Του Φαήλου Μ. Κρανιδιώτη
Η θεμελιώδης διαφορά της Δεξιάς, Κεντροδεξιάς, πείτε την όπως θέλετε, από την Αριστερά, είναι ότι η Δεξιά πιστεύει, εμείς που ανήκουμε σε αυτήν, πιστεύουμε στην εθνική και λαϊκή ενότητα. Οι κοινωνικές τάξεις υπάρχουν και προφανώς έχουν δικά τους συμφέροντα η καθεμιά, όμως αυτά πρέπει να υποτάσσονται στο εθνικό και λαϊκό συμφέρον. Όλοι, πλούσιοι και φτωχοί, εργοδότες κι εργοδοσία, έχουν δικαιώματα αλλά και υποχρεώσεις.
Όποιοι εναγκαλίζονται την κοινωνική ανθρωποφαγία του νεοφιλευθερισμού και βλέπουν την κοινωνία αφ’ υψηλού, όποιοι πιστεύουν στον κοινωνικό δαρβινισμό και αυτοματισμό, όποιοι στρέφονται κατά του κόσμου της εργασίας, νομίζοντας ότι υπηρετούν τα συμφέροντα της παρασιτικής τάξης, που εν Ελλάδι υποδύεται την αστική, στην ουσία είναι μαρξιστές από την ανάποδη. Συνήθως πρόκειται για φλώρους, που δεν έχουν ένσημα πουθενά ή αποτελούν οργανικά στοιχεία της μεταπολιτευτικής παράγκας, που παραδόξως προσπορίζονται τα προς το ζην είτε άμεσα, είτε έμμεσα, από το Πρυτανείο του Δημοσίου. Ως πολυτελή παράσιτα παριστάνουν τους νεοφιλελεύθερους τιμητές του... ιδρώτα και του ψωμιού των άλλων, των πολλών. Θεωρούν την περιφρόνηση του λαού και των εργαζομένων ως αναγκαίο αξεσουάρ της δοτής «καριέρας» τους. Δικαιώνουν με την στάση τους την διχαστική θεωρία της «πάλης των τάξεων» και παίρνουν θέση σε αυτήν, ενάντια στους αδύναμους, ενάντια στην λαϊκή πλειοψηφία. Η παράταξη όμως αυτή δεν πιστεύει σε καμμία διασπαστική της κοινωνίας θεωρία. Πιστεύει στην κοινωνική δικαιοσύνη, στην αξιοκρατική κοινωνική κινητικότητα, που αποτελούν τον θεμέλιο λίθο της εθνικής ενότητας. Πιστεύει στην ελεύθερη επιχειρηματικότητα μέσα σε ένα υγιές κι ανταγωνιστικό περιβάλλον, που όμως έχει κανόνες κι υψηλή εποπτεία του κράτους. Όλες δε οι σημαντικές κατακτήσεις του κόσμου της εργασίας, που σήμερα καταλύονται από την κυβέρνηση του Μνημονίου και τους βοηθητικούς της, όπως επίσης και η βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας, που επίσης κατελύθη επί του ελληνικού παρενδυτικού «σοσιαλισμού», ιστορικά είναι κληρονομιά της παράταξης μας και κανενός άλλου. Η κοινωνική δικαιοσύνη δεν γράφει στην ούγια ούτε ΠΑΣΟΚ, ούτε ΣΥΡΙΖΑ, ούτε ΚΚΕ. Φραστικά την καπηλεύονται, ενώ οδήγησαν τους εργαζόμενους σε αλλεπάλληλες ήττες και απώλειες, αλλά οι πολιτικές πράξεις που την κατοχύρωσαν ανήκουν σε μας και δεν την εκχωρούμε.
Ο τεμαχισμός της κοινωνίας, η κατασυκοφάντηση ολόκληρων κατηγοριών εργαζομένων, είτε είναι δημόσιοι υπάλληλοι, είτε ελεύθεροι επαγγελματίες, με στόχο να στρέψει το ένα κομμάτι του λαού ενάντια στο άλλο, είναι μια δολερή επιχείρηση ψυχολογικού πολέμου με στόχο την υποταγή του Λαού.
Η Κεντροδεξιά, η παράταξη που κατάγεται από τις παραδόσεις του Λαϊκού Κόμματος και των Φιλελευθέρων, η μεγάλη φιλελεύθερη πατριωτική παράταξη ή θα είναι λαϊκή ή δεν θα υπάρχει. Γιατί απλούστατα η βάση της είναι κατεξοχήν λαϊκή, ποσοτικά και ποιοτικά.
Τα παράσιτα του δημοσίου χρήματος που υποδύονται τους «επιχειρηματίες» πόσοι είναι όλοι μαζί; Πεντακόσιοι, χίλιοι; Μαζί με συζύγους, γόνους, γκόμενες, εραστές και παρατρεχάμενους, πόσοι να είναι; Πέντε, δέκα χιλιάδες το πολύ. Αυτούς μια χαρά τους υπηρετεί το ΠΑΣΟΚ. Έχουμε όμως άλλα εννέα εκατομμύρια εννιακόσιες ενενήντα χιλιάδες να υπερασπίσουμε, τον λαό, υπέρ του οποίου υπάρχουν όλα κι από τον οποίο αντλούν νομιμοποίηση όλοι και όλα.
Οι ελάχιστοι αληθινοί αστοί, όχι οι επίγονοι μαυραγοριτών και πρακτόρων, όχι οι πρώην κομματικοί αφισοκολλητές που τα κονόμησαν λόγω «εσωτερικής πληροφόρησης», οι πραγματικοί ευπατρίδες – δημιουργοί, εκτός από εθνική έχουν και κοινωνική συνείδηση. Δεν δημιούργησαν πλούτο κλέβοντας το ΙΚΑ, την Εφορία ή τον ιδρώτα των εργαζομένων τους. Συνήθως δε έχουν «οπαδούς» κι όχι εργαζόμενους, γιατί ανταμείβουν τους καλούς και νοιάζονται για τους ανθρώπους τους. Όπως δε λέει ο λαός, «ο Θεός να σε φυλάει από αριστερό αφεντικό». Συνήθως αυτοί είναι οι πιο αδίστακτοι. Γιατί όταν έχεις ανατραφεί πολιτικά μακριά από τον ανθρωποκεντρισμό του Ελληνισμού και των Ιδεών του, όταν έχεις γαλουχηθεί με το βρώμικο γάλα του μηδενισμού, πιστεύοντας πως το άπαν είναι οι οικονομικοί μηχανισμοί κι όχι οι άνθρωποι, τότε ο ινστρούκτορας απέχει μια τρίχα απ’ το λαμόγιο. Το απέδειξε άλλωστε η μετάλλαξη και η ιστορία πολλών, που άδραξαν ευκαιρίες πλουτισμού μέσω προμηθειών και έργων επί του ελληνικού «υπαρκτού σουρρεαλισμού» από το 1981 κι εντεύθεν.
Κι επειδή είναι πολλοί της μόδας η συλλήβδην και συκοφαντική επίθεση στους δημοσίους υπαλλήλους, θα πω ότι δεν υπάρχουν αντιπαραγωγικοί εργαζόμενοι αλλά ανίκανες διοικήσεις, διοικήσεις που δεν εφαρμόζουν τον ένα και μόνο τρόπο διοίκησης: ποινές και αμοιβές. Τιμωρείς τους κακούς κι ανταμείβεις τους καλούς. Διότι το πρόβλημα στην δημόσια διοίκηση δεν είναι μόνο ο αριθμός των εργαζομένων αλλά και η ισοπέδωση. Και βέβαια η απουσία εμπνευσμένου σχεδίου για το παραγόμενο έργο. Όμως αυτό προϋποθέτει κι εμπνευσμένη διοίκηση. Πώς είναι οι υπουργοί του ΠΑΣΟΚ και το βαθύ πράσινο γραφειοκρατικό κράτος; Ε, καμμία σχέση.
Τον δημόσιο τομέα σίγουρα πρέπει να τον μικρύνουμε δραστικά και σταδιακά σε μέγεθος, να τον αναβαθμίσουμε ποιοτικά και να του δώσουμε αποτελεσματικότητα. Όμως αυτό δεν θα γίνει με την μηχανή του κιμά. Δεν θα γίνει εξευτελίζοντας τους ανθρώπους και πετώντας τους στον Καιάδα. Είναι διαχείριση Ανθρώπων κι όχι λογιστική πράξη.
Η μεγάλη παράταξη μας σαν στόχο έχει, και οφείλει να έχει, την σύνθεση κι όχι την διάσπαση, την δημιουργία κι όχι την καταστροφή. Να ενώσουμε την κοινωνία στην βάση, χωρίς να φοβόμαστε τις συγκρούσεις στην κορυφή.
Η δε σοβαρότερη και αποτελεσματικότερη, σε βάθος χρόνου, πράξη κοινωνικής δικαιοσύνης κι εθνικής ενότητας είναι η ανασύσταση της παραγωγικής βάσης της χώρας. Ό,τι κατεδάφισε το ΠΑΣΟΚ κι οι ψευτοπροοδευτικοί συνεργοί του σε 30 χρόνια, πρέπει να το ξαναχτίσουμε σε καλύτερα θεμέλια, σε υγιέστερο κι ανταγωνιστικότερο περιβάλλον. Οι Έλληνες θα πρέπει να ξαναγίνουν ελεύθεροι αγρότες, βιομήχανοι, βιοτέχνες, έμποροι. Μαζί με υψηλού επιπέδου υπηρεσίες, θα πρέπει να ξαναχτίσουμε φάμπρικες, να ναυπηγούμε πλοία, να γεμίσουμε τις αγορές του κόσμου με ανταγωνιστικά βιομηχανικά, βιοτεχνικά κι αγροτικά προϊόντα. Με ένα μικρό αλλά σοβαρό Δημόσιο που θα διασφαλίζει τους υγιείς κανόνες του παιχνιδιού. Έτσι θα παράγουμε αληθινό πλούτο, θα χτυπήσουμε την ανεργία, την ύφεση, θα ξοφλήσουμε χρέη. Έτσι θα ατενίσουμε τους λαμπρούς ορίζοντες και τις απάτητες κορφές που μας περιμένουν. Έτσι θα ενώσουμε τους ανθρώπους μας, την πολυτιμότερη «πρώτη ύλη» του Έθνους. Τότε, τώρα, πάντα.
Η θεμελιώδης διαφορά της Δεξιάς, Κεντροδεξιάς, πείτε την όπως θέλετε, από την Αριστερά, είναι ότι η Δεξιά πιστεύει, εμείς που ανήκουμε σε αυτήν, πιστεύουμε στην εθνική και λαϊκή ενότητα. Οι κοινωνικές τάξεις υπάρχουν και προφανώς έχουν δικά τους συμφέροντα η καθεμιά, όμως αυτά πρέπει να υποτάσσονται στο εθνικό και λαϊκό συμφέρον. Όλοι, πλούσιοι και φτωχοί, εργοδότες κι εργοδοσία, έχουν δικαιώματα αλλά και υποχρεώσεις.
Όποιοι εναγκαλίζονται την κοινωνική ανθρωποφαγία του νεοφιλευθερισμού και βλέπουν την κοινωνία αφ’ υψηλού, όποιοι πιστεύουν στον κοινωνικό δαρβινισμό και αυτοματισμό, όποιοι στρέφονται κατά του κόσμου της εργασίας, νομίζοντας ότι υπηρετούν τα συμφέροντα της παρασιτικής τάξης, που εν Ελλάδι υποδύεται την αστική, στην ουσία είναι μαρξιστές από την ανάποδη. Συνήθως πρόκειται για φλώρους, που δεν έχουν ένσημα πουθενά ή αποτελούν οργανικά στοιχεία της μεταπολιτευτικής παράγκας, που παραδόξως προσπορίζονται τα προς το ζην είτε άμεσα, είτε έμμεσα, από το Πρυτανείο του Δημοσίου. Ως πολυτελή παράσιτα παριστάνουν τους νεοφιλελεύθερους τιμητές του... ιδρώτα και του ψωμιού των άλλων, των πολλών. Θεωρούν την περιφρόνηση του λαού και των εργαζομένων ως αναγκαίο αξεσουάρ της δοτής «καριέρας» τους. Δικαιώνουν με την στάση τους την διχαστική θεωρία της «πάλης των τάξεων» και παίρνουν θέση σε αυτήν, ενάντια στους αδύναμους, ενάντια στην λαϊκή πλειοψηφία. Η παράταξη όμως αυτή δεν πιστεύει σε καμμία διασπαστική της κοινωνίας θεωρία. Πιστεύει στην κοινωνική δικαιοσύνη, στην αξιοκρατική κοινωνική κινητικότητα, που αποτελούν τον θεμέλιο λίθο της εθνικής ενότητας. Πιστεύει στην ελεύθερη επιχειρηματικότητα μέσα σε ένα υγιές κι ανταγωνιστικό περιβάλλον, που όμως έχει κανόνες κι υψηλή εποπτεία του κράτους. Όλες δε οι σημαντικές κατακτήσεις του κόσμου της εργασίας, που σήμερα καταλύονται από την κυβέρνηση του Μνημονίου και τους βοηθητικούς της, όπως επίσης και η βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας, που επίσης κατελύθη επί του ελληνικού παρενδυτικού «σοσιαλισμού», ιστορικά είναι κληρονομιά της παράταξης μας και κανενός άλλου. Η κοινωνική δικαιοσύνη δεν γράφει στην ούγια ούτε ΠΑΣΟΚ, ούτε ΣΥΡΙΖΑ, ούτε ΚΚΕ. Φραστικά την καπηλεύονται, ενώ οδήγησαν τους εργαζόμενους σε αλλεπάλληλες ήττες και απώλειες, αλλά οι πολιτικές πράξεις που την κατοχύρωσαν ανήκουν σε μας και δεν την εκχωρούμε.
Ο τεμαχισμός της κοινωνίας, η κατασυκοφάντηση ολόκληρων κατηγοριών εργαζομένων, είτε είναι δημόσιοι υπάλληλοι, είτε ελεύθεροι επαγγελματίες, με στόχο να στρέψει το ένα κομμάτι του λαού ενάντια στο άλλο, είναι μια δολερή επιχείρηση ψυχολογικού πολέμου με στόχο την υποταγή του Λαού.
Η Κεντροδεξιά, η παράταξη που κατάγεται από τις παραδόσεις του Λαϊκού Κόμματος και των Φιλελευθέρων, η μεγάλη φιλελεύθερη πατριωτική παράταξη ή θα είναι λαϊκή ή δεν θα υπάρχει. Γιατί απλούστατα η βάση της είναι κατεξοχήν λαϊκή, ποσοτικά και ποιοτικά.
Τα παράσιτα του δημοσίου χρήματος που υποδύονται τους «επιχειρηματίες» πόσοι είναι όλοι μαζί; Πεντακόσιοι, χίλιοι; Μαζί με συζύγους, γόνους, γκόμενες, εραστές και παρατρεχάμενους, πόσοι να είναι; Πέντε, δέκα χιλιάδες το πολύ. Αυτούς μια χαρά τους υπηρετεί το ΠΑΣΟΚ. Έχουμε όμως άλλα εννέα εκατομμύρια εννιακόσιες ενενήντα χιλιάδες να υπερασπίσουμε, τον λαό, υπέρ του οποίου υπάρχουν όλα κι από τον οποίο αντλούν νομιμοποίηση όλοι και όλα.
Οι ελάχιστοι αληθινοί αστοί, όχι οι επίγονοι μαυραγοριτών και πρακτόρων, όχι οι πρώην κομματικοί αφισοκολλητές που τα κονόμησαν λόγω «εσωτερικής πληροφόρησης», οι πραγματικοί ευπατρίδες – δημιουργοί, εκτός από εθνική έχουν και κοινωνική συνείδηση. Δεν δημιούργησαν πλούτο κλέβοντας το ΙΚΑ, την Εφορία ή τον ιδρώτα των εργαζομένων τους. Συνήθως δε έχουν «οπαδούς» κι όχι εργαζόμενους, γιατί ανταμείβουν τους καλούς και νοιάζονται για τους ανθρώπους τους. Όπως δε λέει ο λαός, «ο Θεός να σε φυλάει από αριστερό αφεντικό». Συνήθως αυτοί είναι οι πιο αδίστακτοι. Γιατί όταν έχεις ανατραφεί πολιτικά μακριά από τον ανθρωποκεντρισμό του Ελληνισμού και των Ιδεών του, όταν έχεις γαλουχηθεί με το βρώμικο γάλα του μηδενισμού, πιστεύοντας πως το άπαν είναι οι οικονομικοί μηχανισμοί κι όχι οι άνθρωποι, τότε ο ινστρούκτορας απέχει μια τρίχα απ’ το λαμόγιο. Το απέδειξε άλλωστε η μετάλλαξη και η ιστορία πολλών, που άδραξαν ευκαιρίες πλουτισμού μέσω προμηθειών και έργων επί του ελληνικού «υπαρκτού σουρρεαλισμού» από το 1981 κι εντεύθεν.
Κι επειδή είναι πολλοί της μόδας η συλλήβδην και συκοφαντική επίθεση στους δημοσίους υπαλλήλους, θα πω ότι δεν υπάρχουν αντιπαραγωγικοί εργαζόμενοι αλλά ανίκανες διοικήσεις, διοικήσεις που δεν εφαρμόζουν τον ένα και μόνο τρόπο διοίκησης: ποινές και αμοιβές. Τιμωρείς τους κακούς κι ανταμείβεις τους καλούς. Διότι το πρόβλημα στην δημόσια διοίκηση δεν είναι μόνο ο αριθμός των εργαζομένων αλλά και η ισοπέδωση. Και βέβαια η απουσία εμπνευσμένου σχεδίου για το παραγόμενο έργο. Όμως αυτό προϋποθέτει κι εμπνευσμένη διοίκηση. Πώς είναι οι υπουργοί του ΠΑΣΟΚ και το βαθύ πράσινο γραφειοκρατικό κράτος; Ε, καμμία σχέση.
Τον δημόσιο τομέα σίγουρα πρέπει να τον μικρύνουμε δραστικά και σταδιακά σε μέγεθος, να τον αναβαθμίσουμε ποιοτικά και να του δώσουμε αποτελεσματικότητα. Όμως αυτό δεν θα γίνει με την μηχανή του κιμά. Δεν θα γίνει εξευτελίζοντας τους ανθρώπους και πετώντας τους στον Καιάδα. Είναι διαχείριση Ανθρώπων κι όχι λογιστική πράξη.
Η μεγάλη παράταξη μας σαν στόχο έχει, και οφείλει να έχει, την σύνθεση κι όχι την διάσπαση, την δημιουργία κι όχι την καταστροφή. Να ενώσουμε την κοινωνία στην βάση, χωρίς να φοβόμαστε τις συγκρούσεις στην κορυφή.
Η δε σοβαρότερη και αποτελεσματικότερη, σε βάθος χρόνου, πράξη κοινωνικής δικαιοσύνης κι εθνικής ενότητας είναι η ανασύσταση της παραγωγικής βάσης της χώρας. Ό,τι κατεδάφισε το ΠΑΣΟΚ κι οι ψευτοπροοδευτικοί συνεργοί του σε 30 χρόνια, πρέπει να το ξαναχτίσουμε σε καλύτερα θεμέλια, σε υγιέστερο κι ανταγωνιστικότερο περιβάλλον. Οι Έλληνες θα πρέπει να ξαναγίνουν ελεύθεροι αγρότες, βιομήχανοι, βιοτέχνες, έμποροι. Μαζί με υψηλού επιπέδου υπηρεσίες, θα πρέπει να ξαναχτίσουμε φάμπρικες, να ναυπηγούμε πλοία, να γεμίσουμε τις αγορές του κόσμου με ανταγωνιστικά βιομηχανικά, βιοτεχνικά κι αγροτικά προϊόντα. Με ένα μικρό αλλά σοβαρό Δημόσιο που θα διασφαλίζει τους υγιείς κανόνες του παιχνιδιού. Έτσι θα παράγουμε αληθινό πλούτο, θα χτυπήσουμε την ανεργία, την ύφεση, θα ξοφλήσουμε χρέη. Έτσι θα ατενίσουμε τους λαμπρούς ορίζοντες και τις απάτητες κορφές που μας περιμένουν. Έτσι θα ενώσουμε τους ανθρώπους μας, την πολυτιμότερη «πρώτη ύλη» του Έθνους. Τότε, τώρα, πάντα.
Εφημερίδα «Δημοκρατία»
Πονώ και θλίβομαι όταν ακούω στην πατρίδα μου να μιλούν για "δεξιά" και "Αριστερά", "κεντροδεξιά", κλπ, κλπ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΈνα Έθνος και ένας Πολιτισμός χιλιετιών, να εγκλωβίζεται σε βαρβαρικά νοητικά σχήματα τής δυτικοευρωπαϊκής νεωτερικότητας, και να αποβλακώνεται με τα συμπεφωνημένα υπονοούμενα που αυτά τα σχήματα τού επιβάλλουν.
Είμαστε Έλληνες, και είναι ευκαιρία στις δύσκολες αυτές ώρες να δώσουμε την πολιτική μας κατάθεση στην Ευρώπη, αρνούμενοι την τυποποίηση τών ψευδονύμων αστικών "δημοκρατιών" τους.
Για εμάς δεν πρέπει να υπάρχει Δεξιά και Αριστερά. Σε εμάς αρμόζει το "ΕΜΕΙΣ" του Μακρυγιάννη. Δεν ήταν ούτε δεξιός ούτε αριστερός ο Μακρυγιάννης. Σε εμα αρμόζει το Φιλότιμο, η Φιλοκαλία, η Φιλαδελφεία, η Φιλοπατρία, η Φιλαλήθεια. Η Μεγαλοψυχία, η Αρχοντιά, και το Χουβαρνταλίκι.
Το φράγκικο σακκάκι της "αριστεροδειάς" είναι πολύ στενό για τον πληθωρικό εθνικό μας σωματότυπο. Δεν μας πάει. Σκάμε!
Για εμάς η Αριστερά και η Δεξιά ταιριάζει να υπάρχουν μόνο στην συγκρότηση τών ψαλτικών χορών στις εκκλησιές μας.
Κατά τα άλλα, θεωρώ το άρθρο του Φαήλου πολύ σοβαρό.
ΥΓ: Και εγώ συχνάκις χρησιμοποιώ στον δημόσιο λόγο μου τους όρους "Αριστερά" και "δεξιά", δίχως να τους πιστεύω ως έγκυρους, αλλά για να μπορώ να γίνομαι κατανοητός από τους συνδιαλεγόμενούς μου.
Καλά αυτά που λέει ο Φαήλος, αλλά λίγα. Πώς θα χτίσουμε; Έχουμε χάσει όλα τα εργαλεία και την τεχνογνωσία. Μπορούμε βέβαια να τα βρούμε, αν θέλουμε, αλλά πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε ΤΙ ΧΑΣΑΜΕ. Αλλιώς, αν μιλάμε μόνο για να γυρίσουμε στα δανεικά και στα λογιστικά του Σημίτη ή ακόμα και στα πακέτα Ντελόρ επί Ανδρέα, που έκαναν τον αγρότη να ξεριζώνει και να κάθεται στο καφενείο, ...τότε, βράσε ρύζι. Δεν είμαστε στο 1980, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι χωρίς το ευρώ θα πεθάνουμε. Κάθε άλλο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυμφωνώ με τον Ακρίτα, αν και θα πρέπει να ξέρουμε καλά το Μακρυγιάννη, να μην τον εξιδανικεύουμε, αλλά να τον χρησιμοποιούμε ως παράδειγμα ανθρώπου που αγαπούσε το χρήμα, μπλέχτηκε κι αυτός στον εμφύλιο με τη λάθος πλευρά, στη συνέχεια έκανε την αυτοκριτική του, όχι σε βάθος, όμως πολέμησε μέσα του (αυτή είναι η άποψή μου) να υποτάξει το ΕΓΩ του στο ΕΜΕΙΣ. Και πολέμησε όταν είδε τις συνέπειες της νίκης του ΕΓΩ, πολέμησε γιατί μπορούσε να πολεμήσει, αφού έζησε σε μια κοινωνία όπου η πίστη στην ηθική και το νόημα της ζωής υπήρχε στην Εκκλησία, που δεν ήταν ιδανική, δεν ήταν όμως και ο σημερινός υπάλληλος του κράτους.