Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΕΘΟΣ


Ενώ παλαιότερα υπήρχε η απλουστευτική τάση να αποδίδεται η νίκη στο ελληνικό θάρρος και γενικώς στη ηθική ανωτερότητα και πολεμική δεινότητα, τα τελευταία χρόνια έχουμε φτάσεις το άλλο άκρο, με το αποτέλεσμα να αποδίδεται σε οπλισδμό, τακτικές, διοίκηση, επιμελητεία και όχι σε θάρρος και πολεμική αρετή, που για κάποιο λόγο εκλαμβάνονται ίσες στους αντιμαχόμενους.

Κι όμως, οι ίδιοι οι Αρχαίοι που θα είχαν κάθε λόγο να τονίσουν τις διαφορές του υλικού πολιτισμού και των επιτευγμάτων τους, βασικά απέδιδαν σε ηθικούς λόγους τη νίκη, χωρίς να αρνούνται το τεχνικό θέμα. Ο Ηρόδοτος τονίζει τη διαφορά μεταξύ μηδικού τόξου και δωρικής λόγχης, αναφέρει τη διαφορά στη θωράκιση, περιγράφει την περσική αρετή και το θάρρος, και όμως τελικά μιλά για άνδρες που αρίστευσαν και για αριστεία θάρρους- όπως και σωφροσύνης.

Υπάρχει μια ποιοτική διαφορά στο θάρρος, τη γενναιότητα και τις λοιπές συναφείς αρετές που η ευμάρεια και το απόλεμο κι ακίνδυνο (μέγιστος κίνδυνος το αυτοκινητιστικό ή η δολοφονία, που δεν ενέχουν αντιμετώπιση και θάρρος) δεν επιτρέπουν να αντιληφθούμε. Ίσως αντιλαμβανόμαστε, αμυδρά, τη διαφορά θάρρους και θράσους, αλλά αυτό είναι όλο. Οι άνθρωποι εκείνης της εποχής όμως, ζώντας καθημερινά με τον θάνατο αντίκρυ, ακόμη και στην ειρήνη (λόγω εσωτερικών ταραχών, καταπίεσης ή αγρίων ζώων) το είχαν μελετήσει καλύτερα. οι βαρέως θωρακισμένοι Έλληνες, που πολεμούσαν ο ένας κοντά στον άλλο και είχαν σχηματίσει και εξελίξει ένα είδος αγώνα που όντως ελαχιστοποιούσε τις απώλειες, θεωρούσαν απόλυτα πιθανό να πεθάνουν μέσα στην καταιγίδα χάλυβα και χαλκού.


Η θωράκιση και ο τρόπος μάχεσθαι δείχνει ότι δεν ήταν ερασιθάνατοι, πολύ δε ήττον οι Σπαρτιάτες. Για το λόγο αυτό υπήρχε μια εκτενής φιλολογία και ιδεολογία, αλλά και εκπαίδευση και θρησκεία, για να τους συμφιλιώνει με τον θάνατο, ιδίως στη μάχη. Αλλά τον θεωρούσαν ως μια καθ’ όλα αποδεκτή πιθανότητα και δεν πολεμούσαν πεπεισμένοι για την ασφάλειά τους, είτε εμπιστευόμενοι τις ασπίδες είτε τους παραστάτες τους. Η ασπίδα ήταν χρήσιμη, παραστάτης βασικός, αλλά ο θάνατος μπορούσε να έρθει παρ’ όλ’ αυτά. Δεν ήταν αυτό το πρόβλημά τους . Ήταν το καθήκον. Τόσο οι Αθηναίοι στο Μαραθώνα, όσο και οι λοιποί Έλληνες σε Σαλαμίνα, Πλαταιές και Θερμοπύλες δεν είχαν κανέναν ενδοιασμό να πολεμήσουν και πιθανότατα να πεθάνουν για την πόλη τους, για την κοινή πατρίδα, για τις οικογένειές τους και τους φίλους τους. Δεν θεωρούσαν καθήκον να ζήσουν, αλλά να πολεμήσουν επιτυχώς.


Σε καμία περίπτωση δεν υπήρχε έλλειψη ανδρείας στους Πέρσες. Ιδίως οι γηγενείς Πέρσες έδειξαν σε όλες τις περιπτώσεις πολεμική αρετή ανώτερη από αυτή των υποτελών τους. Στις Πλαταιές ήταν οι μόνοι που ενεπλάκησαν αποφασιστικά (εξαιρούνται οι Μηδίζοντες Έλληνες για άλλους λόγους), στη Μυκάλη οι μόνοι που αντιστάθηκαν μετά την πρώτη ατυχία. Όμως οι Πέρσες ήταν εκεί για να πολεμήσουν, όχι για να σκοτωθούν. Όπως αναφέρει ο Β. Ντ. Χάνσον, ήταν έτοιμοι να σκοτώσουν, όχι να σκοτωθούν. Για αυτούς ο πόλεμος ήταν μια κατάσταση στην οποία πολεμούσες και αν όλα συνέβαιναν κατά το συνήθη τρόπο επιζούσες. Επιζούσαν εκείνοι, όχι οι αντίπαλοι. Όπως οι σημερινοί στρατιώτες επαγγελματικών στρατών που το «πολεμώ» το καταλαβαίνουν»εγώ σκοτώνω κι επιβιώνω» το ίδιο συνέβαινε και τότε. Είχαν παιδιά, γυναίκες, οικογένειες για να γυρίσουν σε αυτούς. Η ιδεολογία τους, ότι ο Μ. Βασιλεύς τους παρακολουθεί για να αποδώσει τομές στους αριστεύοντες και ποινές στους υστερούντες δείχνει ότι σε κάθε περίπτωση περίμεναν να επιζήσουν, διότι αλλιώς δεν έχουν νόημα ούτε οι ποινές ούτε οι τιμές. 



Οι Έλληνες μετά τη Σαλαμίνα δεν θέλουν να τους απελπίσουν, δια στόματος Αριστείδη και 
Ευρυβιάδη. Άρα μέχρι τότε δεν ήταν ποτέ απελπισμένοι, σε αντίθεση με τους Έλληνες που στη Σαλαμίνα πολέμησαν ε την πλάτη στον τοίχο, όπως άλλωστε και στις Θερμοπύλες.
Αυτή η αυτοκρατορική αντίληψη, μισθοφορική ή άλλη, όπου ο πόλεμος είναι ένα κυνήγι ανθρώπων όπου εμείς σκοτώνουμε τους άλλους, δημιουργεί θετική ψυχολογία, ανατρέφει τάξεις πολεμιστών ποιότητας και τις διατηρεί για γενιές, φτιάχνει αυτοκρατορίες, αλλά δεν κρατά απέναντι σε αποφασισμένους ανθρώπους. Η απίστευτη, ωμή αποφασιστικότητα που ενείχε το «νυν υπέρ πάντων ο Αγών», προερχόμενος από άνδρες που η ζωή τους περιλάμβανε αν όχι ετησίως τουλάχιστον ανά διετία έναν τοπικό πόλεμο, έτσι, για να ανάβουν τα αίματα, εξέπεμπε μια νότα ολοκληρωτικού πολέμου ασυγκράτητη. Δεν ήταν τώρα οι Πέρσες που αν νικούσαν θα ξεσπούσαν στα γυναικόπαιδα των εχθρών τους, αποδίδοντας τη βασιλική οργή. Ήταν ότι αν τύχαινε και έχαναν, οι εχθροί τους θα ξεσπούσαν σε αυτούς. Όχι στα παιδιά τους, στους θεούς τους, στους γέρους τους, αλλά σε αυτούς τους ίδιους. 

Όσο αυτό μπορούσε να κουκουλώνεται, όπως έγινε στις Θερμοπύλες, το γενικό ηθικό διατηρείτο. Όταν όμως έμπαιναν στη μάχη μονάδες ή ομάδες που είχαν βιώσει τον ελληνικό φανατισμό, τα πράγματα άλλαζαν. Όταν στρατός και στόλος συναντήθηκαν στις Θερμοπύλες και μετά στην Αττική και έγινε σαφές στους μεν ότι και οι δε είχαν αντιμετωπίσει την ίδια φονική μανία, όταν ανέμεναν ότι τα ίδια θα αντιμετωπίσουν, τότε το προσωπικό ηθικό ράγιζε. Ο Ναπολέων πίστευε ότι το ηθικό υπερτερεί 3προς 1 σε σχέση με υλικούς παράγοντες, και σε αυτούς δεν είναι μόνο οι αριθμοί αλλά και η τεχνολογία, η εκπαίδευση, ο εφοδιασμός, η ποιότητα και οι επιδόσεις των όπλων. Από όλους της κλασικής αρχαιότητας ο μόνος που ποτέ ανέφερε την επιστήμη, τη γνώση, την εξοικείωση κλπ ως σημαντικότερες του θάρρους ήταν ο Θουκυδίδης, ιδίως δια στόματος Περικλή, και αυτό σε μια εποχή που προσπαθούσε να πείσει τους αυτοκρατορικούς αθηναίους για το δίκιο της ισχύος τους, πιθηκίζοντας τους Πέρσες. Ακόμη κι η απελπισία των Αθηναίων δεν μπόρεσε να τους σώσει από τους απλά εκδικητικούς Συρακούσιους όταν αποχωρούσαν, ενώ η μανία έσωσε τους Συρακούσιους στις πεζομαχίες και τις ναυμαχίες.

Μια ενδιαφέρουσα διάσταση των ανωτέρω είναι η περίπτωση του Αλεξάνδρου. Οι άνδρες του μακεδονικού στρατού, παλαίμαχοι οι περισσότεροι και έχοντας ζήσει ή ακούσει από τους γονείς τους τις ταπεινώσεις και τα πάθη της Μακεδονίας, πολεμούσαν, ε κατάλληλη χειραγώγηση, μέχρι το τέλος του κόσμου με την ίδια σχεδόν μανία υπέρ βωμών και εστιών. ήταν ο λόγος που ο Αλέξανδρος δεν ήθελε να τους αλλάξει και δεν συμφωνούσε με τον Κοίνο που συμβούλευε να πάρει νέους, φιλόδοξους και ανθεκτικούς στρατιώτες απαλλάσσοντας τους παλαίμαχους. Ο Αλέξανδρος ήξερε ότι η νέα γενιά στρατιωτών που ούτως ή άλλως εξέτρεφε ο ίδιος, δεν θα ήταν ως αυτοί. Θα ήταν αυτοκρατορικοί στρατιώτες, όχι οι άνδρες του μακεδονικού έθνους. Είχε μια ελπίδα, για μερικά χρόνια, να χρησιμοποιήσει μερικούς ακόμη άνδρες του εθνικού μακεδονικού στρατού με αντίστοιχο φρόνημα, αυτούς που είχε αφήσει στον Αντίπατρο και θα παρελάμβανε τις ημέρες του θανάτου του. Αν και νεαρότεροι, είχαν γαλουχηθεί ως μακεδονικός στρατός, είχαν νιώσει τον κίνδυνο της πατρίδας τους στον Πόλεμο του ‘Αγιδος» το 331 πΧ, είχαν δει το Μέμνονα να κόβει βόλτες στα παράλιά τους και ακούσει για τις εξεγέρσεις τον Ιλλυριών ελάχιστα χρόνια πριν (13 μόλις). Για το λόγο αυτό ο Αλέξανδρος πήρε στην ανατολή τους μεγαλύτερους στρατιώτες, για να εξασφαλίσει τους πλέον ψημένους σε μάχη αλλά και ιδεολογικά ζυμωμένους. Όταν κουράστηκαν και διεφθάρησαν, είχε άλλη μια γενιά έτοιμη. Μετά από αυτήν, μπορούσε να υπολογίζει στην αυτοκρατορική αίγλη κι όχι στην ατομική αυτοθυσία και τη συλλογική οργή. Καθόλου τυχαία, οι αυτοκρατορικοί στρατιώτες της Μακεδονίας σαρώθηκαν από το πεδίο το 197 πΧ στις Κυνός Κεφαλές από αυτούς της επίσης ιμπεριαλιστικής Ρώμης, αλλά που είχαν δει τον Αννίβα να καίει και να δειώνει την Ιταλία και να σφάζει τους φίλους τους στις Κάννες..


Φωτογραφια: Αρχαιολογικο Φεστιβάλ "Gallo-roman Days" 2012, Οπλίτης με Επίσημο του Άργους . Σύλλογος Ιστορικών Μελετών ΚΟΡΥΒΑΝΤΕΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου