Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2011

Ἡ ζωγραφική παράδοσις τοῦ Ἁγίου Ὄρους

Το Αγιο Ορος λόγω της πληθώρας των τοιχογραφιών, φορητών εικόνων και εικονογραφημένων χειρογράφων όλων των εποχών, αποτελεί ίσως την πιο σημαντική πηγή για να γνωρίσει όχι μόνον ο απλός προσκυνητής αλλά και ο επιστήμονας την ιστορία της βυζαντινής και της μεταβυζαντινής ζωγραφικής και καλλιτεχνίας.

Ψηφιδωτά και τοιχογραφίες

Τα περισσότερα και σημαντικότερα δείγματα τα ζωγραφικής τέχνης ανήκουν στη Μακεδονική σχολή (13ος-14ος αι) και την Κρητική σχολή (16ος αι.). Τα δείγματα της ζωγραφικής τέχνης των προηγουμένων αιώνων είναι ελάχιστα. Η αιτία θα πρέπει να αναζητηθεί στις αλλεπάλληλες καταστροφές, τις πυρκαιές, τις ανακαινίσεις και τις αναζωγραφίσεις.

Τα πρώιμα δείγματα

Τα μόνα δείγματα του 11ου αι. είναι δυο ψηφιδωτά στο καθολικό της μονής Βατοπεδίου. Το ένα απεικονίζει τον Ευαγγελισμό με τις μορφές της Παναγίας και του Αρχαγγέλου Γαβριήλ και το άλλο τη δέηση με το Χριστό ένθρονο σε στάση παράκλησης, την Παναγία και τον Ιωάννη Πρόδρομο. Ολος ο υπόλοιπος ναός ήταν διακοσμημένος με τοιχογραφίες, οι οποίες όμως εξαφανίστηκαν κάτω από τις νέες τοιχογραφίες του ναού του 1312.
Τοιχογραφίες του 12ου αι. σώζονται σε καλή κατάσταση στο κελί του Ραβδούχου κοντά στις Καρυές. Εικονίζονται ολόσωμοι οι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος. Επίσης στην Τράπεζα της μονής Βατοπεδίου διακρίνονται τα κεφάλια τριών Αποστόλων. Η τεχνοτροπία είναι γραμμική και τα πρόσωπα έχουν ζωηρό ύφος.
Δείγματα των αρχών του 13ου αι. διασώθηκαν στη μονή Χιλανδαρίου και συγκεκριμένα στο κελί της Αγίας Τριάδας και στον πύργο του Αγίου Γεωργίου. Οι μορφές της Παναγίας, του Χριστού και κάποιων ιεραρχών είναι μνημειώδεις και χαρακτηρίζονται από δεξιοτεχνία. Αντίθετα στον Αγιο Γεώργιο όλα τα στοιχεία είναι πιο απλά και δείχνουν εργασία λιγότερο επιμελημένη και εμπνευσμένη.

Μακεδονική Σχολή

Η Μακεδονική Σχολή με κέντρο τη Θεσσαλονίκη άκμασε τον 13ο-14ο αι. Σημεία αναφοράς αυτής της σχολής είναι ρεαλισμός στην απεικόνιση των μορφών, όχι μόνον στα εξωτερικά χαρακτηριστικά αλλά και στην απόδοση του εσωτερικού κόσμου των μορφών και κυρίως του πάθους. Οι συνθέσεις είναι πολυπρόσωπες, όλες οι μορφές κινούνται μέσα στο χώρο, ο οποίος είναι διευρυμένος και αποδίδεται με αξιοσημείωτο βάθος.
Αγιογράφοι της Θεσσαλονίκης κλήθηκαν να ζωγραφίσουν καθιδρύματα στο Αγιο Ορος. Ετσι εικονογραφήθηκαν το Πρωτάτο και τα καθολικά των μονών Μεγίστης Λαύρας, Βατοπεδίου, Χιλανδαρίου, Παντοκράτορος, η Τράπεζα και ο Κοιμητηριακός ναός της Μονής Παντοκράτορος. Ονομαστά εργαστήρια της Μακεδονικής Σχολής υπήρχαν πολλά αλλά πάνω από όλα στεκόταν το εργαστήριο του Μανουήλ Πανσέληνου.
Ολες οι πληροφορίες σχετικά με τον Μανουήλ Πανσέληνο προέρχονται από το σύγγραμμα Ερμηνεία της Ζωγραφικής Τέχνης των αρχών του 18ου αι. Συγγραφέας του ήταν ο ιερομόναχος και αγιογράφος Διονύσιος από τα Φουρνά της Ευρυτανίας που μόνασε στο Αγιο Ορος στο α’ μισό του 18ου αι. Ο Διονύσιος απέδιδε στον Μανουήλ Πανσέληνο τις τοιχογραφίες του Πρωτάτου στις Καρυές, τις τοιχογραφίες του εξωνάρθηκα του καθολικού της Μονής Βατοπεδίου, του καθολικού των Μονών Παντοκράτορος και Μεγίστης Λαύρας και πλήθος φορητές εικόνες σε μονές εντός και εκτός του Αγίου Ορους.
Η επιστημονική έρευνα έχει αποδεχθεί ως γνήσια έργα του Μανουήλ Πανσέληνου στο Αγιο Ορος τις τοιχογραφίες του Πρωτάτου, του εξωνάρθηκα του καθολικού της μονής Βατοπεδίου, μια κεφαλή του Αγίου Νικολάου στο καθολικό της Μεγίστης Λαύρας (η υπόλοιπη σύνθεση έχει αναζωγραφιστεί), μια φορητή εικόνα του Αγίου Δημητρίου στη Λαύρα και δυο εικόνες του Αγίου Δημητρίου και Αγίου Γεωργίου στη μονή Βατοπεδίου. Εργα του έχουν εντοπιστεί σε μνημεία της Θεσσαλονίκης και άλλων πόλεων της Μακεδονίας. Οι τοιχογραφίες του Μανουήλ Πανσέληνου ξεχωρίζουν από τα φωτεινά τους χρώματα, την ολοκληρωμένη απόδοση των μορφών, την αναδυόμενη πνευματικότητα αλλά και τη μεγαλοπρέπεια των ζωγραφικών συνθέσεων.
Όμως εκτός από αυτά του Μανουήλ Πανσέληνου, έργα της Μακεδονικής σχολής μπορεί να θαυμάσει κανείς και στο καθολικό της μονής Χιλανδαρίου, καθώς όλη η εικονογράφηση του ναού έγινε από το εργαστήριο των φημισμένων ζωγράφων Μιχαήλ Αστραπά και Ευτυχίου.
Τα χαρακτηριστικά της Μακεδονικής σχολής θα παραμείνουν παρόντα σε όλες τις τοιχογραφίες και τις φορητές εικόνες στο Αγιο Ορος μέχρι τις αρχές του 16ου αι. Πάντως την εποχή αυτή παρατηρείται μια βαθμιαία πτώση της ποιότητας των ζωγραφικών έργων. Παράδειγμα αποτελούν οι τοιχογραφίες στο παρεκκλήσι του Προδρόμου στο Πρωτάτο των Καρυών που φιλοτεχνήθηκαν το 1526.

Κρητική Σχολή

Ο 16ος αι. σηματοδοτεί την απομάκρυνση από τα χαρακτηριστικά της Μακεδονικής σχολής και την επικράτηση των χαρακτηριστικών μιας νέας σχολής, της Κρητικής. Η πιστή απόδοση των εξωτερικών χαρακτηριστικών και η απεικόνιση της ψυχοσύνθεσης δίνει τη θέση της σε μια πιο αυστηρή εικονογραφία. Οι μορφές είναι ψηλόλιγνες, λιπόσαρκες και διαθέτουν μια χαρακτηριστική ασκητική ευγένεια.
Κυριότερος εκπρόσωπος αυτής της σχολής είναι ο Θεοφάνης Στρυλίτζας από το Ηράκλειο της Κρήτης. Ο Θεοφάνης εικονογράφησε το καθολικό της μονής Μεγίστης Λαύρας το 1535 και το καθολικό και τις Τράπεζες της μονής Σταυρονικήτα και της Μεγίστης Λαύρας μαζί με τους γιους του Συμεών και Νεόφυτο, που ακολούθησαν την τέχνη του και έγιναν ζωγράφοι. Στον Θεοφάνη αποδίδονται επίσης και οι τοιχογραφίες στο παρεκκλήσι του Προδρόμου στη μονή Σταυρονικήτα. Οι τοιχογραφίες του Θεοφάνη χαρακτηρίζονται από μια σταθερή οργάνωση της σύνθεσης με τέλειο στήσιμο των μορφών, τις πολλές πτυχώσεις των ενδυμάτων που χαρίζουν μια φυσικότητα, ευγενικά πρόσωπα και φωτεινά χρώματα.
Το καθολικό της μονής Διονυσίου φιλοτεχνήθηκε το 1546/47 από τον Κρητικό ζωγράφο Τζώρτζη, έναν καλλιτέχνη, που παρότι μιμήθηκε τον Θεοφάνη, ωστόσο οι μορφές του έχουν μεγαλύτερη σχηματικότητα και περισσότερο πάθος. Μερικά χρόνια αργότερα (1568) ο Τζώρτζης εικονογράφησε και το καθολικό της μονής Δοχειαρίου. Από άλλους καλλιτέχνες της Κρητικής σχολής εικονογραφήθηκαν τον 16ο αι. τα καθολικά των μονών Κουτλουμουσίου και Ιβήρων, οι Τράπεζες των μονών Φιλοθέου και Μεγίστης Λαύρας και η Μολυβοκκλησιά στις Καρυές.
Το παλαιό καθολικό της μονής Ξενοφώντος, το κελί του Αγίου Προκοπίου, το παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου στη μονή Αγίου Παύλου εικονογραφήθηκαν από τον Αντώνιο, ο οποίος καταγόταν από την ηπειρωτική Ελλάδα, όμως ακολουθούσε πιστά τους κανόνες της Κρητικής σχολής, αλλά η τέχνη του δεν είναι εφάμιλλη του Θεοφάνη. Τις τοιχογραφίες του νάρθηκα του παλαιού καθολικού της μονής Ξενοφώντος φιλοτέχνησε ο Θεοφάνης, ένας συνώνυμος ζωγράφος του Θεοφάνη Στρυλίτζα.
Αν και το πιο αγαπητό θέμα στις Τράπεζες των μονών είναι ο Μυστικός Δείπνος, στους τοίχους της Τράπεζας της Μεγίστης Λαύρας ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει πολλούς Ελληνες φιλοσόφους και συγγραφείς της αρχαιότητας, όπως ο Σωκράτης, ο Αριστοτέλης και ο Πλούταρχος.
Παράλληλα με την Κρητική σχολή, ιδιαίτερα αγαπητή είναι αυτή την εποχή και η τέχνη του Φράγκου Κατελλάνου αγιογράφου από τη Θήβα. Τα αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά της τέχνης του είναι οι πολυπρόσωπες συνθέσεις και το πλήθος των αρχιτεκτονημάτων στο βάθος της σύνθεσης. Οι μορφές κινούνται και έχουν μια εκφραστικότητα πιο έντονη από εκείνη της Κρητικής σχολής, ενώ με τη βοήθεια των φωτεινών χρωμάτων οι συνθέσεις χαρακτηρίζονται από αφηγηματικότητα και μεγαλύτερη κίνηση από εκείνη των μορφών της Κρητικής Σχολής. Ο Κατελλάνος εικονογράφησε στο Αγιο Ορος το 1560 το παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου στο καθολικό της μονής Μεγίστης Λαύρας, ενώ έργα του υπάρχουν σε πολλές μονές της υπόλοιπης Ελλάδας.
Τον 17ο αι. συνεχίζεται η κυριαρχία της Κρητικής τέχνης, η οποία όμως συνδυάζεται με στοιχεία της λαικής παράδοσης, που προέρχονται κυρίως από τη δυτική Ελλάδα. Τα σημαντικότερα έργα αυτής της περιόδου είναι οι τοιχογραφίες στην Τράπεζα και στο παρεκκλήσι του Ακάθιστου Υμνου στη μονή Διονυσίου, φιλοτεχνημένες από τον Μακάριο το 1615, και στη φιάλη της μονής Μεγίστης Λαύρας.
Αξιόλογη είναι η εικονογράφηση της Τράπεζας της μονής Χιλανδαρίου, η οποία έγινε το 1623 από τον Σέρβο μοναχό George Mitrophanovitch. Οι συνθέσεις αυτές δείχνουν καλλιτέχνη επηρεασμένο από τα διδάγματα και τα χαρακτηριστικά της Μακεδονικής σχολής.

Ο 18ος αι.

Η αυγή του 18ου αι. έφερε μια ανανέωση στην τεχνοτροπία των τοιχογραφιών στο Αγιο Ορος καθώς εμφανίστηκαν δυο τάσεις, αυτή της επιστροφής στα πρότυπα της Μακεδονικής σχολής με κύριο εκφραστή τον Διονύσιο από τα Φουρνά και εκείνη της παρακολούθησης της σύγχρονης τεχνοτροπίας στην αγιογραφία, τάση που εκφράστηκε με τη πρόσκληση στο Αγιο Ορος Ηπειρωτών ζωγράφων.
Ο Διονύσιος από τα Φουρνά, που είναι πολύ γνωστός από το σύγγραμμά του Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης μόνασε στο Αγιο Ορος σε κελί κοντά στις Καρυές. Δείγματα της τέχνης του σώζονται στους τοίχους του κελιού του και σε πολλές φορητές εικόνες. Μια από αυτές, η εικόνα των Δώδεκα Αποστόλων βρίσκεται στο τέμπλο του καθολικού της μονής Καρακάλλου. Δεν είναι ιδιαίτερα αξιόλογος καλλιτέχνης, αλλά η επίδρασή του στους σύγχρονούς του ήταν σημαντική. Ετσι εμφανίστηκαν αρκετοί ζωγράφοι που μιμήθηκαν την τέχνη του 14ου-15ου αι. σημαντικότερος από τους οποίους ήταν ο ζωγράφος Κοσμάς από τη Λήμνο -για τον οποίο δεν γνωρίζουμε τίποτε-, που φιλοτέχνησε τις τοιχογραφίες του παρεκκλησίου του Αγίου Δημητρίου στο καθολικό της μονής Βατοπεδίου.
Από καλλιτέχνες Ηπειρώτες φιλοτεχνήθηκαν οι τοιχογραφίες στο καθολικό της μονής Καρακάλλου, στον εξωνάρθηκα του καθολικού της μονής Βατοπεδίου και αλλού. Ειδικότερα ο Δαβίδ Σεληνιτζιώτης από την Αυλώνα της Αλβανίας τοιχογράφησε το νάρθηκα του παρεκκλησίου της Παναγίας Παναγίας Κουκουζέλισσας στη μονή Μεγίστης Λαύρας. Είναι ικανός ζωγράφος, ο οποίος συνδυάζει τα στοιχεία της Μακεδονικής Σχολής με δυτικοευρωπαικές επιδράσεις. Μέχρι το τέλος του 18ου αι. οι Ηπειρώτες αγιογράφοι εκτέλεσαν πολλές παραγγελίες στο Αγιο Ορος. Πάντως ήδη από τα τέλη του 18ου αι. οι μοναχοί αρχίζουν να προτιμούν να αναθέτουν τις εικονογραφήσεις των μονών σε καλλιτέχνες από τη Γαλάτιστα της Χαλκιδικής.
Οι Ηπειρώτες καλλιτέχνες που προέρχονταν κυρίως από χωριά της Ηπείρου, καθώς και από τα Γιάννενα και την Καστοριά είχαν ενσωματώσει πολλά λαικά στοιχεία στην τέχνη τους και χρησιμοποιούσαν λεπτομέρειες της κοσμικής ζωγραφικής στις αγιογραφίες. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι παράλληλα με την αγιογραφία ασχολούνταν και με τη διακόσμηση κατοικιών και είχαν αναπτύξει κοινή θεματολογία. Επίσης ενσωμάτωναν στα έργα τους και στοιχεία δυτικότροπα που θυμίζουν το μπαρόκ.
Τον 18ο αι. οι καλλιτέχνες που φιλοτέχνησαν τις μονές του Αγίου Ορους είναι επηρεασμένοι από τα δυτικά πρότυπα ζωγραφικής. Η έλευση χιλιάδων Ρώσων μοναχών στις μονές και τις σκήτες του Αγίου Ορους και η εικονογράφηση των ρωσικών καθιδρυμάτων επέτειναν ακόμη περισσότερο την απομάκρυνση από τα βυζαντινά πρότυπα. Φανερά επηρεασμένοι από τη νέα τεχνοτροπία είναι οι Ιωασαφαίοι που μόναζαν τον 19ο αι. στα Καυσοκαλύβια. (see in Portable icons)

Φορητές εικόνες

Οι φορητές εικόνες που βρίσκονται στο Αγιο Ορος σε καθολικά, παρεκκλήσια και παρεκκλήσια, σε εικονοφυλάκια, σε σκήτες, σε κελιά και οπουδήποτε αλλού είναι παρά πολλές, πρακτικά ακαταμέτρητες. Μάλιστα με τις ερευνητικές εργασίες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και με τα έργα συντήρησης και αποκατάστασης που πραγματοποιεί το Κέντρο Διαφύλαξης Αγιορείτικης Κληρονομιάς σχεδόν καθημερινά ανακαλύπτονται εικόνες, οι οποίες είτε ήταν εξαφανισμένες, είτε απλά δεν ήταν καταγραμμένες πουθενά. Ο αριθμός τους εκτιμάται περίπου στις 20.000, πράγμα που καθιστά το Αγιο Ορος, το μέρος με τη μεγαλύτερη συλλογή εικόνων στον κόσμο.
Οι περισσότερες εικόνες στον Αθω χωρίζονται σε δυο μεγάλες κατηγορίες, σε εικόνες προσκυνήσεως (λατρευτικές) και σε εικόνες τέμπλου και βημόθυρα. Οι πρώτες συνήθως ήταν τοποθετημένες σε εικονοστάσια ή ήταν φορητές και τοποθετούνταν σε θέσεις μέσα στους ναούς, ανάλογα με το χριστιανικό εορτολόγιο. Οι δεύτερες ήταν τοποθετημένες στο τέμπλο που χωρίζει το ιερό βήμα από τον κυρίως ναό.
Χρονολογικά οι φορητές εικόνες χωρίζονται σε τρεις περιόδους. Η πρώτη περίοδος περιλαμβάνει εικόνες της βυζαντινής εποχής και της πρώιμης οθωμανικής περιόδου (εκτείνεται μέχρι το 1535), η δεύτερη εικόνες που φιλοτεχνήθηκαν μεταξύ του 1535 και του 1711 και η τρίτη περίοδος εικόνες από το 1711 μέχρι τα μέσα του 19ου αι.

Α’ περίοδος (Βυζαντινή εποχή και πρώιμη οθωμανική περίοδος)

Πολύ λίγες είναι οι εικόνες που χρονολογούνται πριν την Παλαιολόγεια περίοδο. Μέχρι τον 13ο αιώνα οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν περισσότερο τη μνημειακή ζωγραφική, όπως τις τοιχογραφίες και τα ψηφιδωτά και λιγότερο τις εικόνες. Η υιοθέτηση ξύλινων υψηλών τέμπλων στους ναούς, διακοσμημένων με εικόνες έδωσε ώθηση στην παραγωγή εικόνων.
Οι ψηφιδωτές εικόνες που σώζονται είναι πολύ λίγες. Συνήθως είναι εικόνες μικρού μεγέθους, φτιαγμένες από πολύ μικρές ψηφίδες, με υψηλή τεχνική και χρυσό φόντο. Αξιομνημόνευτες είναι δυο ψηφιδωτές εικόνες του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Δημητρίου στη μονή Ξενοφώντος (χρονολογούμενες τον 12ο αι.), η Παναγία Οδηγήτρια στη μονή Χελανδαρίου (12ος αι.), ο Αγιος Νικόλαος στη μονή Σταυρονικήτα και ο Ιωάννης ο Θεολόγος στη μονή Μεγίστης Λαύρας (χρονολογούνται σε μεταγενέστερη περίοδο).
Οι πιο παλιές εικόνες βρίσκονται στη μονή της Μεγίστης Λαύρας χρονολογούνται στον 11ο αι. και απεικονίζουν η πρώτη τους πέντε αγίους της Σεβάστειας και η δεύτερη τον Αγιο Παντελεήμονα. Εικόνες του 12ου αι. υπάρχουν στη μονή Χιλανδαρίου και στη μονή Βατοπεδίου.
Αντίθετα υπάρχουν πολύ περισσότερες εικόνες της Παλαιολόγειας περιόδου και οι έρευνες ανακαλύπτουν ακόμη περισσότερες. Οι εικόνες αυτές προέρχονται από τα μεγαλύτερα καλλιτεχνικά κέντρα της Κωνσταντινούπολης και της Θεσσαλονίκης και είναι φιλοτεχνημένες σύμφωνα με τις τρέχουσες καλλιτεχνικές επιρροές. Οι περισσότερες απεικονίζουν τον Χριστό Παντοκράτορα και την Παναγία Οδηγήτρια, ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου και η Σταύρωση. Λαμπρά δείγματα αυτής της περιόδου σώζονται κυρίως στις μονές Χελανδαρίου, Παντοκράτορος, Ιβήρων, Βατοπεδίου και Μεγίστης Λαύρας.
Μια ιδιαίτερη κατηγορία εικόνων είναι οι αμφιπρόσωπες, δηλαδή εικόνες που είναι ζωγραφισμένες και στις δυο πλευρές. Συνήθως στη μια πλευρά απεικονίζεται η Παναγία ή ο Χριστός και στην άλλη κάποια σκηνή από τα πάθη του Χριστού. Χαρακτηριστικά δείγματα αυτής της τέχνης είναι οι τρεις εικόνες που παρουσιάστηκαν στην έκθεση «Οι Θησαυροί του Αγίου Ορους». Η πρώτη απεικονίζει στη μια πλευρά τον Ιωάννη τον Βαπτιστή και στην άλλη τον Ιωάννη τον Βαπτιστή με την Παναγία που κρατά στην αγκαλιά της το μικρό Ιησού. Η δεύτερη απεικονίζει στη μια πλευρά τον Ιησού και στην άλλη τον Αγιο Αθανάσιο. Και οι δυο αυτές εικόνες προέρχονται από τη μονή Παντοκράτορος. Μια τρίτη, προερχόμενη από τη μονή του Αγίου Παύλου, απεικονίζει στη μια πλευρά την Παναγία Οδηγήτρια και στην άλλη τη Σταύρωση.

Β’ Περίοδος (1535-1711)

Η περίοδος ξεκινά με την έλευση του Κρητικού ζωγράφου Θεοφάνη στο Αγιο Ορος και το έργο του εκεί και τελειώνει με την εμφάνιση του Διονυσίου από τα Φουρνά, ο οποίος κηρύττει την επάνοδο στην τεχνική της Μακεδονικής Σχολής. Κατά τον 16ο αι. οι Κρητικοί ζωγράφοι, εκτός από τις τοιχογραφίες, φιλοτέχνησαν ολόκληρες σειρές από φορητές εικόνες. Ολες σχεδόν οι μονές του Αγίου Ορους διαθέτουν εικόνες της Κρητικής Σχολής. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζουν οι εικόνες (δεσποτικές, αποστολικές και δωδεκαεόρτου) που ζωγράφισε ο Θεοφάνης Στρυλίτζας μαζί με τους υιούς του θα στη μονή Μεγίστης Λαύρας, στη μονή Σταυρονικήτα, στη μονή Ιβήρων, στη μονή Παντοκράτορος και στη μονή Γρηγορίου.
Εκτός από τις εικόνες του Θεοφάνη στο Αγιο Ορος υπάρχουν εικόνες-έργα των Κρητών ζωγράφων Euphrosynos στη μονή Διονυσίου, Michael Damaskinos στη μονή Σταυρονικήτα, Constantinos Palaiokapas στη μονή Καρακάλου, Ioannis Apakas στη μονή Μεγίστης Λαύρας. Από τις εικόνες του Eyphrosynos ξεχωρίζουν ο Χριστός, η Παναγία Παρθένος και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, όλοι σε στάση Μεγάλης Δέησης.
Στις φορητές εικόνες της δεύτερης περιόδου είναι εμφανή όλα τα χαρακτηριστικά της Κρητικής σχολής, δηλαδή η πνευματικότητα και η προβολή του εσωτερικού κόσμου των απεικονιζομένων προσώπων, τα πλούσια χρώματα και οι λεπτομέρειες στη σύνθεση.

Γ’ Περίοδος (1711-μέσα 19ου αι.)

Η τρίτη περίοδος ξεκινά με τη ζωγραφική παραγωγή του Διονυσίου από τα Φουρνά, ο οποίος θαύμασε το έργο του Μανουήλ Πανσέληνου, άρχισε να ζωγραφίζει μιμούμενος την τεχνοτροπία της Μακεδονικής σχολής και προέτρεπε τους συγχρόνους του να κάνουν και εκείνοι το ίδιο. Την αναβίωση της τεχνοτροπίας της Μακεδονικής σχολής ακολούθησαν στις φορητές εικόνες που φιλοτέχνησαν και άλλοι ζωγράφοι, όπως ο David of Selenitsa και ο Kosmas of Lemnos.
Από τα μέσα του 18ου αι. οι περισσότερες εικόνες στο Αγιο Ορος φιλοτεχνήθηκαν από ζωγραφικά εργαστήρια της Χαλκιδικής. Οι εικόνες αρχίζουν να αποκτούν μια τεχνοτροπία λαική και επαρχιακή. Επίσης από τον 19ο αι. αρχίζει να γίνεται αισθητή η επιρροή της δυτικοευρωπαικής τεχνοτροπίας στις ζωγραφικές συνθέσεις και η απομάκρυνση από τις αρχές της βυζαντινής ζωγραφικής.
Μάλιστα από τα μέσα του 19ου αι. και μέχρι τη δεύτερη δεκαετία του 20ου αι. η έλευση δεκάδων χιλιάδων Σλάβων μοναχών στο Αγιο Ορος και το κτίσιμο εκατοντάδων νέων παρεκκλησιών είχε ως αποτέλεσμα την παραγωγή χιλιάδων εικόνων για να τοποθέτησή τους στα παρεκκλήσια αυτά. Οι περισσότερες παρήχθησαν στο Αγιο Ορος από Ελληνες μοναχούς, οι οποίοι μιμήθηκαν τα πρότυπα της ρωσικής εικονογραφικής παράδοσης.
Αντίθετα από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 άρχισε μια στροφή των αγιογράφων προς τη βυζαντινή παράδοση. Τη δεκαετία του 1970 οι αγιογράφοι στον Αθω προσκολλήθηκαν στις αρχές της Κρητικής σχολής. Την επόμενη δεκαετία τα καλλιτεχνικά εργαστήρια των Καρυών επιχείρησαν μια σύνθεση των χαρακτηριστικών της Παλαιολόγειας και της Κρητικής σχολής. Συγκεκριμένα υιοθέτησαν τα σχέδια του Πανσέληνου και τα χρώματα και την τεχνική των Κρητών ζωγράφων. Η σύνθεση αυτή γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία και εξαπλώθηκε έξω από το Αγιο Ορος στα περισσότερα από τα γυναικεία μοναστήρια της Ελλάδας. Όμως μετά από 20 χρόνια η τεχνοτροπία αυτή έχει χάσει πλέον κάθε φρεσκάδα και έμπνευση και έχει καταλήξει σε έναν τυπικό μανιερισμό.

Οι θαυματουργές εικόνες

Μια ξεχωριστή κατηγορία εικόνων είναι οι θαυματουργές εικόνες, αυτές δηλαδή που σύμφωνα με την παράδοση, πραγματοποίησαν ή και πραγματοποιούν ακόμη θαύματα. Οι εικόνες αυτές παριστάνουν συνήθως την Παναγία. Συνήθως είναι καλυμμένες από μεταλλικά καλύμματα από πολύτιμα μέταλλα (χρυσός, ασήμι, πλατίνα, κλπ.)
Οι γνωστότερες είναι η Θεοτόκος «Αξιον Εστίν», που φυλάσσεται στο Ιερό Βήμα στο Πρωτάτον στις Καρυές, η Παναγία «η Πορταίτισσα», που φυλάσσεται σε παρεκκλήσι στη μονή Ιβήρων, η Παναγία «η Τριχερούσα» που βρίσκεται στη μονή Χελανδαρίου, η «Γοργοεπήκοος» που φυλάσσεται στη μονή Δοχειαρίου σε παρεκκλήσι μεταξύ του καθολικού και της Τραπέζης, η «Κτιτόρισσα ή Βηματάρισσα» στη μονή Βατοπεδίου, η Παναγία η «Κουκουζέλισσα» στη μονή Μεγίστης Λαύρας, ο άγιος Νικόλαος «ο Στρειδάς» στη μονή Σταυρονικήτα, η Παναγία «η Γλυκοφιλούσα» στη μονή Φιλοθέου, η Παναγία η «Κουκουζέλισσα» στο ομώνυμο παρεκκλήσι στη μονή Μεγίστης Λαύρας, η Παναγία «η Οδηγήτρια» στη μονή Κωνσταμονίτου, κ.α.
Πρόκειται για εικόνες, οι οποίες είναι συνδεδεμένες με την παράδοση και έχουν έντονο λατρευτικό χαρακτήρα. Ολες βρίσκονται σε ιδιαίτερα τιμητική θέση στη μονή που ανήκουν. Εξαίρεση αποτελεί η εικόνα του «Αξιον Εστί» που φυλάσσεται στο Ιερό Βήμα του Πρωτάτου.
Οι εικόνες αυτές γίνονται αντικείμενο λατρείας από τους μοναχούς και τους πιστούς προσκυνητές. Τα τελευταία χρόνια οι εικόνες εκτίθενται και εκτός του Αθω σε μια προσπάθεια να γίνουν προσιτές και σε πιστούς οι οποίοι δεν είχαν το δικαίωμα να εισέλθουν στο Αγιο Ορος (π.χ. γυναίκες) ή τους είναι εξαιρετικά δύσκολο να ταξιδεύσουν ως εκεί.

http://www.imma.edu.gr/macher/subjects/athos/art.html#toc002

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου