Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

Λιμός επερχόμενος και η αδράνεια των συνειδήσεων

Χρήστος Γιανναρᾶς

Ἡ κρίση τῆς προφητείας εἶναι τὸ κεντρικὸ θέμα στὴν παροῦσα ὥρα. Ἡ ἑλλαδικὴ Ὀρθοδοξία παρουσιάζεται ξένη στὸ συγκεκριμένο ἱστορικὸ χρόνο, ἡ μεγάλη της ἀδυναμία εἶναι νὰ ἐνταχθεῖ ἱστορικά, νὰ ἑρμηνεύσει τὴν ἀπαίτηση τῆς Ἱστορίας στὴν παροῦσα στιγμή. Εἶναι αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ἀπουσία τοῦ προφητικοῦ λόγου. Οὐσία τῆς προφητείας δὲν εἶναι ἡ προαγγελία τῶν γεγονότων ποὺ πρόκειται νὰ συμβοῦν, ἀλλὰ ἡ κατανόηση τῆς πορείας τῆς Ἱστορίας καὶ τοῦ συγκεκριμένου ἱστορικοῦ χρέους ποὺ συνδέεται μὲ τὴν κάθε στιγμή.

Χαρακτηριστικὸ σύμπτωμα αὐτῆς τῆς ἀποξένωσης ἀπὸ τὸν ἱστορικὸ χρόνο εἶναι ἡ ἀδυναμία τοῦ διαλόγου. Ἡ ἑλλαδικὴ Ὀρθοδοξία πιστεύει πὼς ἀρκεῖται στὴ γλώσσα τῆς Παράδοσης. Ὡστόσο, ἔχει ἀπομείνει χωρὶς τὴ δυνατότητα νὰ διαλεχθεϊ οἰκουμενικά. Στὸν εὐρωπαϊκὸ χῶρο ὁ λόγος της εἶναι ἀπών. Ὁ εὐρωπαῖος ἄνθρωπος δὲν ζητάει σήμερα ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία μιὰ ξενάγηση σ’ ἕνα λαμπρὸ παρελθόν. Χρειάζεται ἀπάντηση στὸ προσωπικό του ἱστορικὸ πρόβλημα, στὸ πρόβλημα τοῦ αἰώνα, ποὺ δὲν εἶναι γιὰ τὸν Εὐρωπαῖο τὸ πρόβλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὸ πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ σωτηρία, ἡ κόλαση, ἡ ἁμαρτία, ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Ἔχει λόγο σ’ αὐτὰ ἡ Ὀρθοδοξία; Λόγο, ποὺ νὰ μπορεῖ ν’ ἀναμετρηθεῖ μὲ τὴν ἀπελπισία καὶ τὸ χλευασμὸ τοῦ σύγχρονου Εὐρωπαίου;

Σύγχρονος Εὐρωπαῖος εἶναι κι ὁ ὀρθόδοξος Ἔλληνας, κάθε μέρα καὶ περισσότερο. Ἂν γιὰ τὸν δυτικὸ ἄνθρωπο ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι κάποιο «φῶς ἀπὸ τὴν Ἀνατολή», γιὰ τὸν Ἕλληνα εἶναι κάτι πολὺ περισσότερο: προϋπόθεση ζωῆς. Ἀποκομμένος ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία ὁ Ἕλληνας εἶναι καὶ περιττὸς στὸν οἰκουμενικὸ διάλογο, ὁ λόγος του εἶναι ἕνας ἀκόμα ἀντίλαλος τῆς εὐρωπαϊκῆς ἀγωνίας, δὲν ἔχει τίποτα καινούργιο νὰ προσφέρει. Ἐμφατικὸ παράδειγμα ἡ πλήθουσα νεοελληνικὴ λογοτεχνικὴ παραγωγή: Παρηκμασμένες παραλλαγὲς τοῦ δυτικοῦ ἄγχους. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἐξευρωπαϊσμένος Ἑλληνισμός.

Ὡστόσο, ὁ κίνδυνος δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν ἐξευρωπαϊσμό, αὐτὸς εἶναι ἀναπόφευκτος σήμερα, κάθε προσπάθεια νὰ τὸν ἀρνηθοῦμε θυμίζει τὴν τακτικὴ τῆς στρουθοκαμήλου. Ὁ κίνδυνος εἶναι ἀπὸ τὴν παρατεινόμενη ἀδράνεια τῆςἐκκλησιαστικῆς συνείδησης καὶ τὴ θεολογικὴ ἀφασία τῆς νεοελληνικῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἡ πρώτη χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴ σκλήρυνση ἀπέναντι στὴ μαρτυρία τῶν γεγονότων καὶ ἡ δεύτερη ἀπὸ τὸ στεγανὸ χωρισμὸ τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴ διανόηση.

Αὐτὴ ἡ σκλήρυνση δὲν εἶναι θελημένη. Εἶναι ἡ ἐπανάπαυση στὶς ρίζες κι ἡ ἀδιαφορία γιὰ τοὺς καρπούς. Τὸ δυστύχημα εἶναι ὅτι οἱ ρίζες μένουν βαθιὰ κρυμμένες στὴ γῆ, χωρὶς νὰ τρέφουν καινούργιους βλαστούς. Εἴμαστε ὅλοι γοητευμένοι ἀπὸ τὸ θησαυρὸ τῆς ὀρθόδοξης Παράδοσης, εἴμαστε περήφανοι ποὺ τὸν κατέχουμε. Ὡστόσο ὁ θησαυρὸς μένει κατατεθειμένος στὴν Τράπεζα, χωρὶς νὰ μεταφράζεται σὲ ζωντανὸ χρῆμα ποὺ θὰ ντύσει καὶ θὰ χορτάσει τὸν πεινασμένο καὶ γυμνητεύοντα λαό. Ἡ πρόσφατη ἱστορικὴ πείρα ἔδειξε ὅτι καὶ τὰ συγκλονιστικότερα γεγονότα κρίσης στὴν ἑλλαδικὴ Ὀρθοδοξία πέρασαν χωρὶς νὰ ἀφυπνίσουν τὶς συνειδήσεις, μὲ ἕνα προσωρινὸ μόνο, συναισθηματικὸ ἀντίκτυπο. Δὲν ἔλειψε ἡ καλὴ θέληση, ἴσως καὶ νὰ πλεονάζει. Γιὰ νὰ κατανοηθεῖ ὅμως ἡ μαρτυρία τῶν γεγονότων προϋποτίθεται μιὰ εὐαισθησία στοὺς δέκτες τῆς συνείδησης καὶ μιὰ ἀφύπνιση ἐσωτερικὴ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ κερδηθεῖ μὲ μόνη τὴν καλὴ θέληση.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ καὶ ἡ ἀνάγκη τῆς θεολογικῆς παρουσίας στὸ χῶρο τῆς ἑλλαδικῆς διανόησης καὶ γενικότερα τῆς πνευματικῆς ζωῆς θὰ γίνει συνειδητὴ μόνο στὴν ἀναζήτηση τοῦ διαλόγου μὲ τὸν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση καὶ ἡ πνευματικὴ ζωὴ εἶναι σήμερα δυὸ περιοχὲς ξεχωριστὲς κι ἀδιάφορες ἡ μιὰ γιὰ τὴν ἄλλη, τουλάχιστο κατὰ κανόνα. Ὁ κάποιος διάλογος γίνεται μὲ τὴ βοήθεια τῆς Φιλοσοφίας, τῆς Ἀπολογητικῆς, τῆς Αἰσθητικῆς καὶ μετατίθεται στὸ χῶρο τοῦ Οὑμανισμοῦ, τοῦ Κοινωνισμοῦ, τῆς Ἠθικῆς. Τελικὰ ὅμως, παρ’ ὅλο τὸ ἐνδιαφέρον ποὺ συχνὰ παρουσιάζει, δὲν ἀποκαθιστᾶ τὴν ἐπικοινωνία ἀνάμεσα στοὺς ὀρθόδοξους φορεῖς τῆς χριστιανικῆς ἀποκάλυψης καὶ στὸν σύγχρονο εὐρωπαῖο ἄνθρωπο. […]

Στὸ χῶρο τῆς λεγόμενης πνευματικῆς ζωῆς κρίνεται σήμερα τὸ πρόβλημα τῆς ὕπαρξης κι αὐτὸς ὁ Μινώταυρος τρώει ἀνθρώπους, δὲν χωρατεύει. Ὁ καταθρυμματισμὸς τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὸ ἄγχος τοῦ μηδενισμοῦ δὲν ἀντιμετωπίζεται μὲ μαλακτικὰ οὑμανιστικὰ ἐπιθέματα. Ὁ μίτος τῆς Θεολογίας μπορεῖ νὰ δώσει τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὸ λαβύρινθο; Πρέπει ἐδῶ νὰ θυμηθοῦμε τὸν Ντοστογιέβσκυ. Ἑξήντα χρόνια τώρα καὶ περισσότερο, ἡ ρωσικὴ Ὀρθοδοξία διαλέγεται στὸν εὐρωπαϊκὸ χῶρο μὲ τὴ δική του γλώσσα. Ἀλλὰ ὁ λόγος τοῦ Ντοστογιέβσκυ, ποὺ εἶναι ἀποδεκτὸς ἀπὸ τὸν Εὐρωπαῖο, εἶναι ὁ λόγος τῆς Θεολογίας, ἔχει τὴν ἀφετηρία του στὸ ὀρθόδοξο δόγμα κι ὄχι στὴν Ἠθικὴ ἢ στὸν Κοινωνισμό.

Ἐμεῖς ἐδῶ, σ’ αὐτὸν τὸν τόπο, δὲν ζητήσαμε ποτὲ μιὰν ἀντίστοιχη ἔκφραση γιὰ νὰ μετάσχουμε στὸ διάλογο. […] Ἔτσι, ὁ νεοελληνικὸς λόγος, ὁ λόγος τῆς ἑλληνικῆς Ὀρθοδοξίας, θρεμμένος μὲ τὸ χυμὸ τῆς ζωντανῆς Παράδοσης, εἶναι σήμερα ἀπὼν στὸ δυτικὸ χῶρο. Πολλοὶ καὶ εὔηχοι ἀντίλαλοι τοῦ εὐρωπαϊκοῦ ἄγχους, ἀλλὰ λόγος ἑλληνικός, ὀρθόδοξος δὲν ὑπάρχει.

Ἴσως ἡ κίνηση πρέπει νὰ εἶναι ἀντίστροφη. Ἀφοῦ ἡ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση ἀδρανεῖ, μόνη της ἡ λεγόμενηδιανόηση νὰ τολμήσει ἕνα ἐξερευνητικὸ βῆμα στὴν περιοχὴ τῆς θεολογίας. […] Στὸ ἱστορικὸ πρόβλημα τοῦ αἰώνα, στὸ πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου, ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία ἔχει νὰ προσφέρει λύση πραγματική. Εἶναι καιρὸς ἡ ἑλληνικὴ διανόηση νὰ ἀνακαλύψει τὸ δυναμικὸ τῆς ὀρθόδοξης δογματικῆς. Καὶ μόνο ἡ λέξη δόγμα ἔφτασε νὰ προκαλεῖ δυσφορία καὶ ἀντίρρηση. Ἔχει συνδεθεῖ στὶς συνειδήσεις μὲ μιὰν ἑκούσια ἀνελευθερία, ἕνα πειθαναγκασμὸ τῆς σκέψης σὲ δεδομένες αὐθεντίες. Ὡστόσο, στὴν ὀρθόδοξη θεολογία τὸ δόγμα δὲν ἀναφέρεται στὴ λογικὴ καὶ στὴ σκέψη, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν συνεπάγεται ἀνελεύθερες δεσμεύσεις. Τὸ δόγμα εἶναι ἡ συμβολικὴ διατύπωση μιᾶς ἐμπειρικῆς πραγματικότητας, ποὺ μόνο «διὰ τῆς καρδίας» μπορεῖ νὰ τὴν προσεγγίσει ὁ ἄνθρωπος. Μόνη της ἡ γνώση δὲν ἀρκεῖ, ἔστω κι ἂν ἔχει πετύχει ἔξοχες ἐπιστημονικὲς διατυπώσεις. Τὸ περιβάλλον τοῦ δόγματος δὲν εἶναι τὸ ἐπιστημονικὸ ἐργαστήριο, ἀλλὰ ἡ φωτισμένη ἀπὸ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου.

Εἴπαμε πιὸ πάνω γιὰ πραγματικὴ λύση στὸ πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ δογματικὲς ἀφετηρίες γιὰ νὰ φτάσουμε στὴν πραγματικὴ λύση εἶναι ἀρκετές. Ἂς χρησιμοποιήσουμε – σὰν παράδειγμα – μιά, τὴν Τριαδολογική. Στὸ δαιμονικὸ δίλημμα τῆς ἀπόλυτης ἀνθρώπινης μοναξιᾶς ἢ τοῦ ἀφανισμοῦ τῆς ὕπαρξης μέσα στὴν ἀπρόσωπημάζα, τὸ δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἔρχεται νὰ φωτίσει τὸ μυστήριο τῆς ὕπαρξης, νὰ θεμελιώσει ὀντολογικᾶ τὴν ἀγάπη, νὰ ἀποκαλύψει τὴν πραγματικότητα τοῦ προσώπου. Μὲ τὸ φῶς αὐτοῦ τοῦ δόγματος ἡ Ὀρθοδοξία, ὁρίζει καὶ περιγράφει τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου. […] Ὁ Θεὸς εἶναι κοινωνία – κοινωνία τριῶν προσώπων, πλήρωμα ἀντιμεταδόσεως ἀγάπης, εἶναι ἡ Ἀγάπη. Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε «κατ’ εἰκόνα» τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ζεῖ ἐγωιστικὰ κλεισμένος στὸν ἑαυτό του, νὰ ἀρκεῖται σὲ ἁπλή, συμβατικὴ ἐπικοινωνία μὲ τοὺς συνανθρώπους του. Ἂν θέλει νὰ εἶναι πραγματικὰ ἄνθρωπος, «κατὰ λόγον» καὶ «κατὰ φύσιν», πρέπει νὰ ἀγωνίζεται νὰ ζήσει σύμφωνα μὲ τὸ Πρωτότυπό του, τὸν Τριαδικὸ Θεό. Νὰ προσφέρει στὸ Θεὸ καὶ στοὺς συνανθρώπους του ὅ,τι ἔχει καὶ ὅ,τι εἶναι, καὶ νὰ ζητάει τὴν τελείωση καὶ ὁλοκλήρωσή του στὴν ἀγάπη τῶν ἄλλων. Κάθε παρέκκλιση ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὁδὸ δεσμεύει τὸν ἄνθρωπο στὸ βιολογικὸ εἶδος, δὲν τὸν ἀφήνει νὰ γίνει πρόσωπο, μένει ἕνα ἁπλὸ ἄτομο ποὺ ἀπὸ φυσικὴ ἀνάγκη ζεῖ μέσα στὴ μάζα τῶν ἄλλων ἀτόμων. Καὶ ὁἀτομικισμὸς καὶ ἡ μαζοποίηση εἶναι γιὰ τὴν ὀρθόδοξη Θεολογία καταστροφικὲς παρεκκλίσεις ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ φύση τοῦ ἄνθρωπου. Ὁ μόνος δρόμος σωτηρίας εἶναι ἡ μίμηση καὶ ὁ εἰκονισμὸς τῆς Ἁγίας Τριάδος: ἐλευθερία, μέσα στὴν ἑνότητα καὶ στὴν ἀγάπη. Μόνο ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ βιολογικὸ ἄτομο γίνεται ἀνθρώπινο πρόσωπο, εἰκόνα καὶ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ.

Φυσικά, αὐτὸ ἐδῶ τὸ ἀσήμαντο σπέρμα τοῦ λόγου δὲν εἶναι ποὺ θὰ λύσει τὸ πρόβλημα τὸ τραγικὸ τῆς ὕπαρξης. Εἶναι ἀπαραίτητη μιὰ ὥριμη καὶ ὁλοκληρωμένη θεολογικὴ ἐπεξεργασία καὶ μιὰ οὐσιαστικὴ βίωση τῆς θεολογικῆς αὐτῆς ἀπόκρισης. Εἴπαμε: ὁ δρόμος ἀπὸ τὴ γνώση στὴν ἐπίγνωση εἶναι τραχύς. Στὴν παροῦσα ὅμως ὥρα καὶ ἡ ἐπίγνωση δὲν εἶναι αὐτοσκοπός. Νὰ περιφέρουμε τὴν καύχηση τῶν λύσεων σ’ ἕναν κόσμο ποὺ ἀγωνιᾶ στὸ λαβύρινθο τοῦ ἀδιεξόδου, εἶναι τουλάχιστον ἀκατανόητο. Ἂν οἱ λύσεις μας εἶναι πραγματικές, δὲν μένει παρὰ νὰ ζήσουμε στὸ αἷμα μας τὸν πυρετὸ τῆς Εὐρώπης κι ἡ ὀρθόδοξη κράση μας νὰ νικήσει.

Αὐτὴ τὴν ὥρα ὁ εὐρωπαϊκὸς πυρετὸς μεταδίδεται στὸν ἑλληνικὸ χῶρο μὲ ταχύτητα ἐπιδημίας. Ἄλλοτε τὸ χάρισμα τῆς προφητείας ἦταν νὰ συλλαμβάνει τὸν ψίθυρο τῶν γεγονότων, ἀπρόσιτον στοὺς πολλούς, καὶ νὰ ἐπισημαίνει τὸ χρέος. Τώρα ὁ ψίθυρος ἔχει γίνει βοή. Καὶ ἡ βοὴ τῶν γεγονότων ἐπισημαίνει «λιμὸ ἐπερχόμενο». Μέρες δύσκολες ξημερώνουν γιὰ τὴν ἑλλαδικὴ Ὀρθοδοξία. Ὁ πυρετὸς τῆς Εὐρώπης δὲν ἀστειεύεται οὔτε ξορκίζεται μὲ ἐγκυκλίους «πρὸς τὸ χριστεπώνυμον πλήρωμα». Ἡ Ὀρθοδοξία πρέπει νὰ μπολιάσει τὸ λαό, ὅσο εἶναι καιρός. Στὸ στεγνωμένο κορμὶ τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ τόπου νὰ μεταδώσει τὸ ζωντανὸ χυμὸ τῆς Θεολογίας. Γιὰ νὰ μπορέσει ν’ ἀντέξει στὸν ἐπερχόμενο λιμό, στὴν πείνα γιὰ ζωὴ καὶ ἀλήθεια.

Ἡ βοὴ τῶν γεγονότων εἶναι ποὺ μᾶς ἀφήνει ἀναπολόγητους μπροστὰ στὸ χρέος.



Πρωτοδημοσιεύτηκε στὴν Καθημερινή, στὶς 26/6/1964

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου