Ο Έλληνας, λοιπόν, με τη βοήθεια της φιλοσοφίας, εγνώρισε πρώτα την ύπαρξη του θείου και στη συνέχεια τον εαυτό του και το ποιος ακριβώς είναι. Με τη γνώση του Θεού απέκτησε και την τέλεια γνώση του εαυτού του και με αυτόν τον τρόπο κατενόησε την σχέση του προς το θείο, την ευγένειά του, δηλαδή την ανωτερότητα της καταγωγής του και έμαθε ότι η αφοσίωση προς το θείο είναι το πρώτο από τα καθήκοντά του.
Εγνώρισε, εξ άλλου, ότι η αποστολή του στον κόσμο είναι να προσπαθεί να γίνει τέλειος και να ανυψωθεί από τον υλικό κόσμο προς τον πνευματικό. Έμαθε, ότι ο πνευματικός κόσμος πρέπει να δίνει ζωή στον υλικό κόσμο, ότι το πνεύμα πρέπει να επικρατεί στην ύλη, ότι οι εσωτερικοί πνευματικοί νόμοι έχουν μεγαλύτερη ισχύ από τους εντός του φυσικούς νόμους και ότι μέσα του πρέπει να επικρατούν αυτοί οι λογικοί νόμοι. Έμαθε ότι ο άνθρωπος γίνεται τέλειος όταν αφομοιωθεί με τον Θεό και ότι αφομοιώνεται με το Θείο, όταν στολίζεται με ευσέβεια, δικαιοσύνη, αλήθεια και επιστήμη, δηλαδή, με την πλήρη γνώση της αληθείας. Γιατί είναι αλήθεια, ότι αυτές οι αρετές έχουν τη δύναμη να τελειοποιούν τον άνθρωπο. Και αυτό, επειδή η ευσέβεια αποτελεί για τον άνθρωπο το δρόμο για να πλησιάσει το Θείο, ενώ η δικαιοσύνη, η αλήθεια και η επιστήμη τον οδηγούν στο να επιτύχει την μετατροπή του σε εικόνα και ομοίωση του Θείου.
Ο Έλληνας, αφού έμαθε ποιος είναι και ποιος πρέπει να γίνει, έβαλε ως στόχο του την τελειοποίησή του. Ελάτρευσε το πνεύμα και εδημιούργησε ένα πνευματικό κόσμο, μέσα στον οποίον ήθελε να ζει. Η γνώση του καλού, του αγαθού και του αληθινού, καθώς και η έμφυτη αγάπη προς τον πλησίον ανέπτυξε στην καρδιά του τον πόθο της μεταδόσεως και με αυτόν τον τρόπο έγινε διδάσκαλος της ανθρωπότητος. Εζήτησε να εξομοιώσει όλους προς τον εαυτό του. Δεν εγεννήθηκε, όμως, κατακτητής του σώματος, αλλά του πνεύματος. Δεν ανεζήτησε δούλους, αλλά ελευθέρους. Αυτό αγάπησε. Και αυτή η θεία αγάπη έγινε το κίνητρο όλων των ορμών του. Αυτή η αγάπη διεμόρφωσε τον εθνικό του χαρακτήρα, ο οποίος και έμεινε αναλλοίωτος. Με αυτόν τον τρόπο επλάσθηκε ο Έλληνας και με αυτόν τον τρόπο διαμορφώθηκε το ήθος του και ο ηθικός χαρακτήρας του. Και ένας τέτοιος χαρακτήρας δεν ήταν δυνατόν παρά να ενθουσιασθεί από τις αρχές του Χριστιανισμού.
Ο Χριστιανισμός ήταν αγάπη, έδινε υπόσχεση να διδάξη στους ανθρώπους την αλήθεια στην τελειότερη και πληρέστερη μορφή της, να ενισχύσει και να ανυψώσει την φιλοσοφία στην πιο υψηλή της μορφή, να αποκαλύψει σ’ αυτήν όσα μυστήρια της έμεναν κρυμμένα, να διαλύσει το σκοτάδι από τα μάτια της ανθρωπίνης διανοίας, να ξυπνήσει τον κοιμισμένο, να απαλλάξει από τις δεισιδαιμονίες, να συνδέσει όλους τους ανθρώπους με δεσμούς αδελφικής αγάπης, να οδηγήσει στον Θεό και να σώσει από την κυριαρχία του διαβόλου, χαρίζοντας στον πρόσκαιρο σημερινό κόσμο την αληθινή ευτυχία και στο μελλοντικό την αιώνια μακαριότητα. Ο Έλληνας, εφόσον ευρήκε στον Χριστιανισμό τις ίδιες τις αρχές του, την εικόνα του τέλειου και του ιδανικού του και, κυρίως, το μόνο Διδάσκαλο ικανό να τον διδάξει όλα όσα ήθελε να μάθει και να γνωρίσει και ό,τι εποθούσε και επιζητούσε και εφόσον ευρήκε, ότι ο Χριστιανισμός εξέφραζε τα αισθήματά του, τον αγκάλιασε και τον προστάτεψε θερμά. Και ο Χριστιανισμός του εχάρισε ως πρώτο δώρο νέα ζωή. Σε αντάλλαγμα, ο Ελληνισμός τον υπεστήριξε με τους αγώνες και το αίμα του.
Η Ελληνική φιλοσοφία οδηγούσε το Ελληνικό Έθνος προς τον Χριστιανισμό. Το ότι η Ελληνική φιλοσοφία υπήρξε τέτοιος καθοδηγητής μαρτυρεί ο Ιερός Πατέρας Κλήμης ο Αλεξανδρινός, όταν αναφέρει:
«Η φιλοσοφία ήταν αναγκαία για τους Έλληνες προ της παρουσίας του Κυρίου για να υπάρξει δικαιοσύνη. Τώρα πάλι είναι χρήσιμη για να επιτύχει κανείς την ευσέβεια προς τον Θεό, επειδή θεωρείται ως προπαίδεια για όσους αποκτούν την πίστη με αποδείξεις. Διότι, όπως λέγεται (στις Παροιμίες στην Π. Διαθήκη), δεν θα στραβοπατήσεις αν φροντίζεις και προνοείς για όσα είναι ορθά, είτε προέρχονται από τους Έλληνες, είτε είναι δικά μας (των Εβραίων). Διότι, ο Θεός είναι η αιτία όλων των καλών και των ορθών. Και ενώ στους Εβραίους εδόθησαν ορθά από πριν, δηλαδή, η Παλαιά Διαθήκη προ της Καινής, στους Έλληνες όσα σωστά επέτυχαν ήταν επακολούθημα της φιλοσοφίας. Μήπως, όμως, και στους Έλληνες δεν είχε δοθεί πριν ο Κύριος καλέσει και αυτούς; Διότι η φιλοσοφία παιδαγωγούσε και οδηγούσε και το Ελληνικό Έθνος, προς τον Χριστό, όπως τους Εβραίους ο Νόμος.
Επομένως, η φιλοσοφία προπαρασκευάζει ετοιμάζοντας τον δρόμο όσων πρόκειται να φθάσουν στην τελειοποίηση διά του Χριστού και με την βοήθειά Του. Γιατί ένας είναι ο δρόμος προς την αλήθεια και σ’ αυτόν, όπως σ’ ένα ασταμάτητο ποταμό, συγκεντρώνονται όλα τα υδάτινα ρεύματα, αν και έρχονται από διαφορετικές κατευθύνσεις».
Άγιος Νεκτάριος Αιγίνης
«Περί της Ελληνικής Φιλοσοφίας ως Προπαιδείας εις τον Χριστιανισμόν»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου