Καταγγέλω ρατσισμό κατά των Ελλήνων!
Της Αθηνάς Παπαδοπούλου
Σίγουρα θα έχετε αισθανθεί κι εσείς εκείνο το εξοργιστικό συναίσθημα του να θες να φωνάξεις ένα σωρό πράγματα, αλλά να χάνεις τα λόγια σου από θυμό. Σαν να τραβιέται η γη κάτω από τα πόδια σου και να χάνονται όλα από μπροστά σου και το μόνο που μένει είναι η θέληση να βρεις το δίκιο σου και μια οργή που αγωνίζεσαι να συγκρατήσεις. Πρόσφατα το αισθάνθηκα δυο φορές μέσα σε μια βδομάδα.
Η πρώτη ήταν στις 8 του μηνός, όταν βρέθηκα ως μάρτυρας στο Πταισματοδικείο της περιοχής μου. Ήμουν εκεί στις 9 το πρωί και γινόταν το αδιαχώρητο. Δε μπόρεσα να μην προσέξω, πως το 90% των παρευρισκομένων ήταν αλλοδαποί. Προτού ξεκινήσουν να εκδικάζονται οι υποθέσεις, η Πρόεδρος κάλεσε μπροστά όσους ήθελαν να πάρουν αναβολή. Ένα μεγάλο πλήθος κινήθηκε προς την έδρα. Και φυσικά οι περισσότεροι – αν όχι όλοι – που έσπευσαν ήταν αλλοδαποί. Όλοι βρίσκονταν εκεί, γιατί πιάστηκαν να οδηγούν δίχως δίπλωμα ή ασφαλιστήριο. «Να, ξέρετε, δεν είχα λεφτά να βγάλω δίπλωμα/ασφάλεια» ήταν η συχνότερη δικαιολογία κι η Πρόεδρος, χαμογελώντας με συγκατάβαση, μοίραζε τις αναβολές αφειδώς, ώστε να προλάβουν να βγάλουν δίπλωμα ή ασφάλεια μέχρι να δικαστούν.
Παρακολουθούσα αποσβολωμένη, καθώς ένα ερώτημα τριγύριζε στο μυαλό μου: ΓΙΑΤΙ να έχει σημασία το αν έχουν το όποιο έγγραφο κατά τη δίκη, αφού όταν πιάστηκαν ΔΕΝ το είχαν;
Κράτησε κάμποση ώρα αυτό με τις αναβολές και τελικά – επιτέλους – κάποια στιγμή άρχισε η εκδίκαση των υπόλοιπων υποθέσεων, όπου πια είχαν μείνει ελάχιστοι αλλοδαποί και οι υπόλοιποι ήταν Έλληνες. Εκεί ήταν, που ήθελα να σηκωθώ όρθια μες στο δικαστήριο και ν’ αρχίσω να ουρλιάζω! Γιατί οι δικηγόροι του δικαστηρίου σε όλες τις υποθέσεις αλλοδαπών πετάγονταν βρίσκοντας ελαφρυντικά (συνήθως οικονομικές δυσκολίες – για πάσης φύσεως υπόθεση), ενώ για τους Έλληνες τίποτα!
Χαρακτηριστικά θυμάμαι την περίπτωση ενός παλληκαριού, του οποίου η υπόθεση είχε ως εξής: τελειώνοντας τις σπουδές του και το στρατό, δεν έβρισκε δουλειά, οπότε ήταν για μεγάλο διάστημα άνεργος. Δικαζόταν, γιατί βρέθηκε να εργάζεται στο κατάστημα του πατέρα ενός φίλου του ανασφάλιστος. Ο νεαρός ισχυρίστηκε, πως, αφού ήταν άνεργος και είχε πολύ ελεύθερο χρόνο, βοηθούσε κάποιες φορές στο μαγαζί χωρίς να πληρώνεται. Κάτι που φυσικά δεν πίστεψε κανείς – ούτε εγώ – καθώς το ‘χουμε ξαναδεί το έργο… Όμως δε βρέθηκε κανένας συνήγορος να πει, πως αν το παλληκάρι επέμενε για ασφάλιση, θα εξακολουθούσε να είναι άνεργος, ενώ τη θέση θα έπαιρνε κάποιος αλλοδαπός, ο οποίος φυσικά και δε θα είχε καμία τέτοια απαίτηση. Κανείς συνήγορος δεν πετάχτηκε να πει, πως έτσι έχουν αυξηθεί τα ποσοστά της ανεργίας στη νεολαία και πως, αν πρέπει να καταδικαστεί κάποιος, αυτός είναι ο εργοδότης. Κανένα ελαφρυντικό, καμία επιείκεια. Ένοχος με το μέγιστο πρόστιμο!
Από την άλλη για το Βούλγαρο, που οδηγούσε δίχως δίπλωμα ΞΕΝΟ αυτοκίνητο, υπήρχε το ελαφρυντικό της οικονομικής ανέχειας, που δεν του είχε επιτρέψει να βγάλει δίπλωμα. Κι έτσι το πρόστιμο ήταν το ελάχιστο, καθώς μια δικηγόρος επικαλέστηκε και μεταμέλεια του κατηγορουμένου. «Δε θα το ξανακάνει, κυρία Πρόεδρε, μετάνιωσε»…
Έφυγα το μεσημέρι από το δικαστήριο, βράζοντας από το θυμό μου για την αδικία και την άνιση αντιμετώπιση που είχα δει. Και λίγες μέρες μετά έζησα τη δεύτερη φάση του ρατσισμού εναντίον των Ελλήνων. Αυτήν τη φορά από έναν θρασύτατο Αλβανό!
Είχα πάρει το νυχτερινό τρένο από Αθήνα για Θεσ/νίκη. Η διαδρομή είναι 6 ώρες περίπου. Και επί 6 ώρες ο Αλβανός δεν είχε σταματήσει να παραπονιέται για τους Έλληνες…
Ξεκίνησε, όταν τον σήκωσε από τη θέση του κάποιος που είχε κόψει εισιτήριο με τον αριθμό της συγκεκριμένης θέσης (ο Αλβανός είχε εισιτήριο χωρίς θέση). Κι ακούω τον Αλβανό να μουρμουρίζει: «Ε, βέβαια, δεν υπάρχει θέση για Αλβανούς στην Ελλάδα». Εκεί κρατήθηκα και δεν είπα τίποτα. Ένας μπάρμπας, που καθόταν μπροστά μου, κάλεσε τον Αλβανό να καθίσει δίπλα του στην άδεια θέση. Κι από ‘κει και μετά το πράγμα ξέφυγε…
«Οι Έλληνες είστε ρατσιστές, δε μας θέλετε» ήταν η πρώτη κουβέντα που άνοιξε. «Νομίζετε ότι είστε καλύτεροι απ’ όλους, αλλά δε βλέπετε τα χάλια σας, που πάτε για πτώχευση». Και πάλι δάγκωσα τα χείλη μου για να μην πω τίποτα. Έπειτα το θέμα πήγε στην οικονομία. «Εδώ, στην Ελλάδα, έχετε φτώχεια. Για κλάματα είστε». Σ’ αυτό το σημείο δεν άντεξα και πετάχτηκα: «Ενώ στην Αλβανία είστε πλούσιοι, ε;» Ο Αλβανός γύρισε και με κοίταξε σαστισμένος. «Στην Αλβανία, κοπελιά, ήμασταν καλύτερα», μου αποκρίθηκε. Και κάπου εκεί ήταν που οι λέξεις άρχισαν να εκσφενδονίζονται από τα χείλη μου σαν βλήματα από όπλο, δίχως να τις σκέφτομαι, δίχως να το συνειδητοποιώ: «Τότε γυρίστε στην Αλβανία κι αφήστε μας ήσυχους! Γιατί ένας από τους λόγους που καταστράφηκε η οικονομία μας είστε εσείς, που δουλεύετε παντού ανασφάλιστοι και στέλνετε το μαύρο χρήμα στη χώρα σας. Που πήρατε τις δουλειές του κόσμου - ακριβώς επειδή δε ζητάτε ασφάλιση - και τώρα οι νέοι μένουν άνεργοι, μόνο και μόνο επειδή είναι Έλληνες κι έχει καθιερωθεί τάχα μου πως ο Αλβανός "το κάνει καλύτερα" (άνευ ενσήμων δηλαδή). Ήρθατε ρακένδυτοι, ψωμόλυσσες κι ελεεινοί, ζητιανεύοντας και κλέβοντας, κι εμείς σας ντύσαμε, σας ταΐσαμε, σας δώσαμε ελληνική παιδεία και δουλειά. Κι αντί να πείτε ένα ευχαριστώ, μας την λέτε κι από πάνω τώρα που λίγδωσε τ’ άντερό σας.»
Είδα τους άλλους επιβάτες γύρω μου να κουνούν το κεφάλι επιδοκιμαστικά. Ήταν πράγματα που όλοι ήθελαν να πουν, αλλά κανείς δεν τολμούσε. Μια κυρία από απέναντι μου χαμογέλασε.
Δεν περίμενε ο Αλβανός τέτοιο ξέσπασμα. Γύρισε στο μπάρμπα, χωρίς να απαντήσει σε ‘μένα, και του είπε: «Είδες τι σου έλεγα; Είστε ρατσιστές, δε μας θέλετε». Και συνέχισε να βάλλει, μέχρι να φτάσουμε, κατά αυτών που τον έκαναν άνθρωπο… Εγώ, για να μην ακούω πια, έβαλα τα ακουστικά στ’ αυτιά μου και πάτησα το play. Κι ακούγοντας τους στίχους του coat of arms, ονειρεύτηκα τη μέρα που θα πάρουμε τη Βόρεια Ήπειρο πίσω και θα εκδικηθούμε για τον Αριστοτέλη Γκούμα – και όχι μόνο…
http://vergianni.blogspot.com/2011/12/blog-post_7867.html?spref=fb
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου