Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2012

Νίκος Γκατζογιάννης: Ο Εμφύλιος στοιχειώνει την πολιτική ζωή ακόμη

Νίκος Γκατζογιάννης
«Εκεί, πέρα από τη βουνοκορφή, είναι τα σύνορά μας με την Αλβανία». Το βλέμμα μου ακολούθησε τη νοητή γραμμή από τον δείκτη του Νίκου Γκατζογιάννη μέχρι την οροσειρά Μουργκάνα, που έλαμπε χιονισμένη κάτω από τον χειμωνιάτικο ήλιο.

Βρισκόμασταν με τον συγγραφέα του βιβλίου «Ελένη» στο χωριό του, τον Λια στην Ηπειρο, το οποίο κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου είχε στρατηγική σημασία λόγω της κομβικής του θέσης, ανάμεσα σε δύο στρατούς, δύο κόσμους, δύο ιδεολογίες. Τα περισσότερα διάσπαρτα σπίτια ήταν κλειστά, αλλά νοικοκυρεμένα, οι οξιές και τα έλατα έφταναν μέχρι τον δρόμο, γάργαρες πηγές κελάρυζαν σε ορισμένα σημεία. Ενας μικρός παράδεισος με τον καθαρό αέρα να γεμίζει τα πνευμόνια και τη διαύγεια του φωτός να τσούζει τα μάτια.

Λίγο αργότερα επισκεφθήκαμε το πατρικό του. Στο κατώι, υπήρξε φυλακισμένη η μάνα του με άλλους συγχωριανούς της. Είχε φυγαδεύσει τα παιδιά της στην Αμερική όπου ζούσε ο άντρας της, ώστε να μην καταλήξουν στο ανατολικό μπλοκ. Εκτελέστηκε από αντάρτες σε μια γειτονική ρεματιά. Ο κηπάκος μπροστά στο σπίτι, σήμερα γεμάτος χορτάρι, ήταν ένας πρώην ομαδικός τάφος για 37 άλλους χωριανούς. Εξήντα τρία χρόνια πριν και ακόμα η μνήμη είναι ζωντανή.

Το βιβλίο του Γκατζογιάννη που μιλάει για τον χαμό της έχει πουληθεμι εκατομμύρια αντίτυπα, έγινε ταινία στo Χόλιγουντ, ζήτημα πολιτικής αντιπαράθεσης καθώς ήταν το πρώτο που εκδόθηκε στην Ελλάδα, περιγράφοντας (το 1983) ένα κεφάλαιο του Εμφυλίου

Ευθυτενής, με τη ζωντάνια του εν ενεργεία δημοσιογράφου, ο παλαιός ερευνητής των New York Times, δείχνει πάντα ετοιμοπόλεμος. Μιλάει αγγλικά με παρεμβολές ελληνικών λέξεων και φράσεων, που έχουν ακόμα τη χροιά της ηπειρώτικης λαλιάς. Ο περίπατός μας καταλήγει στο ζεστό σπίτι ενός φιλικού του ζεύγους που μένει μόνιμα στον Λια.
Το τραπέζι είναι στρωμένο, με όλα τα καλά. Η συζήτηση αρχίζει.


Νοητό «μνημείο»

«Το βιβλίο “Ελένη” είναι ένα νοητό μνημείο για τη θυσία της μητέρας μου. Θα σταθεί σε βάθος χρόνου και κανείς δεν μπορεί να το καταστρέψει όπως τα ηρώα στα ελληνικά χωριά που οι δήμαρχοι τα ξηλώνουν κάθε 50 χρόνια. Από τότε που την έχασα στα εννέα μου χρόνια, είχα συναίσθηση ότι έπρεπε να της αποδώσω την οφειλόμενη τιμή. Εγινα ερευνητής ρεπόρτερ για να αναπτύξω τις δεξιότητες ώστε να εντοπίσω μετά πολλά χρόνια τον δικαστή που διέταξε την εκτέλεσή της. Οταν τελικά τον συνάντησα, βρήκα μπροστά μου ένα γερασμένο, ανήμπορο κουρέλι. Δεν παραδέχθηκε τίποτα, αλλά έφυγα έχοντας βρει την ειρήνη μέσα μου» λέει ο Γκατζογιάννης.


«Ηθελα να περιγράψω τη ζωή σε ένα ορεινό χωριό της Μεσογείου που παρέμενε ίδια για αιώνες μέχρι και το 1940. Εκανα εκατοντάδες συνεντεύξεις με χωριανούς γράφοντας το βιβλίο και αναβαπτίστηκα στην ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής και του ίδιου του τόπου που άφησα πίσω μου παιδί. Νομίζω ότι αυτό που κάνει την «Ελένη» καλό βιβλίο δεν είναι μόνο η αλήθεια του, αλλά ο τρόπος με τον οποίον είναι γραμμένη».

Ολα τα στοιχεία ήταν αληθή

– Η «Ελένη» εξεδόθη κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ο πρόεδρος Ρέιγκαν μίλησε επαινετικά για την έκδοση, γνώρισε αμέσως τεράστια επιτυχία, καθώς μιλούσε για την εκτέλεση μιας αθώας γυναίκας και των συγχωριανών της από αντάρτες. Δεν φοβηθήκατε ποτέ ότι η οικογενειακή σας ιστορία έγινε τμήμα μιας γενικότερης προπαγάνδας;

– Δεν έγραψα τη σύνοψη του Εμφυλίου Πολέμου στην Ελλάδα, εξυπηρετώντας σκοπιμότητες, προβάλλοντας μόνο μια οπτική. Εγραψα τι συνέβη στην οικογένειά μου και το χωριό μου. Ηταν χρέος μου. Προπαγάνδα δεν υπήρχε μόνο στο εξωτερικό αλλά και εδώ. Το βιβλίο είχε γνωρίσει μεγάλη επιτυχία στην Αμερική, αλλά όταν το παρουσίασα στην Ελλάδα το 1984, ήρθαν στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία, μονάχα ελάχιστοι άνθρωποι. Η μεγάλη μερίδα του Τύπου που εθεωρείτο φιλικά προσκείμενη στην Αριστερά ή το ΠΑΣΟΚ, το αγνόησε. Μετά άρχισε να πουλάει χιλιάδες αντίτυπα και έτσι αναγκάστηκαν να ασχοληθούν μαζί του, με άρθρα που μιλούσαν για τα εγκλήματα των δεξιών κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου. Ο «Ριζοσπάστης» έστειλε δημοσιογράφους να μιλήσουν με όσους είχα κάνει συνεντεύξεις, όταν πραγματοποιούσα την έρευνα για το βιβλίο. Κανείς δεν τους είπε κάτι διαφορετικό από αυτά που έγραψα. Ολα τα στοιχεία ήταν αληθή.


Να μην γυρίσουμε την πλάτη στην πνευματική κληρονομιά

Οταν ο Γκατζογιάννης φυγαδεύτηκε σε παιδική ηλικία στην Αμερική, γνώρισε για πρώτη φορά τον πατέρα του που ζούσε εκεί ως μετανάστης. Στα εννιά του χρόνια αναγκάστηκε να μάθει αγγλικά και να προσαρμοστεί σε έναν νέο τρόπο ζωής. Κατάφερε να σπουδάσει, να γίνει δημοσιογράφος, να βρει δουλειά στους ΝΥΤ και να έχει μεγάλες επιτυχίες, όπως έρευνες για το οργανωμένο έγκλημα, το Γουότεργκεϊτ, την αρχαιοκαπηλία κ.ά.


– Ερώτηση κλισέ. Γιατί οι Ελληνες προοδεύουν στο εξωτερικό, αλλά προσπαθούν να κοροϊδέψουν ο ένας τον άλλο, εντός συνόρων;

– Στο εξωτερικό διακρίνεται κάποιος αν είναι έντιμος, εργατικός και ειλικρινής. Στην πατρίδα μας -αντιθέτως- κυριαρχεί η αντίληψη ότι δεν θα ανταμειφθεί αν εργαστεί σκληρά, αλλά αν έχει «δόντι» ή μετέρχεται τεχνάσματα. Αποτελεί «τιμή» να είναι κανείς κατεργάρης και να εξαπατά τους υπολοίπους.


– Οι Ελληνοαμερικανοί άντλησαν μεγάλη υπερηφάνεια από την επιτυχία των Ολυμπιακών Αγώνων, αλλά σήμερα αισθάνονται ντροπιασμένοι από την οικονομική κατάσταση. Τι τους λέτε;

– Η Ελλάδα είναι μια χώρα με ιστορικό βάθος όπου υπήρχαν περίοδοι υψηλών κατορθωμάτων και περίοδοι ταπείνωσης. Εντούτοις καταφέραμε να ξεπεράσουμε τις τελευταίες και να επιβιώσουμε. Σήμερα βιώνουμε μια σκοτεινή περίοδο. Αξίζει τον κόπο να γυρίσεις συνολικά την πλάτη στην πνευματική σου κληρονομιά επειδή η χώρα βρίσκεται σε κρίση; Αντιθέτως πρέπει να διατηρήσεις την αξιοπρέπειά σου και να προσπαθήσεις να συνδράμεις. Βέβαια οι ομογενείς έβαλαν πλάτη πολλές φορές στο παρελθόν και διαπίστωσαν κακοδιαχείριση σε πολλές περιπτώσεις. Οι άνθρωποι αυτοί άφησαν πίσω τους μια φτωχή χώρα και στο τέλος είδαν τους Ελληνες να έχουν αποκτήσει πλούτη χωρίς να κοπιάσουν ιδιαίτερα, ενώ εκείνοι μάτωναν στη δουλειά.



– Ειδικά με τους Ελληνοαμερικανούς υπάρχει ένα μεγαλύτερο χάσμα, που δημιουργήθηκε από την υποστήριξη ορισμένων στη δικτατορία...
 - Οντως υπήρξαν Ελληνοαμερικανοί που συμπαθούσαν τη δικτατορία, επειδή τους άρεσε η τάξη και η πειθαρχία που έβλεπαν όταν επισκέπτονταν τα χωριά τους. Δεν ήθελαν όμως να δουν ότι οι Ελληνες ζούσαν σε καθεστώς ανελευθερίας. Δεν νομίζω ότι υπήρξε άλλος που να έχει γράψει εναντίον των συνταγματαρχών περισσότερο από εμένα. Το ίδιο έκανα και όταν αναγνωρίστηκαν τα Σκόπια με το όνομα «Μακεδονία», όταν ο Κίσινγκερ έπαιξε άθλιο ρόλο στο θέμα της Κύπρου ή η αμερικανική αεροπορία βομβάρδισε τους Σέρβους ανήμερα το Ορθόδοξο Πάσχα.



«Οι Ελληνες αντιμετώπισαν το κράτος σαν γονέα, όχι σαν κοινό ταμείο»

– Γιατί κατά τη Μεταπολίτευση αναπτύξαμε πολιτικούς θεσμούς που δεν λειτούργησαν ποτέ σωστά;
– Διότι οι Ελληνες αντιμετώπισαν το κράτος σαν γονέα και όχι σαν το κοινό ταμείο όλων, στο οποίο θα πρέπει να συνεισφέρουν. Προσπαθούν να εκμεταλλευτούν καταστάσεις χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι, όταν κλέβεις το κοινό ταμείο, πριονίζεις το κλαδί που κάθεσαι.


– Μήπως η ευδαιμονία και η αμεριμνησία ήταν ένας τρόπος για να επουλώσουμε τις πληγές του Εμφυλίου;
– Η απληστία δημιούργησε την κρίση. Η πτώση αυτή ξεκίνησε τη δεκαετία του ’80 με την πρωθυπουργία του Ανδρέα Παπανδρέου. Σήμερα ο γιος του δίνει μάχη για να σώσει τη χώρα. Αν δεν είναι αυτό σαν αρχαίο ελληνικό δράμα, τότε τι είναι; Μόνη σωτηρία για τη χώρα είναι να υπάρξει ξανά ένα είδος μπέσας και λεβεντιάς. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, επισκεπτόμενος την Αμερική το 1946 ως υπουργός, είχε ερωτηθεί από τον πρόεδρο Τρούμαν γιατί, ενώ η Ελλάδα είχε πάρει ένα μεγάλο δάνειο, δεν είχε ξοδέψει τα χρήματα, και εκείνος απάντησε: «Εχουμε τόσες ανάγκες για την ανασυγκρότηση της χώρας μετά τον πόλεμο, που πρέπει να είμαστε απόλυτα προσεκτικοί για το πού θα διαθέσουμε πόρους». Συγκρίνετε αυτήν τη νοοτροπία με το σύνθημα «Τσοβόλα δώσ’ τα όλα».

– Πιστεύετε ότι τα φαντάσματα και οι πληγές της εμφύλιας σύρραξης στοιχειώνουν ακόμη την πολιτική μας ζωή;
– Οπωσδήποτε. Πάντα η πλευρά των ηττημένων τυλίγεται με μια αύρα ρομαντισμού. H ελληνική Αριστερά περιβαλλόταν για δεκαετίες με αυτόν τον μανδύα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί, με τη συναίνεση και την ευθύνη όλων των πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα, αυτό το είδος της ψευτοσοβιετικής οικονομίας, όπου κάποιοι στο όνομα αδικιών που έγιναν τις περασμένες δεκαετίες εις βάρος τους, απαιτούσαν και επιτύγχαναν να βολευτούν σε θέσεις του δημοσίου τομέα.

– Από τους Ελληνες πολιτικούς που έχετε γνωρίσει κατά καιρούς, εκτιμάτε κάποιον;
– Τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη. Είναι από τους λίγους που εφαρμόζουν την αξιοκρατία στον τρόπο διοίκησης. Ετσι λύθηκε και το αίνιγμα της «17ης Νοέμβρη». Ο υπουργός αξιοποίησε στελέχη στο υπουργείο Δημοσίας Τάξεως, χωρίς να ενδιαφερθεί για τα πολιτικά τους πιστεύω. Απλώς διάλεξε τους καλύτερους.
(σημείωση δική μας: αυτό με τον Μιχαλήκα τι το ήθελε ο ευλογημένος; δεν ήξερε, δεν ρώταγε;)


– Τι πρέπει να κάνει η Ελλάδα για να ξεπεράσει την κρίση;
– Να κηρύξει άμεσα αναδιάρθρωση του χρέους. Είναι αδύνατον να μπορέσουμε να φτάσουμε στην αποπληρωμή και στην επιστροφή στις αγορές μόνο με την επιμήκυνση. Υστερα, όλοι οι κλάδοι που κάνουν κινητοποιήσεις πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι, αν βγαίνουν στο δρόμο μόνο για να διατηρήσουν τα κεκτημένα τους –κάποια εκ των οποίων είναι κατάφωρη αδικία για τους υπόλοιπους–, δεν θα έχουν τύχη. Σε μια χώρα που είναι στο χείλος της χρεοκοπίας, δεν γίνεται πια να πολεμάς για τα προνόμια των ολίγων, αλλά για το δίκαιο των πολλών.

– Σήμερα, είσαστε ικανοποιημένος με το επίπεδο της δημοσιογραφίας;
– Νομίζω ότι δεν γίνονται τόσο πολλές δημοσιογραφικές έρευνες όπως στην εποχή μας, γεγονός που με κάνει υπερήφανο που ανήκω στην «παλιά σχολή» του επαγγέλματος, που δεν άφηνε πληροφορία να πέσει κάτω. Ενας από τους λόγους που έχει αλλάξει η φύση της δουλειάς είναι η οικονομική παράμετρος. Ποιος εκδότης σήμερα θα σου δώσει τον χρόνο και το χρήμα για να κάνεις μια πραγματική έρευνα;


– Πώς κρίνετε τη νέα γενιά των δημοσιογράφων;
– Είναι εύκολο για έναν βετεράνο να λέει ότι στην εποχή του όλα ήταν καλύτερα. Πάντα υπάρχουν καλοί δημοσιογράφοι με το σαράκι της ανακάλυψης. Σήμερα τους συναντάς πιο συχνά σε χώρες όπου υπάρχει καθεστώς ανελευθερίας και εκείνοι βάζουν τη σωματική τους ακεραιότητα και τη ζωή τους σε κίνδυνο. Στην Ελλάδα, δυστυχώς, δεν υπάρχουν φυτώρια ερευνητικής δημοσιογραφίας, διότι εδώ οι συνάδελφοι θεωρούν ότι πρέπει να γράφουν τη γνώμη τους και όχι τα γεγονότα. Ομως, η χώρα είναι χρυσωρυχείο θεμάτων για κάποιον που θέλει να ψάξει, και πολλές φορές πιάνω τον εαυτό μου να φαντάζεται τι θα έκανε αν έμενε εδώ.


– Τι θα συμβουλεύατε έναν νέο δημοσιογράφο;
– Η αλήθεια δεν θα σου χαριστεί ποτέ. Πρέπει να την υφαρπάξεις, να την κλέψεις από το στόμα του άλλου, να χρησιμοποιήσεις τεχνάσματα, να διαβάζεις τους χαρακτήρες, να συνενώσεις τις ψηφίδες από τις πολλές πηγές, να είσαι ευρηματικός, γιατί κάθε υπόθεση θέλει άλλον χειρισμό.


– Μήπως οι περισσότερες αποκαλύψεις σήμερα γίνονται από το WikiLeaks;
– Η ιστοσελίδα αυτή όντως έχει βγάλει πράγματα στη φόρα, όμως τα παρουσιάζει σαν ανεπεξέργαστο υλικό. Ο καλός ρεπόρτερ έχει καλή γνώση μιας υπόθεσης και φωτίζει ορισμένες από τις πτυχές της, χωρίς να πετάει στον αναγνώστη όλο αυτό το υλικό χύδην.


– Τελικά, πού βρίσκεται η πατρίδα σας;
– Σε ό,τι αφορά τον χαρακτήρα μου, είμαι διχασμένος. Ως επαγγελματίας είμαι εντελώς Αμερικανός. Στην καρδιά μου είμαι βαθιά Ελληνας.

Oι σταθμοί του:

1939
Γεννιέται στο χωριό Λια της Ηπείρου.

1949
Διαφεύγει στις ΗΠΑ με τις αδελφές του.

1964
Λαμβάνει μεταπτυχιακό τίτλο στη δημοσιογραφία από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια.

1970
Εργάζεται, επί δέκα χρόνια, για το πρακτορείο Associated Press και τις εφημερίδες The Boston Herald Traveller, The Wall Street Journal και The New York Times.

1980
Καταπιάνεται, έως το 1983, με την έρευνα, τη συγγραφή και την έκδοση του βιβλίου «Ελένη».

1985
Η «Ελένη» γίνεται ταινία με πρωταγωνιστή τον Τζον Μάλκοβιτς. Επί 15 χρόνια γράφει βιβλία, όπως εκείνο που ασχολείται με το ειδύλλιο της Μαρίας Κάλλας και του Αριστοτέλη Ωνάση.


Η συνάντηση

Πλούσιο και ζεστό φαγητό, μαγειρεμένο από τα χέρια του ζεύγους Πέτση που είναι συγχωριανοί και καρδιακοί φίλοι του Γκατζογιάννη. Ηπιαμε ντόπιο κρασί και φάγαμε γιουβέτσι, τυρόπιτα, ωραία σπιτικά τυριά και φρεσκότατες σαλάτες.

Πηγή: Καθημερινή

1 σχόλιο:

  1. το Βιβλίο του Νίκου Γκατζογιάννη είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα τα τελευταία 5 χρόνια
    Κρίμα που η ταινία δε προβάλετε στην Ελλάδα, υποτιθέμενη Δημοκρατία δεν έχουμε ; Είναι από τα βιβλία ντοκουμέντα ,που θα πρέπει κάθε Έλληνας να διαβάσει.
    Να ξέρουν τα σημερινά παιδιά τι έγινε σε αυτό τον τόπο που ζουν ,να μάθουν πως αλληλοφαγωθήκανε οι πρόγονοι τους ,για να μην κάνουν το ίδιο λάθος!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή