ομάδων γύρω από ό,τι θεωρούν εκάστοτε, είτε τα κράτη είτε οι ομάδες, ως δικό τους αναφαίρετο δικαίωμα.
Αυτός ο πολιτικός αγώνας περί ερμηνείας έχει αρχίσει, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ανάμεσα σε «Βορρά» και «Νότο» και μετά την 11η Σεπτεμβρίου, λόγω της πλανητικής πολιτικής εναντίον της τρομοκρατίας που εγκαινίασε η αμερικανική κυβέρνηση, ανάμεσα σε «Δύση» και «Μουσουλμανική Ανατολή». Όσο περνά ο καιρός, αυτός ο αγώνας μετατρέπεται σε αντιπαράθεση και οξύνεται στον βαθμό όπου τα δισεκατομμύρια του «Νότου» ή της «Ανατολής» ερμηνεύουν όχι πλέον νομικά αλλά οικονομικά τα «ανθρώπινα δικαιώματα», απαιτώντας μίαν ουσιαστική ανακατανομή του παγκοσμίου πλούτου χωρίς να τους ενδιαφέρει η προσπάθεια παγκοσμιοποίησης της ηθικής των ανεπτυγμένων τμημάτων του πλανήτη. Με αυτόν τον τρόπο η λογική των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» που διακοσμεί την αμερικανική ηγεμονική πολιτική στο μεταψυχροπόλεμο άρχισε να στρέφεται εναντίον της Δύσης και εντείνεται κάθε φορά που αποκαλύπτεται η υποκρισία και η αναξιοπιστία της υπερβολικής προβολής των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», ως ιδεολόγημα και επικάλυμμα ηγεμονικών σκοπιμοτήτων. Πιο ειδικά, στην περίπτωση του Ιράκ αλλά και πολύ πιθανόν της μετακανταφικής Λιβύης, αν δεν υπάρξει σύντομα σταθερότητα στην περίπτωση της δεύτερης, από τη στιγμή που γίνεται αντιληπτό ότι «ο ανθρωπιστικός χαρακτήρας» των δύο πολέμων αποτελούσε απλά τον μανδύα επέμβασης στις εσωτερικές πολιτικές και οικονομικές διαδικασίες, νομιμοποιούνται πλέον οι τοπικοί παράγοντες που αναδείχθηκαν ως αιχμή του δόρατος της αντίστασης στην έξωθεν ηγεμονική συμπεριφορά.
«Δικαίωμα» δεν είναι κάτι που απλώς διάγει βίο φαντάσματος μέσα στα κεφάλια διανοουμένων ή που ευδοκιμεί στα χείλη προπαγανδιστών. Θεωρητικώς, στην ουσία του δικαιώματος ανήκει εξ ορισμού η δυνατότητα να απαιτείται και να επιβάλλεται. Όμως, η πολιτική εκμετάλλευση των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» στις διεθνείς σχέσεις, δηλαδή η χρήση τους ως μέσου πίεσης και επέμβασης στα εσωτερικά ενός ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτους, είναι αναπόδραστη λόγω του γεγονότος ότι τέτοια «δικαιώματα» μπορούν να επιβληθούν μονάχα από τους ισχυροτέρους πάνω στους ασθενεστέρους, το αντίστροφο όμως είναι αδύνατο να γίνει, ούτε προδιαγράφεται η πιθανότητα να υπάρξουν στην περίπτωση αυτή οποιεσδήποτε θεσμικές ρυθμίσεις.
Τόσο η εννοιολογική σύγχυση και όσο και η αμφιλογία θα συνεχίζουν να επικρατούν στην παγκόσμια σκηνή όσο επικρατούν και τα συμφέροντα που κρύβονται πίσω τους και η πολιτική εκμετάλλευση των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» θα καταφαίνεται πρώτα-πρώτα στην επιλεκτική τους επίκληση και χρήση με βάση εξωηθικά ηγεμονικά κριτήρια. Όπως για παράδειγμα, η σύγχυση που προκαλείται όταν τίθεται το ερώτημα: γιατί στην περίπτωση της Λιβύης επεδείχθη περισσότερη «ευαισθησία» στο θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πραγματοποιήθηκε διεθνής στρατιωτική επέμβαση, ενώ στην περίπτωση της Συρίας, με τα ίδια συμπτώματα, η αντίδραση εξαντλείται στη διπλωματική ρητορεία;
Οι ΗΠΑ μπορούν να αποκαλούν ορισμένα από τα δικαιώματα, τα οποία δίδουν στους πολίτες, «ανθρώπινα δικαιώματα», όμως ο όρος αυτός φαίνεται να νοηματοδοτείται και να εξαντλεί τα όρια του μέσα στα σύνορα του Αμερικανικού κράτους, ενός κράτους που επιφυλάσσει αποκλειστικά στους δικούς του πολίτες τον χαρακτηρισμό «άνθρωπος». Αυτή η λογική, σε συνδυασμό με τους ψυχολογικούς μηχανισμούς που κινητοποιεί η Ουάσιγκτον κάθε φορά που ένας «ανθρωπιστικός πόλεμος» διαφαίνεται στον ορίζοντα προκειμένου να πείσει τους αμερικανούς στρατιώτες για την ηθική διάσταση μιας ιερής αποστολής, που είχε σκοπό να ανατρέψει ένα τριτοκοσμικό δικτατορικό καθεστώς και να οικοδομήσει ένα νέο δημοκρατικό, αναπαρήγαγε την ευρωπαϊκή αποικιακή νοοτροπία των τριών προηγούμενων αιώνων, που βλέπει τους Ανατολίτες ως βαρβάρους και απολίτιστους που θα πρέπει να εκπολιτιστούν ακόμη και με διαδικασίες χρήσης βίας.
Με το τέλος του διπολισμού, τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν καταστεί πολιτικό εργαλείο μέσα σε μία πλανητική κατάσταση, η πυκνότητα της οποίας καθιστά εξαιρετικά σημαντική την ευρεία χρήση οικουμενιστικών ιδεολογημάτων. Η δεσμευτική όμως ερμηνεία των ιδεολογημάτων αυτών εναπόκειται στη θέληση και στα συμφέροντα των ισχυροτέρων συντελεστών του διεθνούς συστήματος. Σήμερα, κατά κύριο λόγο, η οικουμενιστική δεσμευτική ερμηνεία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι προσαρμοσμένη στις ηγεμονικές σκοπιμότητες της αμερικανικής παγκόσμιας πρωτοκαθεδρίας. Τα «ανθρώπινα δικαιώματα» υπόκεινται στην επαμφοτερίζουσα λογική αυτής της κατάστασης και αντικατοπτρίζουν τις αντιφάσεις και τις εντάσεις που σημαδεύουν, κατά τρόπο δραματικό, την πορεία προς μία παγκοσμιοποιημένη κοινωνία. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ερμηνεία τους μετατρέπεται αναγκαστικά σε ένα πολιτικό αγώνα μεταξύ κρατών ή ομάδων γύρω από ό,τι θεωρούν εκάστοτε, είτε τα κράτη είτε οι ομάδες, ως δικό τους αναφαίρετο δικαίωμα.
Αυτός ο πολιτικός αγώνας περί ερμηνείας έχει αρχίσει, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ανάμεσα σε «Βορρά» και «Νότο» και μετά την 11η Σεπτεμβρίου, λόγω της πλανητικής πολιτικής εναντίον της τρομοκρατίας που εγκαινίασε η αμερικανική κυβέρνηση, ανάμεσα σε «Δύση» και «Μουσουλμανική Ανατολή». Όσο περνά ο καιρός, αυτός ο αγώνας μετατρέπεται σε αντιπαράθεση και οξύνεται στον βαθμό όπου τα δισεκατομμύρια του «Νότου» ή της «Ανατολής» ερμηνεύουν όχι πλέον νομικά αλλά οικονομικά τα «ανθρώπινα δικαιώματα», απαιτώντας μίαν ουσιαστική ανακατανομή του παγκοσμίου πλούτου χωρίς να τους ενδιαφέρει η προσπάθεια παγκοσμιοποίησης της ηθικής των ανεπτυγμένων τμημάτων του πλανήτη. Με αυτόν τον τρόπο η λογική των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» που διακοσμεί την αμερικανική ηγεμονική πολιτική στο μεταψυχροπόλεμο άρχισε να στρέφεται εναντίον της Δύσης και εντείνεται κάθε φορά που αποκαλύπτεται η υποκρισία και η αναξιοπιστία της υπερβολικής προβολής των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», ως ιδεολόγημα και επικάλυμμα ηγεμονικών σκοπιμοτήτων. Πιο ειδικά, στην περίπτωση του Ιράκ αλλά και πολύ πιθανόν της μετακανταφικής Λιβύης, αν δεν υπάρξει σύντομα σταθερότητα στην περίπτωση της δεύτερης, από τη στιγμή που γίνεται αντιληπτό ότι «ο ανθρωπιστικός χαρακτήρας» των δύο πολέμων αποτελούσε απλά τον μανδύα επέμβασης στις εσωτερικές πολιτικές και οικονομικές διαδικασίες, νομιμοποιούνται πλέον οι τοπικοί παράγοντες που αναδείχθηκαν ως αιχμή του δόρατος της αντίστασης στην έξωθεν ηγεμονική συμπεριφορά.
«Δικαίωμα» δεν είναι κάτι που απλώς διάγει βίο φαντάσματος μέσα στα κεφάλια διανοουμένων ή που ευδοκιμεί στα χείλη προπαγανδιστών. Θεωρητικώς, στην ουσία του δικαιώματος ανήκει εξ ορισμού η δυνατότητα να απαιτείται και να επιβάλλεται. Όμως, η πολιτική εκμετάλλευση των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» στις διεθνείς σχέσεις, δηλαδή η χρήση τους ως μέσου πίεσης και επέμβασης στα εσωτερικά ενός ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτους, είναι αναπόδραστη λόγω του γεγονότος ότι τέτοια «δικαιώματα» μπορούν να επιβληθούν μονάχα από τους ισχυροτέρους πάνω στους ασθενεστέρους, το αντίστροφο όμως είναι αδύνατο να γίνει, ούτε προδιαγράφεται η πιθανότητα να υπάρξουν στην περίπτωση αυτή οποιεσδήποτε θεσμικές ρυθμίσεις.
Τόσο η εννοιολογική σύγχυση και όσο και η αμφιλογία θα συνεχίζουν να επικρατούν στην παγκόσμια σκηνή όσο επικρατούν και τα συμφέροντα που κρύβονται πίσω τους και η πολιτική εκμετάλλευση των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» θα καταφαίνεται πρώτα-πρώτα στην επιλεκτική τους επίκληση και χρήση με βάση εξωηθικά ηγεμονικά κριτήρια. Όπως για παράδειγμα, η σύγχυση που προκαλείται όταν τίθεται το ερώτημα: γιατί στην περίπτωση της Λιβύης επεδείχθη περισσότερη «ευαισθησία» στο θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πραγματοποιήθηκε διεθνής στρατιωτική επέμβαση, ενώ στην περίπτωση της Συρίας, με τα ίδια συμπτώματα, η αντίδραση εξαντλείται στη διπλωματική ρητορεία;
http://kostasxan.blogspot.com/2011/08/blog-post_5280.html?utm_source=BP_recent
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου