Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2015

Ταξίδι στη Θεσσαλονίκη του Γαλέριου



Η ψηφιακή εποχή έδωσε την ευκαιρία σε αρχαιολόγους και ιστορικούς να μπορέσουν να αναπαραστήσουν με ακρίβεια την εικόνα των αρχαιολογικών χώρων όπως ακριβώς ήταν τστην εποχή τους. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να μπορέσεις να νιώσεις και να δεις την πόλη σου όπως ήταν σε παλιότερες εποχές. Από την Κυριακή 1 Νοεμβρίου θα μπορούμε όλοι να περιηγηθούμε στο Γαλεριανό συγκρότημα χάρις σε μια ψηφιακή εικονική περιήγηση που προβάλλεται στην αίθουσα πολυμέσων της ΕΦΑ, στη διασταύρωση των οδών Δημ. Γούναρη και Αλ. Σβώλου.


Ο Γαλέριος επέλεξε τη Θεσσαλονίκη ως έδρα του από το 299 ως τον θάνατό του το 311 μ.Χ. Το Γαλεριανό συγκρότημα, κατασκευασμένο σύμφωνα με τις αρχές σχεδιασμού που χαρακτηρίζουν αυτοκρατορικές πόλεις της Τετραρχίας, αποτελείται από το ανάκτορο, την Αψίδα-θριαμβικό τόξο (Καμάρα), τη Ροτόντα και τον Ιππόδρομο, ήταν δε το αυτοδύναμο κέντρο της αυτοκρατορικής εξουσίας που συγκέντρωνε τις διοικητικές, πολιτικές και θρησκευτικές αρμοδιότητες του αυτοκράτορα. Η ανέγερση των ανακτόρων στη Θεσσαλονίκη ξεκίνησε στο τέλος του 3ου αιώνα μ.Χ., όταν ο Γαλέριος ολοκλήρωσε την εκστρατεία του κατά των Περσών, νικώντας τον βασιλιά Ναρσή στην Αρμενία (298 μ.Χ.).Το Γαλεριανό συγκρότημα, ένας από τους μνημειακούς πυρήνες της ρωμαϊκής Θεσσαλονίκης είναι αυτό που καθόρισε και τον πολεοδομικό ιστό της σύγχρονης πόλης στο κέντρο. Σήμερα είναι ορατό και επισκέψιμο ένα σημαντικό, αλλά περιορισμένο σε έκταση, τμήμα του Γαλεριανού συγκροτήματος, το οποίο σώζεται στον αρχαιολογικό χώρο της πλατείας Ναβαρίνου και στον πεζόδρομο της οδού Δημ. Γούναρη, μεταξύ των οδών Αλ. Σβώλου και Ι. Μιχαήλ, μαζί με την Καμάρα και τη Ροτόντα.

Οι πρώτες ανασκαφικές τομές στην περιοχή της σημερινής πλατείας Ναυαρίνου, όπου βρίσκεται ο επισκέψιμος αρχαιολογικός χώρος του ανακτόρου, ξεκίνησαν το 1950 υπό την επίβλεψη του Εφόρου Αρχαιοτήτων Χ. Μακαρόνα, ο οποίος αποκάλυψε ένα από κυριότερα κτίσματα του συγκροτήματος το Οκτάγωνο, και συνεχίσθηκαν το 1962 όταν ο Δήμος Θεσσαλονίκης αποφάσισε τη διαμόρφωση του χώρου, και την κατεδάφιση των προσφυγικών οικίσκων που υπήρχαν εκεί. Η έρευνα ολοκληρώθηκε σταδιακά τη δεκαετία του ΄60 αποκαλύπτοντας τα ερείπια σημαντικών οικοδομημάτων. Την ίδια χρονική περίοδο, με τη διάνοιξη της οδού Δ. Γούναρη, ήρθε στο φως ένα ακόμη σημαντικό κτίσμα των ανακτόρων η «Αψιδωτή αίθουσα».

Η αποκατάσταση και η ανάδειξη των ερειπίων των Ανακτόρων του Γαλερίου (αρχαιολογικός χώρος πλατείας Ναυαρίνου και οδού Δ. Γούναρη) υλοποιήθηκε με χρηματοδότηση της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι εργασίες ολοκληρώθηκαν σε τρεις χρονικές περιόδους(1993-2000, 2002-2006, 2011-2014).

Το 2008 ο αρχαιολογικός χώρος της πλατείας Ναυαρίνου βραβεύθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Europa Nostra για την εξαιρετική και υποδειγματική αποκατάσταση και συντήρηση των ερειπίων, καθώς και για το σύνολο των επεμβάσεων που μετέτρεψαν έναν εγκαταλελειμμένο χώρο σε άρτια οργανωμένο και με εκπαιδευτικό χαρακτήρα, πόλο έλξης στην καρδιά της σύγχρονης πόλης.

Στο πλαίσιο της αναστήλωσης του μνημειακού χώρου, έγινε η ψηφιακή αναπαράσταση του συγκροτήματος, από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης (πρώην ΙΣΤ΄ ΕΠΚΑ) με χρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ και κυκλοφορεί και ένας ευρηματικός οδηγός τσέπης, με τίτλο «Γαλεριανό Συγκρότημα. Μια εικονική περιήγηση». Οι τρισδιάστατες αναπαραστάσεις του οδηγού, που συνοδεύονται από επεξηγηματικά κείμενα, δίνουν τη δυνατότητα στον επισκέπτη του αρχαιολογικού χώρου να κατανοήσει τη μορφή των κτιρίων στην εποχή λειτουργίας τους (4ος-7ος αιώνας μ.Χ.) και να αποκτήσει μια πληρέστερη εικόνα της νοτιοανατολικής περιοχής της αρχαίας Θεσσαλονίκης και συγκεκριμένα της συνοικίας του ανακτόρου.

Το Γαλεριανό συγκρότημα περιλαμβάνει:



Την Καμάρα (Αψίδα του Γαλερίου): Κτίστηκε μεταξύ των ετών 298 και 305 μ.Χ., σε ανάμνηση της εκστρατείας και της νίκης του Γαλέριου κατά των Περσών. Το οικοδόμημα αποτελούνταν από οκτώ πεσσούς, διατεταγμένους ανά τέσσερις σε δύο παράλληλες σειρές, με τρία τοξωτά ανοίγματα ανάμεσά τους. Από τους πεσσούς σήμερα σώζονται μόνο τρεις. Την Καμάρα, που ήταν σκεπασμένη με θόλο, διέσχιζε η σημαντική οδική αρτηρία, η ρωμαϊκή Decumanus maximus, η Μέση Οδός ή Λεωφόρος (σημερινή Εγνατία) όπως την έλεγαν οι Βυζαντινοί – κατάλοιπά της έχουν βρεθεί κάτω από το οδόστρωμα της Εγνατίας, στην οδό Βενιζέλου, στα έργα κατασκευής του μετρό.



Τον Ιππόδρομο που ήταν κτισμένος νότια της κύριας λεωφόρου της πόλης που περνούσε κάτω από την Αψίδα, μεταξύ του τείχους της πόλης και του ανατολικού ορίου του ανακτόρου. Η χωροθέτηση αυτή επέτρεπε στον αυτοκράτορα να εισέρχεται, διαμέσου των οικοδομημάτων του ανακτόρου, στο αυτοκρατορικό θεωρείο (κάθισμα), που βρίσκονταν στο δυτικό σκέλος του Ιππόδρομου μεταξύ της «Αψιδωτής αίθουσας» και της Βασιλικής. Το οικοδόμημα όπως προκύπτει από την αρχαιολογική έρευνα, είχε μήκος περίπου 450μ. και πλάτος 95μ.. Στο βόρειο τμήμα του που ήταν καμπύλο, σχηματίζονταν δώδεκα χώροι που πλαισίωναν την κεντρική είσοδο και χρησίμευαν για τη στάθμευση και εκκίνηση των αρμάτων (ιππάφεση). Μία ακόμη είσοδος για τους θεατές των αγώνων υπήρχε στη σφενδόνη, δηλαδή στο νότιο κυκλικό τμήμα του οικοδομήματος, το οποίο οριοθετείται νότια της σημερινής οδού Μητροπόλεως. Η κατασκευή του Ιππόδρομου ανέρχεται στις αρχές του 4ου μ.Χ. αιώνα, ενώ σύμφωνα με τις γραπτές πηγές συνέχισε να λειτουργεί τουλάχιστον μέχρι τον 7ο μ.Χ. αιώνα. Οικοδομικά κατάλοιπα του Ιππόδρομου διατηρούνται σήμερα στα υπόγεια και στους ακάλυπτους χώρους των όμορων περιοχών. Σήμερα ο Ιππόδρομος βρίσκεται στο μεγαλύτερο μέρος του κάτω από τις πολυκατοικίες της Δημ. Γούναρη και της Ιπποδρομίου μέχρι την αυλή της εκκλησίας της Νέας Παναγίας στο τέλος της Δημητρίου Γούναρη. Τμήματά του υπάρχουν ακόμη στα υπόγειά των πολυκατοικιών. Δείτε τα πάντα για τον Ιππόδρομο εδώ





Τη Ροτόντα: Το βορειότερο κτίριο του συγκροτήματος που κατά την τετραρχική περίοδο ήταν ναός αφιερωμένος στην αρχαία θρησκεία.

Η μετατροπή του σε χριστιανικό ναό, αφιερωμένο στους Ασώματους ή Αρχαγγέλους και τα εξαιρετικής ποιότητας ψηφιδωτά ανάγονται στην παλαιοχριστιανική περίοδο (4ος-6ος αιώνας μ.Χ.). Οι μεγάλης κλίμακας επεμβάσεις που έγιναν στο μνημείο κατά την περίοδο αυτή επιβάρυναν τη στατική του επάρκεια, ενώ οι σεισμοί του 7ου αιώνα μ.Χ. κατέστρεψαν την αψίδα του ιερού και το υπερκείμενο τμήμα του θόλου.

Τα οικοδομήματα του αρχαιολογικού χώρου της πλατείας Ναυαρίνου (Βασιλική, κεντρική κτιριακή ενότητα, διώροφο κτίριο, λουτρά, Οκτάγωνο)



Η Βασιλική: Από τα πιο μεγαλοπρεπή κτίρια ήταν η Βασιλική, που λειτουργούσε ως χώρος υποδοχής και ακροάσεων. Τα ερείπια του κτιρίου αυτού είναι ορατά στο νοτιοανατολικό τμήμα του αρχαιολογικού χώρου της πλατείας Ναυαρίνου. Το οικοδόμημα ήταν στραμμένο προς νότο και εξωτερικά είχε αρχικά τη μορφή Βασιλικής, ορθογώνιας δηλαδή αίθουσας με αψίδα στη βόρεια πλευρά. Εσωτερικά χωριζόταν σε δύο χώρους που επικοινωνούσαν μεταξύ τους: έναν ορθογώνιο προθάλαμο και μία μεγάλη αίθουσα, η οποία στη νότια πλευρά έφερε δύο κόγχες, ενώ προς βορρά κατέληγε στην υπερυψωμένη αψίδα. Οι δύο χώροι έφεραν πλούσιο διάκοσμο ο οποίος σήμερα σώζεται αποσπασματικά. Σε μεταγενέστερη οικοδομική φάση, πιθανόν τον 6ο αιώνα, νότια του προθαλάμου προστέθηκε μία ακόμη αίθουσα (Α), οι διαστάσεις της οποίας δεν είναι γνωστές, καθώς μεγάλο τμήμα της είναι θαμμένο κάτω από το οδόστρωμα της οδού Α. Σβώλου. Η κάτοψη της ήταν ορθογώνια με ημικυκλική αψίδα στη νότια πλευρά και προθάλαμο με ψηφιδωτό δάπεδο στη βόρεια. Οι εξωτερικές διαστάσεις του κτιρίου ήταν 24×67μ., το ύψος του περίπου 30μ. και καλυπτόταν με στέγη. Εσωτερικά η Βασιλική ήταν μονόκλιτη και οι τοίχοι της ήταν επενδεδυμένοι με μάρμαρα. Το δάπεδο της αψίδας, με εξαίρεση το βόρειο τμήμα της που ήταν στρωμένο με μαρμάρινες πλάκες, έφερε ψηφιδωτό το οποίο διατηρείται μέχρι σήμερα.



Το ανάκτορο ήταν το σημαντικότερο μέρος του συγκροτήματος, χτίστηκε στις παρυφές της πόλης, δίπλα στο ανατολικό τείχος, και έφτανε μέχρι τη θάλασσα (οδός Μητροπόλεως), ενώ στο δυτικό του όριο έφτανε έως την οδό Απελλού. Τοποθετημένο δυτικά της Βασιλικής αποτελείται από ένα κτίσμα 30Χ40 μ. με 11 χώρους. Εκατέρωθεν ενός μακρύ διαδρόμου ήταν τα λουτρά και το Οκτάγωνο.



Το Οκτάγωνο: κτίσθηκε δυτικά των λουτρών και η κύρια είσοδός του είναι στραμμένη προς τη θάλασσα. Η ανασκαφή του μνημειακού αυτού οικοδομήματος ξεκίνησε το 1950, και συνεχίσθηκε σταδιακά μέχρι το 1981 φέρνοντας στο φως το κτίσμα που βλέπουμε σήμερα, και νοτιότερα τμήμα περιστυλίου, το οποίο δεν είναι ορατό λόγω της ανέγερσης των σύγχρονων οικοδομών. Το κτίριο αποτελείται από μία οκταγωνική αίθουσα και έναν μνημειώδη προθάλαμο με δύο ημικυκλικές κόγχες στις στενές πλευρές. Ο προθάλαμος επικοινωνούσε, διαμέσου ανοίγματος που υπήρχε στη νότια τοιχοποιία, με ένα μεγάλο περίστυλο αίθριο πλάτους 47μ. και μήκους 88μ.. Η όψη του ανοίγματος διαμορφωνόταν με τριπλό τόξο (τρίβηλο) και δύο κίονες οι οποίοι διασώζονται κάτω από τα θεμέλια της οικοδομής επί της οδού Ισαύρων 3. Στο βόρειο άκρο της ανατολικής στοάς υπήρχε πεταλόμορφη κόγχη πλαισιωμένη με πεσσούς που υποβάσταζαν μαρμάρινο τόξο, γνωστό με το συμβατικό όνομα «Το μικρό τόξο του Γαλέριου», που εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης.
Το Οκτάγωνο, κατά τη διάρκεια της κατασκευής του αλλά και κατά τη μακρόχρονη λειτουργία του, υπέστη πολλές επιδιορθώσεις και μετασκευές. Το κτίριο πιθανόν σχεδιάσθηκε ως κανονικό οκτάγωνο με ορθογώνιο εξωτερικά προθάλαμο. Σύμφωνα με την επικρατέστερη ιστορική έρευνα προορίζονταν ως αίθουσα ακροάσεων ή αίθουσα θρόνου των ανακτόρων, ενώ αργότερα λειτούργησε και ως χριστιανικός ναός. Η καταστροφή του Οκτάγωνου τοποθετείται τον 7ο αιώνα μ.Χ., εποχή που η Θεσσαλονίκη συγκλονίστηκε από ισχυρούς σεισμούς.

Τα Λουτρά: Το οικοδόμημα, κατά την αρχαιότητα υπέστη πολλές μετασκευές που αφορούν στην αλλαγή χρήσης των επιμέρους χώρων του. Η κάτοψη των αιθουσών, όπως σώζεται σήμερα, ανήκει στην τελευταία οικοδομική φάση του κτιρίου. Η είσοδος των λουτρών βρισκόταν στον βασικό άξονα που συνέδεε τη νότια είσοδο του συγκροτήματος με την κεντρική κτιριακή ενότητα. Ένας τετράγωνος προθάλαμος με ψηφιδωτό δάπεδο οδηγούσε σε μία μεγάλη ορθογώνια αίθουσα υποδοχής διακοσμημένη με έγχρωμα μάρμαρα στους τοίχους και στο δάπεδο. Στο βόρειο τοίχο της υπήρχαν αβαθείς κόγχες ενώ στο ανατολικό άκρο υπήρχε δεξαμενή κρύου νερού, η οποία μετέπειτα καταργήθηκε και στο κέντρο της κατασκευάσθηκε διακοσμητική ημικυκλική κρήνη. Δύο θύρες στο νότιο τοίχο της αίθουσας οδηγούσαν σε δύο ακόμη χώρους: έναν οκταγωνικό με εξαγωνικό λουτήρα χλιαρού νερού και έναν ορθογώνιο με αψίδα στη δυτική πλευρά, στο κέντρο της οποίας πιθανόν θα υπήρχε μαρμάρινος νιπτήρας για την παραγωγή ατμού. Αργότερα, η αψίδα μετασκευάσθηκε σε λουτήρα. Oι αίθουσες με τους λουτήρες θερμού νερού πρέπει να καταλάμβαναν το νότιο τμήμα του κτιρίου, το οποίο συνεχίζεται κάτω από τις οικοδομές της πλατείας Ναυαρίνου.


*Η μελέτη για την τρισδιάσταση ψηφιακή απεικόνιση του Γαλεριανού Συγκροτήματος εκπονήθηκε από την ομάδα των αρχιτεκτόνων της ΙΣΤ Εφορείας Αρχαιοτήτων Φ.Αθανασίου, Β.Μάλαμα, Μ.Μίζα και Μ.Σαραντίδου, στο πλαίσιο των εργασιών αποκατάστασης του μνημείου. Οι εικόνες της ψηφιακής αναπαράστασης και το αντίστοιχο βίντεο υλοποιήθηκαν από τον αρχιτέκτονα Φώτη Τσακμάκη, ενώ όλο το έργο πραγματοποιήθηκε με χρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ.

Πηγή: Υπουργείο Πολιτισμού (Φανή Αθανασίου – Βενετία Μάλαμα – Μαρία Μίζα – Μαρία Σαραντίδου, ΙΣΤ’ Ε.Π.Κ.Α.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου