Γράφει η Τέσσυ Μπάιλα / tbailavaila@yahoo.gr
Αν οι λέξεις αποτελούν το όργανο της διάνοιας και το όχημα σε μια πορεία προς την κατάκτηση της γνώσης, η γλώσσα η ελληνική αποτέλεσε το παλλάδιο ενός μεγάλου πνευματικού ορίζοντα.
Η ελληνική γραφή, με τη μορφή αλφαβήτου, εμφανίζεται στα τέλη του 8ου αιώνα και από τότε αποτελεί μιαν αδιάσπαστη κληρονομιά μέχρι τις μέρες μας, η εξελικτική πορεία της οποίας συνιστά αντικείμενο ιδιαίτερης μελέτης.
Με αφετηρία την ομηρική γλώσσα στα έπη βλέπουμε ότι η αρχαία Ελληνική γλώσσα παρουσίαζε διαφορές. Διακρινόταν σε διαλέκτους τα κύρια χαρακτηριστικά των οποίων συνιστούσαν τρεις βασικές ομάδες ελληνικών διαλέκτων: την Ανατολική ομάδα, με χαρακτηριστικό κορμό την Ιωνική-Αττική που μιλούσαν στα πόλεις της Ιωνίας, στις Κυκλάδες και στην Αττική. Την Κεντρική με κυριότερες διαλέκτους την Αρκαδοκυπριακή σε Αρκαδία και Κύπρο, και την Αιολική σε Θεσσαλία, Βοιωτία, Λέσβο και Αιολία, και τέλος τη Δυτική με κύρια διάλεκτο τη Δωρική έτσι όπως τη μιλούσαν στη Θήρα, Κρήτη, Δωδεκάνησα Στερεά, Πελοπόννησο, παράλια της Μ. Ασίας και στη Μήλο. Στα αίτια αυτού του διαλεκτικού κατακερματισμού, ο οποίος αποτελεί ουσιαστικά τον πρώτο σταθμό στη εξελικτική πορεία της ελληνικής γλώσσας, θα πρέπει να συμπεριληφθούν: η διαμόρφωση του γεωγραφικού χώρου, η διαδοχική εμφάνιση και διασπορά των ελληνικών φύλων και η πολιτική απομόνωση των πρώτων οικιστικών κέντρων. Όλα αυτά συνέτειναν στη δημιουργία ενός είδους γλωσσικού μωσαϊκού αφού οι πόλεις-κράτη διαμόρφωσαν το δικό τους αλφάβητο, με τοπικές ιδιομορφίες και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Είναι μεγάλης σημασίας να αναφερθεί με ποιο τρόπο οι διάλεκτοι που διαμορφώθηκαν επηρέασαν τον λογοτεχνικό λόγο. Στην αρχαία Ελλάδα, ο πεζός και ο ποιητικός λόγος δημιουργείται στη διάλεκτο της περιοχής όπου πρωτοεμφανίστηκε και καλλιεργήθηκε, γεγονός που αποτελεί φαινόμενο στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Έτσι λοιπόν, πρώτοι οι Ίωνες δημιουργούν το έπος και μερικά είδη της λυρικής ποίησης όπως η ελεγεία. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι όποιος επιθυμεί να γράψει έπος, από το δεύτερο μισό του 8ου αιώνα και μετά, οφείλει να το κάνει στην ιωνική γλώσσα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό του Ησίοδου, ο οποίος αν και μητρική γλώσσα έχει την αιολική διάλεκτο, γεννημένος στη Βοιωτία, γράφει στην Ομηρική γλώσσα το δικό του έπος. Αυτό που είναι αξιοσημείωτο όμως είναι ότι αυτός ο περιορισμός είναι υποχρεωτικός για κάθε λογοτεχνικό είδος ανεξάρτητα από το γεγονός ότι αυτός που το γράφει μπορεί και να μιλήσει τη διάλεκτο αυτή.
Αντίστοιχα, τον 7ο αιώνα, οι Δωριείς καλλιεργούν τη χορική ποίηση και το ειδύλλιο ενώ οι Αιολείς τη μελική ποίηση, τον 6ο οι Ίωνες την ιστοριογραφία, και τέλος τον 5ο αιώνα, στην Αττική καλλιεργούνται τα δύο είδη του δράματος, η τραγωδία και η κωμωδία και λίγο μετά η ρητορεία και βεβαίως η φιλοσοφία.
Ο Ηρόδοτος λοιπόν γράφει τις Ιστορίες του στην Ιωνική διάλεκτο παρόλο που ο ίδιος έχει γεννηθεί στην Αλικαρνασσό και η μητρική του διάλεκτος είναι η Δωρική. Η μελική ποίηση πάλι αναπτύχθηκε στην Λέσβο με τη Σαπφώ γι αυτό από τότε και μετά όποιος γράφει μελική ποίηση χρησιμοποιεί τη δωρική διάλεκτο και συγκεκριμένα τη λεσβιακή. Την αττική διάλεκτο χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης γεννημένος στα Στάγειρα, ενώ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι και εκείνο του δράματος, όπου οι τραγικοί ποιητές χρησιμοποιούν την αττική διάλεκτο εμπλουτισμένη όμως με δωρικά στοιχεία στα χορικά και ιωνικά στα διαλογικά τμήματα των έργων τους.
Ωστόσο ανάμεσα στις διαλέκτους αυτές και από τον 4ο αιώνα είχε αρχίσει να διαφαίνεται το φαινόμενο της εξάπλωσης της αττικής διαλέκτου. Η Αθήνα είχε γίνει ήδη η πιο σημαντική πόλη-κράτος με αποτέλεσμα η γλώσσα της να εξαπλωθεί πέρα από τα γεωγραφικά της όρια.
Η γλώσσα των Αθηναίων είχε ιδιαίτερο κύρος αφού κυριαρχούσε στον ελληνόφωνο κόσμο, ήταν η γλώσσα του Ομήρου αλλά και των πλούσιων πόλεων της Μ. Ασίας, απ΄ όπου κατάγονταν οι σοφοί του αρχαίου κόσμου, ο Θαλής, ο Ηράκλειτος και ο Ηρόδοτος. Έτσι η ισχυρή αττική διάλεκτος άρχισε να επεκτείνεται και έφτασε να υιοθετηθεί από τους Μακεδόνες βασιλείς και να γίνει επίσημη γλώσσα του Μακεδονικού κράτους. Κατάφερε να γίνει η Κοινή γλώσσα του ελληνόφωνου κόσμου και αυτή η εξέλιξη αποτέλεσε και το δεύτερο μεγάλο σταθμό στην πορεία της. Η αλλαγή αυτή θα μπορούσε χρονικά να εντοπιστεί στα χρόνια του Μ. Αλεξάνδρου περί το 300π.Χ.,όπου η χρήση της διαδόθηκε τόσο πολύ καθιστώντας την ελληνική γλώσσα ένα είδος «διεθνούς» γλώσσας και διήρκησε μέχρι τον 6ομ.Χ. αιώνα. Οι κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου εξάπλωσαν τη χρήση της Κοινής μέχρι Αίγυπτο και Ινδία, φέρνοντας τη κοντά σε άλλους πολιτισμούς.
Με βάση την αττική διάλεκτο δημιουργήθηκε η Κοινή Ελληνιστική, οι άλλες διάλεκτοι σταδιακά θα εκπέσουν σε μαρασμό, εξαφανίστηκαν οι διαλεκτικές επιγραφές μετά τον 4ο αιώνα π.Χ., και αργότερα έγινε η βάση της Βυζαντινής γλώσσας και πολύ μετά της Νέας Ελληνικής. Πολύ σημαντικό είναι επίσης το γεγονός ότι η Κοινή γλώσσα χρησιμοποιήθηκε τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στον γραπτό, επίσημο ή μη. Δεν υπάρχει πια ο διαχωρισμός προφορικών και λογοτεχνικών διαλέκτων, γεγονός που θα ενισχυθεί από την εμφάνιση του χριστιανισμού, της νέας θρησκείας η οποία θα ενστερνιστεί την Κοινή και θα την διαδώσει με τη διδασκαλία του στις λαϊκές μάζες. Ο ίδιος ο όρος Κοινή από μόνος του, όρος ο οποίος αποδόθηκε στη γλώσσα από τους ίδιους τους αρχαίους, αποδεικνύει τη σημασία της επικράτησης ενός γλωσσικού εργαλείου ικανού να φέρει τόσο κοινωνικά όσο και οικονομικού χαρακτήρα οφέλη. Έτσι η Κοινή γίνεται το μέσο εκείνο που θα καλύψει τις ανάγκες ενός κράτους αποτελούμενου από πολλές φυλές που μιλούσαν πρωτύτερα άλλες γλώσσες. Αρκετές αλλαγές στην αττική διάλεκτο δημιούργησαν την Κοινή, η οποία υιοθετήθηκε ως η επίσημη γλώσσα του βυζαντινού κράτους, αλλαγές τόσο στη φωνητική, όσο και στη μορφολογία, τη σύνταξη και τη σημασία μερικών λέξεων, ενώ αρκετά είναι τα μεταφραστικά δάνεια που προέκυψαν. Πολλές νέες λέξεις εισήχθησαν κυρίως από τα αιγυπτιακά, τα σημιτικά και κυρίως τα λατινικά.
Από τον 1ο αιώνα π.Χ. εμφανίζεται το κίνημα του Αττικισμού, όταν λόγιοι της εποχής άρχισαν να διδάσκουν και να γράφουν επιλέγοντας γλωσσικά την αρχαΐζουσα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό των ιστορικών Προκόπιου και Αγαθία, οι οποίοι γράφουν τα έργα τους χρησιμοποιώντας τη γλώσσα του Θουκυδίδη. Αυτό θα οδηγήσει σε μια διάσχιση στη γλώσσα ανάμεσα στη γλώσσα του γραπτού και του προφορικού λόγου. Η αντίθεση αυτή θα γίνει ακόμη μεγαλύτερη τον 2ο και 3ο αιώνα καθώς ο χριστιανισμός που έχει εμφανιστεί χρησιμοποιεί την Κοινή στην προσπάθειά του να καταπολεμήσει ο,τιδήποτε άλλο ως ειδωλολατρικό. Ο χριστιανισμός υιοθετεί την Κοινή γλώσσα με αποτέλεσμα να γίνει το όχημα μεταφοράς της διδασκαλίας του στα πλατιά στρώματα των μαζών. Ορόσημο στάθηκε η μετάφραση σε αυτήν των βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης, η γνωστή μετάφραση των Εβδομήκοντα, όπως επίσης και το γεγονός ότι στην Κοινή Αλεξανδρινή γράφεται στα ελληνικά, κείμενα πηγές για τον προφορικό λόγο της εποχής ενώ οι Απόστολοι χρησιμοποιούν αυτή τη γλώσσα για να διδάξουν τη νέα θρησκεία και με τους τρεις ιεράρχες, στοιχεία της αρχαίας ελληνικής παιδείας προσχωρούν στη νέα θρησκεία, με αποτέλεσμα ο αττικισμός να καθιερωθεί ως επίσημη εκκλησιαστική γλώσσα.
Επόμενος σταθμός στην εξελικτική πορεία τα Μεσαιωνικά Ελληνικά, τα ελληνικά της περιόδου που διαρκεί έντεκα αιώνες και χωρίζεται σε πρώιμη και όψιμη περίοδο. Πολλά είναι τα δάνεια από τη λατινική γλώσσα μια και είναι η επίσημη γλώσσα. Από την εποχή του Ιουστινιανού όμως, (527-565μ.Χ), τα ελληνικά κυριαρχούν στην ανατολή, εισάγονται στη γλώσσα της διοίκησης, οι νόμοι γράφονται στην ελληνική και σταδιακά το κράτος εξελληνίζεται γλωσσικά. Κι ενώ στο λεξιλόγιο παρουσιάζονται αλλαγές στη σημασία κάποιων αρχαίων λέξεων και εμφανίζονται νέες καταλήξεις, παράλληλα εισάγονται λέξεις από λαούς που εκχριστιανίζονται όπως Σλάβοι, Αλβανοί, Σέρβοι, Βούλγαρο, Ρουμάνοι, Ρώσοι και Αρμένιοι.
Η όψιμη περίοδος των μεσαιωνικών ελληνικών είναι η περίοδος όπου αρχίζουν να διαφαίνονται τα χαρακτηριστικά της νεοελληνικής γλώσσας μέσα από τα κείμενα που έχουμε ως πηγές. Παρόλο που οι βυζαντινοί εξακολουθούν να γράφουν σε αρχαΐζουσα και τα κείμενά τους συχνά είναι αρκετά δυσνόητα, υπάρχουν πολλά κείμενα γραμμένα στον προφορικό λόγο τα κείμενα της δημώδους λογοτεχνίας.
Τα νέα ελληνικά συνεχίζουν να εξελίσσονται και να παίρνουν μορφή σε όλη τη χρονική περίοδο της τουρκοκρατίας, περίοδος που αποτελεί έναν ακόμα μεγάλο σταθμό στην εξέλιξή της. Πολλά κείμενα υπάρχουν από την περίοδο αυτή. Πολλές λέξεις εισήχθησαν από την τουρκική παρόλο που οι πρώτοι αιώνες έχουν ως χαρακτηριστικό μια παρακμή στην παιδεία, την έλλειψη επικοινωνίας και την απομόνωση. Παράλληλα μια σειρά ιδιωμάτων και διαλέκτων διαμορφώνεται καθώς κάποιες ελληνόγλωσσες περιοχές είναι υπό την κατοχή άλλων κατακτητών, Φράγκων και Βενετών. Έτσι στην Κρήτη για παράδειγμα, κτήση των Βενετών παρατηρείται μια λογοτεχνική παραγωγή με πιο γνωστό έργο το ποίημα του Κορνάρου Ερωτόκριτος.
Από την άλλη η εμφάνιση του Δημοτικού τραγουδιού που βρίσκεται να «ακροβατεί» από τη μια στο Βυζάντιο και από την άλλη στη τουρκοκρατία παρουσιάζει μια γλωσσική απελευθέρωση που φαίνεται ότι προέκυψε από τη νέα τάξη πραγμάτων.
Ήδη το γλωσσικό πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί αποκτά μεγάλες διαστάσεις και επηρεάζει αρνητικά τη παιδεία του Έλληνα. Η προφορική γλώσσα εξελίσσεται συνεχώς και απομακρύνεται από την αρχαΐζουσα όλο και περισσότερο. Η διαμάχη που θα επακολουθήσει στο περίφημο γλωσσικό πρόβλημα, που όμοιό του δεν υπήρξε αλλού, θα οδηγήσει στην ανοιχτή ρήξη με τον αρχαϊσμό, ιδιαίτερα στα χρόνια του νεοελληνικού διαφωτισμού, όταν λόγιοι και μορφωμένοι άνθρωποι θα προσπαθήσουν να «ξυπνήσουν» πνευματικά το υποδουλωμένο έθνος με τη διάδοση της παιδείας με τον Κοραή να «καθαρίζει» το γλωσσικό εργαλείο του λαού και θα κορυφωθεί με το κίνημα του δημοτικισμού τον 19ο-20ο αιώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου