Η επίσημη Ιατρική στη βυζαντινή εποχή χαρακτηρίζεται από το συγγραφικό έργο μεγάλων επιφανών ιατρών, το οποίο κατέγραφε την υπάρχουσα ιατρική γνώση, και από την ίδρυση εγκαταστάσεων ιατρικής περίθαλψης. Άνδρες και γυναίκες στο Βυζάντιο είχαν τη δυνατότητα να ασκήσουν το ιατρικό επάγγελμα. Η νομοθεσία της εποχής ορίζει περιπτώσεις ποινικής ευθύνης των ιατρών χωρίς να κάνει διάκριση φύλου.
Οι πιο επιφανείς από τους Βυζαντινούς ιατρούς έφεραν τον τιμητικό τίτλο του Αρχιάτρου, διέθεταν δε τόσο υψηλό κύρος λόγω της μεγάλης μόρφωσης και της κοινωνικής τους θέσης, ώστε να τους ανατίθενται πολιτικά αξιώματα και να επιφορτίζονται ακόμη και με διπλωματικές αποστολές.
Οι εγκαταστάσεις ιατρικής περίθαλψης ήταν στα πρότυπα των σημερινών νοσηλευτικών μονάδων, ονομάζονταν ξενώνες και βρίσκονταν συνήθως στα μοναστηριακά συγκροτήματα. Τα Τυπικά (δηλαδή ο γραπτός κανονισμός) των μοναστηριών, τα οποία σώζονται μέχρι σήμερα, δίνουν σαφείς πληροφορίες για την οργάνωση των νοσοκομείων.
Η βυζαντινή Ιατρική στηρίχθηκε σε γνώσεις από την αρχαία ελληνική, ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο, οι οποίες προέρχονταν από ιατρούς όπως ο Ιπποκράτης (460-377 π.Χ.), ο Πεδάνιος Διοσκουρίδης (40-90 μ.Χ.), ο Αρεταίος ο Καππαδόκης (1ος αιώνας μ.Χ.), ο Ρούφος ο Εφέσιος (τέλη 1ου αιώνα μ.Χ.) και ο Γαληνός (129-199 μ.Χ.).
Η βυζαντινή Ιατρική θα μπορούσε να διαιρεθεί σε δύο περιόδους: Η πρώτη είχε ως επίκεντρο την Αλεξάνδρεια, η οποία αποτέλεσε σημαντική εστία πολιτισμού και ιατρικής εκπαίδευσης, και είχε περισσότερο επιρροές από την αρχαιότητα. Η δεύτερη ακολουθεί αμέσως μετά την κατάκτηση της Αλεξάνδρειας από τους Άραβες το 642 μ.Χ. Είχε ως επίκεντρο την Κωνσταντινούπολη και οι επιρροές της ήταν περισσότερο χριστιανικές.
Είναι γεγονός ότι η σταδιακή επικράτηση του χριστιανισμού έδωσε νέα ώθηση στα ανθρωπιστικά ιδεώδη και στην ανάγκη της προσφοράς προς τον συνάνθρωπο. Ο Μέγας Βασίλειος από την Καισάρεια (330-379 μ.Χ.) χαρακτήρισε τους ιατρούς ως το ευγενέστερο επάγγελμα, ενώ και ο ίδιος υπήρξε ενεργός ιατρός προσφέροντας περίθαλψη στους φτωχούς. Δημιούργησε επίσης μεγάλο άσυλο και νοσοκομείο έξω από τις πύλες της Καισάρειας. Υπάρχει η άποψη, ότι οι Βυζαντινοί ιατροί εξειδικεύονταν σε διαφορετικά πεδία, όπως στη Μαιευτική-Γυναικολογία, στην Οφθαλμολογία, στη Δερματολογία και στην Οδοντιατρική.
Ωστόσο οι οδοντίατροι ήταν σπάνιοι, όπως και η οδοντιατρική περίθαλψη: για τον περισσότερο πληθυσμό οι παθήσεις των δοντιών αντιμετωπίζονταν με εξαγωγές. Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη η Οδοντιατρική στο Βυζάντιο, όπως και στην Αρχαιότητα και σε ολόκληρο τον Μεσαίωνα, δεν θεωρούνταν εξειδικευμένο επάγγελμα. Τα συγγράμματα των ιατρών συμπεριελάμβαναν και εδάφια που αφορούσαν τη θεραπεία των δοντιών και των ούλων. Οι οδοντίατροι ήταν συνήθως απλοί γενικοί χειρουργοί ή λοιποί ιατροί και χρησιμοποιούσαν μεταλλικούς συνδέσμους ή γέφυρες για να σταθεροποιήσουν τα χαλαρά δόντια. Μπορούσαν επίσης να απομακρύνουν τερηδόνες, να προβούν σε εμφράξεις κοιλοτήτων και να κάνουν προσθετικά δόντια από οστά ζώων.
Το υψηλό επίπεδο στην άσκηση της Ιατρικής επίσης αποδεικνύεται, με βάση βέβαια τα δεδομένα εκείνης της εποχής, και από τη θέσπιση της ποινικής ευθύνης των ιατρών στο Βυζάντιο σε περίπτωση βλάβης ή θανάτου του ασθενούς, η οποία αποδεικνυόταν με ιατροδικαστική έρευνα.
Στο Βυζάντιο επίσης η διάκριση μεταξύ ιατρικής επιστήμης και θρησκείας φαίνεται ότι ήταν σαφής, παρά το γεγονός ότι κατά την άσκηση της Ιατρικής υπήρχε και η επίκληση της Θείας Χάριτος, η οποία χαρακτηρίζει γενικά την ένθεη στάση ζωής της συγκεκριμένης κοινωνίας. Βεβαίως δεν έλλειπε και η πίστη στα θαύματα, αλλά και στις δεισιδαιμονίες, τη μαγεία και τον μυστικισμό.
Αντιθέτως στον δυτικό κόσμο φαίνεται ότι αυτά τα όρια ήταν πιο δυσδιάκριτα, καθώς οι ιατροί περιορίζονταν στην εξέταση των εξωτερικών συμπτωμάτων με την πεποίθηση ότι οι ασθένειες του σώματος ήταν προϊόν της αμαρτίας. Η Δ΄ Σύνοδος του Λατερανού (1215 μ.Χ.) απαγόρευε στους ιατρούς να επισκέπτονται δεύτερη φορά έναν ασθενή, εκτός και αν τον είχε δει νωρίτερα ένας ιερέας, που παράγγελνε στον ιατρό να προειδοποιήσει τον ασθενή του ότι στην πραγματικότητα χρειαζόταν πνευματική και όχι σωματική θεραπεία.
Αναμφίβολα οι επιφανείς Βυζαντινοί ιατροί απέκτησαν μια μεγάλη και συσσωρευμένη εμπειρία από την πρακτική τους άσκηση, γεγονός που ενίσχυσε τις συγγραφικές τους ικανότητες, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να συστηματοποιήσουν και να αναμορφώσουν το εκτεταμένο και διάσπαρτο υλικό από κείμενα που ήδη προϋπήρχαν.
Βεβαίως δεν λείπει και η κριτική, ότι τα έργα των Βυζαντινών ιατρών είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος τους αντιγραφές προγενέστερων, ότι στερούνται σε μεγάλο βαθμό πρωτοτυπίας και ότι οι θεραπείες που προτείνονται για τις οδοντικές παθήσεις είναι μη σοβαρές και άτοπες. Ωστόσο, με βάση τα όσα αναφέρθηκαν αναδεικνύεται η συμβολή της βυζαντινής σκέψης στην εξέλιξη της οδοντιατρικής επιστήμης διαμέσου των αιώνων, παρότι η χρονική περίοδος που συμπίπτει με τη διάρκεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας στερείται της σημερινής, πολύ ουσιαστικής βοήθειας της υψηλής τεχνολογίας στη διαγνωστική και στη θεραπευτική των παθήσεων του στόματος.
Το συγγραφικό έργο των Βυζαντινών ιατρών, το οποίο θα πρέπει να αποτιμηθεί μέσα σε αυτό το πλαίσιο, σε συνδυασμό με τα ευρήματα σύγχρονων ανθρωπολογικών ερευνών μάς δίνουν μια εικόνα για την κατάσταση αλλά και την αντίληψη που υπήρχε σε ό,τι αφορά την παθολογία και τη θεραπευτική της στοματικής κοιλότητας και πιστοποιούν ένα υψηλό επίπεδο οδοντιατρικής περίθαλψης, με βάση τα δεδομένα της συγκεκριμένης εποχής.
πηγή: ομάδα ΦΒ "περί λύχνων αφάς"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου