Κυριακή 27 Απριλίου 2014

Ο ΗΡΩΑΣ ΚΟΥΚΙΔΗΣ ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΧΑΡΑΞΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ...


«Όλβιος όστις ιστορίας έσχεν μάθησιν»,  διατρανώνει από το μακρινό παρελθόν ο Ευριπίδης, επισημαίνοντας την αξία που έχει η γνώση της ιστορίας, μέσω της οποίας κατακτούμε την ευτυχία. Δυστυχής, όποιος λησμονά το παρελθόν του, όποιος αφήνεται να τον κυριεύσει η καταστροφική αμνησία. Για τους μακρινούς, λοιπόν, προγόνους μας εχθρός της ιστορίας ήταν η ολέθρια λήθη. Για μας, όμως, σήμερα ύπουλος εχθρός είναι όχι τόσο η λήθη, όσο η παραχάραξη της ιστορικής μνήμης, η παραποίηση και η διαστρέβλωση της ιστορικής αλήθειας. Είναι και τούτο ένα από τα δεινά της ιδεολογικής σύγχυσης και του εκμαυλισμού των συνειδήσεων, που έχει επιφέρει η παγκοσμιοποιημένη εποχή μας. Πρόκειται για φαινόμενο ιδιαίτερα ανησυχητικό, αφού δεν αφορά υλικά αγαθά, οικονομικά μεγέθη, παραχάραξη του νομίσματος, αλλά αξίες, ιδανικά, υψηλόφρονας στόχους. Η παραχάραξη της ιστορικής μνήμης, στιλέτο δολοφονικό, που διαπερνά την ιστορική αλήθεια και σαρώνει ως πνευματικός λίβας την εθνική μας αυτοσυνειδησία..

Ένα τέτοιο περιστατικό παραχάραξης της ιστορίας ας θυμηθούμε, επ’ ευκαιρία των επερχόμενων εκλογών και της υπέρ το δέον προβολής γνωστού στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ. Παράλληλα, ας αποτίσουμε φόρο τιμής και αναγνώρισης του ηρωισμού του πρωτοπόρου της Εθνικής Αντίστασης, του ξεχασμένου πια σήμερα Κώστα Κουκίδη. Ας πάρουμε, όμως, τα γεγονότα με τη σειρά τους.

Ήταν Κυριακή 27 Απριλίου του 1941, μέρα αποφράδα, τότε που οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα. Μια ομάδα από αυτούς κατευθύνθηκε προς τον ιερό βράχο της Ακροπόλεως και με τη σβάστικα στα χέρια, σκόπευαν να υποστείλουν την ελληνική σημαία και να υψώσουν τη δική τους. Να αναρτήσουν στο κοντάρι την σβάστικα, σύμβολο μίσους και αλαζονείας, και να ξεκρεμάσουν το πανίερο σύμβολο του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας, την ελληνική σημαία. Βρήκαν μπροστά τους έναν φρουρό, έναν απλό στρατιώτη, που υπηρετούσε τη βάρδιά του. Το όνομά του: Κώστας Κουκίδης. Ο Κουκίδης δεν ήξερε γερμανικά, μα κατάλαβε… Ούτε που άφησε τα χέρια του να μολυνθούν με το βδελυρό έμβλημα, μόνο κοίταξε κατάματα, με παρρησία, τον Γερμανό κατακτητή, λέγοντας περισσότερα με τη σιωπή του και ύστερα… Ύψωσε τα μάτια προς την τιμημένη γαλανόλευκη, την ατένισε με δέος, βούρκωσε και την υπέστειλε. Με τρεμάμενα χέρια την φίλησε, την τύλιξε γύρω από το κορμί του και ξαφνικά έγινε «γίγας». Σήκωσε στους μικρούς του ώμους το ασήκωτο βάρος της μοίρας της ελληνικής φυλής και ρίχτηκε από το βράχο της Ακροπόλεως. Παγωμάρα κατέλαβε τους Γερμανούς, μα μόλις συνήλθαν από τον πρώτο ισχυρό ψυχικό κλονισμό, ύψωσαν τη σβάστικα και η σκλαβιά, ίδιος βραχνάς, απλώθηκε και πλάκωσε από άκρου εις άκρον την Ελλάδα.


Η μεγαλειώδης αυτή ηρωική πράξη του ανώνυμου μέχρι τότε Έλληνα φαντάρου συντάραξε την Ευρώπη. Η αγγλική εφημερίδα «Daily Mail» της 9ης Ιουνίου του 1941 έγραψε ανάμεσα σε άλλα: ‘’Πιστεύουμε ότι όλοι οι Έλληνες στέκονται προσοχή μπροστά σε τέτοιες περιπτώσεις ηρωισμού και αυτοθυσίας, παίρνοντας δύναμη και κουράγιο για να συνεχίσουν τον αγώνα τους’’.

Ένα μήνα περίπου μετά την λεβέντικη πράξη του παλικαριού, που άκουγε στο όνομα Κώστας Κουκίδης, την νύχτα της 30ης Μαΐου, δύο νέοι φοιτητές ο Μανώλης Γλέζος, της Ανωτάτης Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών και ο Αποστόλης Σάντας, της Νομικής, σκαρφάλωσαν στο ιερό βράχο και, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τη γερμανική φρουρά, πλησίασαν τον ιστό και υπέστειλαν την γερμανική σημαία. Χωρίς, βέβαια, να παραγνωρίζεται το αξιέπαινον της ηρωικής τους πράξης, σίγουρα αδυνατεί να συγκριθεί με την αυτοθυσία του Κουκίδη.

Η κατάθεση της ιστορικής αλήθειας που ‘’διαβάζεται’’ μέσα από κάποιες, φαινομενικά, λεπτομέρειες, ωστόσο σημαντικές και αξιοπρόσεκτες στο βάθος, αποτελεί χρέος τούτης της καταγραφής, αλλά κυρίως της μνήμης. Για ‘’του λόγου το αληθές’’ παραθέτουμε αποσπασματικά σημεία από κείμενο στο οποίο, μετά την απελευθέρωση, ιστορούν οι δύο άνδρες την πράξη τους: ‘’Είχε σκοτεινιάσει […] κι είχαμε μαζί μας ένα κλεφτοφάναρο. Κάναμε μια βόλτα γύρω από την Ακρόπολη. Η γερμανική φρουρά φαινόταν. Τάχα στον κοντό να υπήρχε σκοπός; Ήταν δεν ήταν εμείς θα ανεβαίναμε. Σε μια στιγμή, που δεν φαινόταν κανένας γύρω, πηδήξαμε το συρματόπλεγμα που είναι γύρω στο δασάκι των πεύκων της βόρειας πλευράς και σιγά-σιγά, ο ένας πίσω από τον άλλο προχωρήσαμε σκαρφαλώνοντας στα απόκρημνα βράχια. […] Προς το παρόν, κανένας Γερμανός δεν φαινόταν. Σκυφτοί καθώς είμαστε, κρυβόμενοι πίσω από τα μάρμαρα, προχωρούσαμε. Κάπου-κάπου πετούσαμε μακρυά κανένα πετραδάκι, ώστε να δημιουργείται θόρυβος έξω από κει που ευρισκόμεθα εμείς, ώστε, αν υπήρχε κανένας σκοπός, να προσέξει προς τα εκεί και να αποφύγουμε εμείς τον κίνδυνο. Ώς την ώρα δεν είδαμε ούτε ίχνος σκοπού. […] Έπειτα προχωρήσαμε προς τη βάση του κοντού. Δεν υπήρχε κανένας. Από πάνω μας κυμάτιζε το φασιστικό σύμβολο. Λύσαμε το συρματόσχοινο και αρχίσαμε να τραβάμε για να την κατεβάσουμε’’. Αφού στη συνέχεια περιγράψουν την πρώτη, δεύτερη και τρίτη αποτυχημένη απόπειρα, τέλος διαπιστώνουν ότι το κοντάρι υποβασταζόταν από τρία συρματόσχοινα και συνεχίζουν τη διήγηση: ‘’[…] Τα λύσαμε από κει που ήταν δεμένα και δίνοντας παλμικές κινήσεις στο κοντάρι το ξεμπλέξαμε και η σημαία έπεσε πάνω μας και μας κουκούλωσε. Ξεκουκουλωθήκαμε και βάζοντάς την κάτω, αγκαλιαστήκαμε και χορεύαμε πατώντας τα φασιστικά σύμβολα![…] Κόψαμε από ένα κομμάτι ο καθένας εκεί κοντά στον αγκυλωτό σταυρό. […] Την υπόλοιπη τη μαζέψαμε γρήγορα-γρήγορα και τη ρίξαμε στο ξεροπήγαδο που βρίσκεται ανάμεσα στα τείχη και στο βράχο. […] Γυρίζοντας αργά στα σπίτια μας, μας έπιασε ο σκοπός έξω από το Κρατικό Ταμείο (Ερμού). Η ώρα ήταν 12.10 και η κυκλοφορία είχε σταματήσει. Του δικαιολογηθήκαμε ότι είμαστε σε γλέντι και μας άφησε. Και πραγματικά σε γλέντι είμαστε, διότι κείνο που ποθούσαμε είχε γίνει. Η απαρχή του σκληρού αγώνα έγινε. Το μάθημα στους Γερμανούς είχε δοθεί! ». (Δημητρίου Γατόπουλου, ‘’Ο λαός αρχίζει την Αντίσταση’’ στο ‘’Ιστορικό Αρχείον Εθνικής Αντιστάσεως’’, τεύχος 1ον, σ. 21).

Από τα σημεία της διήγησης των Γλέζου και Σάντας στεκόμαστε στα εξής και σχολιάζουμε εντός παρενθέσεως: ‘’Είχε σκοτεινιάσει» (η νύχτα τους κάλυπτε), ‘’κανένας Γερμανός δεν φαινόταν […] δεν είδαμε ούτε ίχνος σκοπού’’ (δεν υπήρχε παρουσία Γερμανών στρατιωτών), ‘’βάζοντας την κάτω, αγκαλιαστήκαμε και χορεύαμε πατώντας τα φασιστικά σύμβολα!’’ (είχαν άπλετο χρόνο για να πραγματώσουν το εγχείρημά τους), ‘’Κόψαμε από ένα κομμάτι ο καθένας’’ (γιατί άραγε; Ως ενθύμιο, ως απόδειξη της πράξης τους;), ‘’Του δικαιολογηθήκαμε ότι είμαστε σε γλέντι και μας άφησε’’ (κατά την διάρκεια της Κατοχής δεν απεκάλυψαν την πράξη τους).

Αφήνοντας τον αναγνώστη αυτού του σημειώματος να κάνει τις δικές του σκέψεις και να βγάλει τα συμπεράσματά του, σημειώνουμε μόνο μια δική μας υπόθεση –εναπόκειται στη διάκριση ή την κρίση του καθενός να την αποδεχτεί ή να την απορρίψει. Το ηρωικό κατόρθωμα του Κουκίδη σκέπασε η περιφρόνηση και η ιστορική αμνησία, ίσως για να βρει χώρο να γραφτεί στην σελίδα της ιστορίας η ενέργεια των Γλέζου και Σάντας. Θα ‘’διακινδυνεύσουμε’’’ να υποστηρίξουμε την άποψη ότι η πολιτική ένταξη των δύο ανδρών στο χώρο της αριστεράς επέβαλε την διαγραφή του Κουκίδη και την οικειοποίηση, αν όχι και την μονοπώληση, της Εθνικής Αντίστασης από τον χώρο της Αριστεράς.

Η αγνωμοσύνη στον πρωταγωνιστή της Εθνικής μας Αντίστασης απέναντι στην ιταμότητα του Γερμανού κατακτητή, στον γενναίο Κώστα Κουκίδη παραμένει… Μαζί και η επισήμανση του κινδύνου της παραχάραξης της ιστορικής αλήθειας… 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου