Βασίλης Ξυδιάς
Ένα κατά τι διασκευασμένο άρθρο του δημοσιογράφου Πάσχου Μανδραβέλη επέλεξε φέτος το Υπουργείο Παιδείας για τις πανελλήνιες εξετάσεις στο μάθημα της νεοελληνικής γλώσσας.[1] Όντας επιτηρητής στις εξετάσεις, έμεινα εμβρόντητος μόλις το είδα. Όχι τόσο για αυτή καθαυτή την επιλογή του κειμένου, όσο για την άδηλη χρήση του υπό τύπον αυθεντίας – και για τη γλώσσα και για το νόημά του.
Θέλανε προφανώς να καινοτομήσουν. Κι αντί να επιλέξουν – σε τέτοιους καιρούς που ζούμε – έναν Σολωμό ή έναν Παπαδιαμάντη, προτίμησαν ένα απλό, σύνηθες κείμενο από την τρέχουσα δημοσιογραφική καθημερινότητα. Ok! ... Ας καταπιούμε τις αντιρρήσεις μας γι’ αυτήν την αφελή πνευματικώς και παιδαγωγικώς φιλολογική «ευελιξία» και «ανοιχτοσύνη» του Υπουργείου στην κοινωνία, κι ας πούμε ότι είμαστε κατ’ αρχήν σύμφωνοι. Τίθεται όμως ένα επόμενο ζήτημα. Η επιλογή του κειμένου επί του οποίου θα χτιστεί όλη η εξέταση υποβάλλει έμμεσα, αν όχι άμεσα, ένα γλωσσικό πρότυπο. Αν δηλαδή η εξέταση δεν καθοδηγεί επί τούτου τον μαθητή (με τις ερωτήσεις κλπ) να «δει» και να κρίνει τις ενδεχόμενες αδυναμίες του κειμένου, ή αν, ακόμα χειρότερα, σταθεί μόνο στα θετικά του στοιχεία, τότε είναι προφανές πως το κείμενο θα λειτουργήσει εκ των πραγμάτων ως μέτρο γλωσσικής αρτιότητας στο σύνολό του. Αντέχει το συγκεκριμένο κείμενο σ’ έναν τέτοιο ρόλο; Ούτε κατά διάνοια! Δεν αναφέρομαι στο ρηχό χαρακτήρα των ιδεών και των συλλογισμών του. Αυτό θα μπορούσε να είναι και ηθελημένο (εφ’ όσον θα έδινε την ευκαιρία για κριτική ανάγνωσή του). Αναφέρομαι στη γλώσσα του. Ή, για να είμαι πιο ακριβής, στο γλωσσικό του ήθος.
Ας δούμε ένα παράδειγμα ξεκινώντας απ’ την πρώτη κι όλας αράδα: «Είναι δεδομένο – διαβάζουμε – ότι το διαδίκτυο έφερε μια πιο ισότιμη πρόσβαση στη γνώση». Προσπερνώ, αν και δεν θα έπρεπε, την αδόκιμη χρήση του αριθμητικού «μια» ως αόριστου άρθρου. (Τί θα πει «μια» πρόσβαση στη γνώση; ... Αλλά ας πούμε ότι αυτό είναι συγγνωστό αμάρτημα, που το διαπράττουμε κατ’ εξακολούθηση όλοι). Αυτό όμως που δεν μπορεί με τίποτα να προσπεραστεί είναι αυτή η φοβερή έκφραση: «πιο ισότιμη πρόσβαση στη γνώση». Τί θα πει «πιο ισότιμη»; Υπάρχει «περισσότερο» και «λιγότερο» ισότιμος. Ο Μανδραβέλης είναι βέβαια οικονομολόγος[2], και εθισμένος ίσως στα νομίσματα συγχωρείται να αντιλαμβάνεται την ισοτιμία ως κάτι σχετικό. Για τους Έλληνες όμως – θέλω να πω για την ελληνική γλώσσα – η ισοτιμία είναι κάτι απόλυτο. Αυτό μπορεί εύκολα να το καταλάβει κανείς αν επιχειρήσει να σχηματίσει τον συγκριτικό βαθμό του ισότιμος μονολεκτικά: «Ισοτιμότερος»... Αστείο δεν ακούγεται; Κι όχι γιατί δεν στέκει από γραμματικής απόψεως (όπως άλλες ίσως περιπτώσεις), αλλά διότι αντιβαίνει προς το βαθύτερο γλωσσικό μας αισθητήριο, που έχει να κάνει με το νόημα: εκεί που θεμελιώνεται η συνάφεια του νοήματος με τη γλωσσική έκφραση σ’ ένα βαθύτερο, σχεδόν υποσυνείδητο επίπεδο. Με το «καλημέρα» λοιπόν το κείμενο καταφέρει ένα αναπάντεχο χτύπημα στο κληρονομημένο γλωσσικό αίσθημα του ανυποψίαστου και ανυπεράσπιστου παιδιού. Θα πείτε, τέτοια χτυπήματα δεχόμαστε όλοι – παιδιά και μεγάλοι – από τα μέσα ενημέρωσης καθημερινά. Πράγματι. Ας δεχθούμε λοιπόν κι άλλο ένα, έτσι, για να μην πει κανείς πως το σχολείο μας δεν είναι «ανοιχτό» στην κοινωνία ...
Δεύτερο παράδειγμα. Στον κυβερνοχώρο – λέει παρακάτω – λειτουργεί καθένας σύμφωνα με τις ανάγκες και τις δυνατότητές του. Αυτό όμως – συνεχίζει το κείμενο – «δημιουργεί έναν κατακερματισμό της εμπειρίας» ... Ξαναπροσπερνώ το αριθμητικό «ένας» που χρησιμοποιείται για άλλη μια φορά αδόκιμα και καταχρηστικά υπό τύπον αορίστου άρθρου. Και φτάνουμε σ’ αυτή την ασύλληπτη εκφραστική σύνθεση: «δημιουργία κατακερματισμού». Δεν γνωρίζει προφανώς ο Μανδραβέλης, ούτε οι αγαπητοί συνάδελφοι του Υπουργείου Παιδείας, ότι ο κατακερματισμός δεν «δημιουργείται». Κανονικά κανένα κακό δεν «δημιουργείται».[3] Αυτά που περιγράφει το κείμενο μπορεί να «προκαλούν» ή ακόμα καλύτερα να «προξενούν» κατακερματισμό, ή, έστω, να «οδηγούν σε κατακερματισμό». Σε καμιά περίπτωση όμως δεν τον «δημιουργούν». Η λέξη «δημιουργία» και το ρήμα «δημιουργώ» έχει εγγενώς θετικό περιεχόμενο. Δεν νοείται «δημιουργία» κακού πράγματος, παρά και ενάντια στη διαρκή και ακάματη προσπάθεια των δημοσιογράφων να μας πείσουν για το αντίθετο. Να μην επικαλεστώ – ως θεολόγος – ότι η δημιουργική ικανότητα του ανθρώπου είναι χάρισμα του κατ’ εξοχήν δημιουργού, που είναι ο Θεός (υποθέτω πως ούτε του Μανδραβέλη ούτε των προοδευτικών φιλολόγων που ορίζουν τα θέματα ιδρώνει το ορθολογιστικό αυτί με κάτι τέτοια «μεταφυσικά»). Ούτε να παραπέμψω στην ετυμολογία της λέξης (δήμος και έργον, ήτοι έργον για τον δήμο κοκ), διότι κι αυτό μπορεί να θεωρηθεί «αναχρονιστικό». Να θυμίσω μόνο ποιους και πότε αποκαλούμε δημιουργούς στην καθημερινή χρήση της γλώσσας. Και εν πάση περιπώσει, ακόμα και αν όλα αυτά τα αγνοήσουμε, και δούμε τη «δημιουργία» ως απλή «κατασκευή» (οπότε θα μπορούσε καταχρηστικά να νοείται κακή «δημιουργία» υπό την έννοια της κακής «κατασκευής»[4]), ακόμα και τότε δεν μπορεί να μη συναισθανθεί ένας γλωσσικά επαρκής γραφιάς πως άλλο «κατασκευή» κι άλλο «καταστροφή». Όπως δηλαδή δεν «δομείται» η αποδόμηση, έτσι δεν μπορεί να «κατασκευαστεί», πολύ περισσότερο να «δημιουργηθεί» κατακερματισμός.
Αυτά και άλλα παρόμοια βρίσκονται διάσπαρτα στο κείμενο που δόθηκε στα παιδιά. Κι αν στάθηκα κυρίως στη γλώσσα του, δεν σημαίνει πως δεν εγείρονται και σοβαρά ζητήματα ιδεολογίας. Και δεν μιλώ για την ιδεολογική με τη στενή έννοια άποψη του συντάκτη του (για την οποία τόσα και τόσα τού σούρνουν στο διαδίκτυο[5]). Αυτή ας είναι τιμή του και καμάρι του, και ας την κρίνουν οι προϊστάμενοί του και οι αναγνώστες του. Μιλώ εδώ για το άδηλο ιδεολογικό φορτίο που βρίσκεται όχι στις καθαρά διατυπωμένες απόψεις (που μπορούν τα παιδιά να τις κρίνουν), αλλά σε ορισμένες εκφράσεις που είναι ηθελημένα (εκ του πονηρού) επιλεγμένες για να ξεγλιστρήσουν από την κριτική και να υποβάλουν έμμεσα τις ιδέες, ή ακόμα χειρότερα, τη νοοτροπία του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η λέξη «γκρίνιες» που χρησιμοποιεί για να χαρακτηρίσει την κριτική που ασκείται από διαφόρους προς το διαδίκτυο.[6] Δεν λέω. Μπορεί να έχει και δίκιο· και οι περιπτώσεις που αναφέρει να είναι όντως περιπτώσεις γκρίνιας. Δεν είναι αυτό όμως κάτι που θα έπρεπε τα παιδιά να κληθούν να το προσέξουν – και από την άποψη του γλωσσικού-ρητορικού (=προπαγανδιστικού) χειρισμού του συντάκτη, αλλά και από άποψη ουσίας; Δεν θα έπρεπε δηλαδή να ερωτηθούν τα παιδιά αν τα παραδείγματα που αναφέρει το κείμενο είναι όντως περιπτώσεις γκρίνιας; Ή να ερωτηθούν αν υπάρχει άλλη ουσιαστική κριτική στο διαδίκτυο που να μην είναι γκρίνια; Όχι. Ούτε το ίδιο το κείμενο, ούτε οι ερωτήσεις που το συνοδεύουν αφήνουν ανοιχτό τέτοιο ενδεχόμενο.
Ας μη γίνει παρανόηση. Το θέμα δεν είναι βέβαια ούτε το άρθρο του Μανδραβέλη, ούτε οι απόψεις του ή οι ικανότητές του ως γραφιά. Το ζήτημα είναι η επιλογή τού κειμένου του ως βάσεως για τις εξετάσεις της νεοελληνικής γλώσσας, σε συνδυασμό μάλιστα με την πλήρη απουσία κριτικής προσέγγισής του. Να είναι αυτό άραγε ένα δείγμα του τί εννοεί το Υπουργείο όταν επαγγέλλεται το «νέο σχολείο» όπου θα πρυτανεύει η κριτική μάθηση;
Πολιτικό επίμετρο
Ρίχνοντας μια ματιά στο διαδίκτυο είδα πως αρκετοί αντέδρασαν δίνοντας έμφαση στο τί είναι ο συντάκτης του κειμένου και τί απόψεις εκφράζει.[7] Άλλοι στάθηκαν ουδέτερα ή και επαινετικά[8], ενώ κάποιος άλλος είπε: «Πολύ κακό για το τίποτε. Ένα κείμενο καλούτσικο, όχι κάτι εξαιρετικό, όχι κάτι άθλιο».[9] Μήπως έχει δίκιο; Δεν είναι αυτός, πάνω κάτω, ο τρόπος που όλοι, πλην λιγοστών εξαιρέσεων, μιλούμε και γράφουμε; Δεν είναι αυτή η κοινή γλώσσα που σιγά-σιγά διαμορφώσαμε και υιοθετήσαμε – όχι τα τελευταία μόνο χρόνια, αλλά από τη μεταπολίτευση και μετά; Πράγματι, έτσι είναι. Αλλά αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα. Διότι, όπως είναι γνωστό, η γλώσσα δεν είναι ένα απλό «μέσο επικοινωνίας». Είναι μια καίρια διάσταση της ψυχικής μας δομής ως ανθρώπων· της δυνατότητάς μας να σχετιζόμαστε (δημιουργικά ή καταστροφικά) μεταξύ μας και με τον κόσμο.
Όταν, για παράδειγμα, ο Όργουελ έκλεινε το μάτι στους αναγνώστες του, γράφοντας την περίφημη φράση του πως κάποια απ’ τα ζώα της φάρμας ήταν «πιο ίσα» από τα άλλα, δεν έκανε ένα γλωσσικό απλώς παιχνίδι.[10] Αποκάλυπτε με δύο μόνο λέξεις όλη την υποκρισία της σοβιετικής ιδεολογίας. Το έκανε όμως αυτό αξιοποιώντας το κοινό γλωσσικό (επομένως και νοηματικό) αίσθημα ότι η ισότητα είναι μέγεθος απόλυτο. Επομένως η φράση του ήταν ένα «λάθος» με νόημα. Όταν, στον αντίποδα αυτού, ο δημοσιογράφος συντάκτης και οι φιλόλογοι διασκευαστές του κειμένου των εξετάσεων θεωρούν εύλογο να μιλήσουν για μια «πιο ισότιμη» πρόσβαση στη γνώση χωρίς να συναισθάνονται το λάθος τους, ομολογούν ότι ζουν σε άλλον πλανήτη απ’ αυτόν του Όργουελ και του αναγνωστικού του κοινού. Είτε είναι αριστεροί (προοδευτικοί), είτε αντιαριστεροί (συντηρητικοί ή προοδευτικοί), έχουν χωνέψει την ιδέα πως η ισοτιμία ως κοινωνική και πολιτική αξία είναι κάτι σχετικό.
Για να σκεφτούμε λίγο. Τι θα πει αυτό; Θα πει πως έχουμε καταπιεί τη (σοβιετική, όπως και κάθε άλλη ιδεολογική) υποκρισία ως έναν ιδιαίτερο τρόπο για να στεκόμαστε απέναντι στη δική μας προσωπική αδυναμία ή στη γενικότερη ιστορική αδυναμία πραγματώσεως των ουτοπικών ιδεωδών (όπως της ισότητας, της ισοτιμίας κλπ) που δίνουν μορφή στο βαθύτερο αίτημα αυθεντικότητας, χωρίς κατά τ’ άλλα να τολμούμε να τα θέσουμε υπό κρίση. Μένουμε πνευματικώς άφωνοι, αμήχανοι και στατικοί, χωρίς να μπορούμε να αναπροσδιορίσουμε με τρόπο ειλικρινή και ουσιώδη τη θέση μας μεταξύ πραγματικού και μη. «Λύνουμε» έτσι το πρόβλημα ενσωματώνοντάς το στην ίδια τη γλώσσα (δηλαδή στην ψυχική μας συγκρότηση) αρνούμενοι να διακρίνουμε τη διαφορά μεταξύ φαντασιακής ουτοπίας και ρεαλιστικής πραγματικότητας· ή ακόμα χειρότερα, πασαλείβοντας φαντασιακά την πραγματικότητα με ολίγη ουτοπία, σχετικοποιώντας τη δεύτερη. Αυτός θα μπορούσε, νομίζω, να είναι ο ορισμός του «πολιτικώς ορθού» (του πολίτικαλ κορέκτ), του οποίου είναι θιασώτης όχι μόνο ο Μανδραβέλης, αλλά όλη η πολιτική μας νομενκλατούρα, ολόκληρου του πολιτικού φάσματος.
Αυτό δεν αφορά μόνο την πολιτική, αλλά όλες τις πλευρές της ζωής. Γιατί όπως πολύ ορθά το επισημαίνουν κάθε καλοκαίρι οι διαφημίσεις των παγωτών, δεν τρώμε πλέον παγωτό σοκολάτα, αλλά παγωτό «γεύση σοκολάτα». Το «είναι», όχι μόνο του παγωτού αλλά όλου του σύμπαντος που μας περιβάλλει, λιώνει αφήνοντάς μας μόνο την κενή από ουσία «γεύση» του. Εμείς όμως παραμένουμε ευδαίμονες, διατηρώντας την ψευδαίσθηση της ικανοποίησης. Τί άλλο να κάνουμε όμως; Πώς να επιβιώσουμε σ’ αυτόν τον αλλοτριωτικό κόσμο αν δεν θυσιάσουμε κάτι; Αν δεν ωθήσουμε τα ιδεώδη, τις επιθυμίες, τις ανάγκες μας σ’ ένα σκοτεινό βάθος, απ’ όπου να μην μας ζητούν τίποτα περισσότερο από την εντύπωση της ικανοποίησής τους. Να γιατί η γλωσσική σύγχυση είναι όρος επιβίωσης αυτού του ημιπαραιτημένου (αλλά όχι εντελώς) ανθρώπου που φοβάται κατά βάθος πως τα αυθεντικά δημιουργικά του ένστικτα μόνο καταστροφή μπορεί να σημαίνουν. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο που στην επικρατούσα αυτή γλώσσα δεν διακρίνεται η δημιουργία από την πρόκληση κακού. Είναι μια ασυνείδητη άμυνα έναντι του «κινδύνου» να σταθούμε χωρίς τις μάσκες αντιμέτωποι προς τις μύχιες δημιουργικές μας δυνάμεις. Δεν είναι αυτή η εικόνα της σημερινής πολιτικής μας κατάστασης;
Πράγματι λοιπόν. Το θέμα δεν είναι η ημιμάθεια του συντάκτη του κειμένου, ούτε αν το πασοκικό υπουργείο επιβράβευσε έναν καθεστωτικό δημοσιογράφο (όπως λένε πολλοί). Μακάρι να ήταν μόνο αυτό. Φοβάμαι ότι η πραγματικότητα είναι πολύ χειρότερη. Ότι η επιλογή αυτού του κειμένου δείχνει τη συνειδητή ή ασυνείδητη προσπάθεια του πνευματικού κατεστημένου που διοικεί τη χώρα να μην την αφήσει ήσυχη ακόμα κι αν καταρρεύσει πολιτικά. Αυτή η ιστορία μού φέρνει στο νου μια ταινία μεταφυσικού τρόμου που είχα δει μικρός. Λίγο πριν το τέλος ο «καλός» πρωταγωνιστής είχε καταφέρει το καίριο πλήγμα στον «κακό» μέσω του οποίου ενεργούσε ένα δαιμονικό πνεύμα. Κι ενώ όλα οδηγούσαν προς το χάπυ εντ, η οθόνη ζουμάρει ξαφνικά γκρο πλαν στα εφιαλτικά μάτια του «κακού» που ξεψυχούσε, πριν προλάβουμε, κι εμείς οι θεατές κι ο «καλός» πρωταγωνιστής, να αποστρέψουμε το βλέμμα. Φευ! Ο «κακός» πέθανε, αλλά το κακό είχε νικήσει. Δια του βλέμματος είχε διεισδύσει στους ίδιους τους εχθρούς του. Αυτός είναι ο κίνδυνος που διατρέχουμε τώρα ως χώρα. Να καταρρεύσει πολιτικά το καθεστώς και να επιβιώσει η ψυχική του δομή· τουτέστιν η γλώσσα του.
Γι’ αυτό κι εγώ δεν έχω άλλο τί να πω, παρά να επαναλάβω σαν ξόρκι τα λόγια του Ελύτη στο Άξιον Εστί:
Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί,
όπου και να θολώνει ο νους σας,
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Η λαλιά που δεν ξέρει από ψέμα
θα αναπαύσει το πρόσωπο του μαρτυρίου...
όπου και να θολώνει ο νους σας,
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Η λαλιά που δεν ξέρει από ψέμα
θα αναπαύσει το πρόσωπο του μαρτυρίου...
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Βλ. το θέμα των εξετάσεων (εδώ και σε pdf), το πρωτότυπο άρθρο του Π.Μ. στην Καθημερινή 27 Σεπτεμβρίου 2009 (εδώ), και συγκριτική αντιπαραβολή των δύο (εδώ). Βλ επίσης παλαιότερη εισήγησή του Π.Μ. με το ίδιο θέμα σε συνέδριο του ΙΣΤΑΜΕ (εδώ).
[2] Βλ. βιογραφικό του Π.Μ. στην προσωπική ιστοσελίδα του.
[3] Βλ. π.χ. Λεξικό «Μπαμπινιώτη», σελ. 477.
[4] Ό.π.
[5] Βλ. πολιτική κριτική εδώ και εδώ. Και εδώ μια άποψη για το ποιες είναι οι «πηγές» του Π.Μ. και ο τρόπος που τις χρησιμοποιεί στα όρια της λογοκλοπής.
[6] Για το πώς ο Π.Μ. ταυτίζει την κριτική προς το διαδίκτυο με «γκρίνια» βλ. Μανώλη Ανδριωτάκη εδώ,
[7] Βλ. για παράδειγμα εδώ, εδώ, εδώ, εδώ, εδώ και εδώ, ενώ στα ίδια πάνω-κάτω επιχειρήματα με το δικό μου κείμενο γράφει ο Θ. Αθανασιάδης εδώ.
[8] Ουδέτερη ήταν η αναφορά της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων: «Το θέμα αναφέρεται στο διαδίκτυο και θέτει έναν επίκαιρο προβληματισμό. Το ύφος είναι δημοσιογραφικό, σε ορισμένα σημεία αρκετά απλό και σε άλλα πιο σύνθετο.» (βλ. περισσότερα εδώ). Βλ. θετικά σχόλια εδώ, εδώ και εδώ, ενώ πιο "μαχητική" ήταν η υπεράσπιση της επιλογής του κειμένου του Π.Μ. από τον φιλόλογο και συγγραφέα Δημήτρη Φύσσα εδώ και εδώ.
[9] Βλ. εδώ.
[10] Χαρακτηριστική φράση του Τζωρτζ Όργουελ από το βιβλίο του Η Φάρμα των Ζώων (1945).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου