Στρέφοντας το βλέμμα στο πρόσφατο παρελθόν, σ’ αυτήν την μακρά μεταπολιτευτική περίοδο, η οποία ψυχορραγεί εδώ και έξι-επτά χρόνια, παρατηρούμε δύο βασικές μεταλλάξεις που συνέβησαν στην Ελλάδα. Η μία αφορούσε στον ανθρωπολογικό τύπο του Έλληνα, ο οποίος μεταμορφώθηκε σχεδόν ως τον πυρήνα του. Ο γενικά εργατικός, λιτοδίαιτος άνθρωπος, αντικαταστάθηκε από τον ατομιστή, αμοραλιστή κι άπληστο νεοέλληνα. Ο Έλληνας της μεταπολίτευσης εμφανίζεται περισσότερο μορφωμένος, πολύ πιο πλούσιος, πολυταξιδεμένος, αλλά, ταυτοχρόνως, «κενός περιεχόμενου». Κι αυτό γιατί επιδόθηκε στην πρόσληψη δάνειων στοιχείων εκ δυσμάς, τα οποία ουδέποτε αφομοίωσε, καθώς διαμόρφωσαν μόνον την εξωτερική του εικόνα, επιβάλλοντας τη βασιλεία του «δήθεν». Για να πετύχει τη μεταπήδησή του στην νέα εποχή, ο Έλληνας της μεταπολίτευσης «ξεφορτωνόταν» γοργά την περιττή πραμάτεια της βαριάς παράδοσης, με αντίτιμο το «πινάκιο φακής» μιας τυφλής προοδευτικότητας. Έτσι, έφτασε στην ώρα της κρίσης να χάσκει τον νέο άγριο κόσμο που ανατέλλει, περίτρομος, απαράσκευος και άστεγος, κλαυθμηρίζοντας ως νήπιο για τον παράδεισο που εχάθη δια παντός.
Παράλληλα, με την εσωτερική, ψυχοπνευματική του αλλαγή, και συνδεόμενη στενά με αυτήν, έλαβε χώρα και η μετάλλαξη της σχέσης του Έλληνα της μεταπολίτευσης προς την πατρίδα και το κράτος του.