«Στις 6 τυ Γενάρι ςτο ςκολιο τυ Πες-Καρτας γενικε αντιθριςκεφτικι βραδια, πυ οργανοθικε απ’ το προςοπικο τον δαςκαλον κε τυς μαθιτες τυ ελινικυ διδαςκαλιυ τις πολις. Προτυ ν’ αρχιςι ι παραςταςι, εγινε ιςιγιςι πανο ςε αντιθριςκεφτικο θεμα. Μετα ι μαθιτες απ’ το ελινικο διδαςκαλιο πεκςανε τιν κομοδια «Ο ταχιδαχτιλυργος». Τιν κομοδια ακολυθηςε κοντςερτο με τραγυδια κε διαφορυς χορυς....»
Ο Κόκινος Καπνάς και το εικοσαγράμματο αλφάβητο
Ο Κόκινος Καπνάς ήταν στη δεκαετία του 1930 το επίσημο όργανο των Ελλήνων της Αμπχαζίας, η οποία υπαγόταν, με καθεστώς αυτόνομης δημοκρατίας, στη σοβιετική δημοκρατία της Γεωργίας, που ανήκε φυσικά στην ΕΣΣΔ. Ξεκίνησε ως εφημερίδα των καπνοπαραγωγικών περιοχών, γι’ αυτό και πήρε αυτό τον τίτλο, αν και σύντομα εξελίχθηκε σε ελληνική εφημερίδα που κυκλοφορούσε οπουδήποτε υπήρχαν Έλληνες στην ΕΣΣΔ, και φαντάζομαι πως κράτησε τον τίτλο της για ιστορικούς κυρίως λόγους. Εκδιδόταν στο Σοχούμι, την πρωτεύουσα της Αμπχαζίας, από το 1932 έως το 1937, κάθε έξι μέρες.
Θα προσέξατε ότι τη λέξη κόκινος την έγραψα με ένα κάπα· αυτό επειδή η εφημερίδα είχε υιοθετήσει το εικοσαγράμματο ελληνικό αλφάβητο, σε συνδυασμό με εκτενείς ορθογραφικές απλοποιήσεις. Καταργήθηκαν τα γράμματα η και ω, καθώς και τα ξ και ψ που γράφονταν κσ και πσ ή μάλλον κς και πς, μια και αντί για το σ χρησιμοποιούσαν το ς και μόνο αυτό. Ο φθόγγος ου γραφόταν με το υ. Καταργήθηκαν οι δίφθογγοι και τα διπλά σύμφωνα. Κάποια συμπλέγματα συμφώνων έπαψαν να γράφονται, όπως το σμ (που γραφόταν ζμ). Εφαρμόστηκε αρχικά το μονοτονικό όπως το πρότεινε ο Ελισσαίος Γιαννίδης, αλλά στα μισά του δρόμου καταργήθηκαν εντελώς οι τόνοι και εφαρμόστηκε σύστημα ατονικό. Ένα κείμενο γραμμένο στο εικοσαγράμματο αλφάβητο ξενίζει σήμερα μια και όλες σχεδόν οι λέξεις αλλάζουν. Βέβαια, φαντάζομαι ότι με λίγη εξάσκηση θα μπορεί κανείς να διαβάζει άνετα.
Για να πάρουμε μια ιδέα του εικοσαγράμματου, μεταφέρω ένα αρθράκι, ανταπόκριση για μια αντιθρησκευτική εκδήλωση.
ΑΝΤΙΘΡΙΣΚΕΦΤΙΚΙ ΒΡΑΔΙΑ
Στις 6 τυ Γενάρι ςτο ςκολιο τυ Πες-Καρτας γενικε αντιθριςκεφτικι βραδια, πυ οργανοθικε απ’ το προςοπικο τον δαςκαλον κε τυς μαθιτες τυ ελινικυ διδαςκαλιυ τις πολις. Προτυ ν’ αρχιςι ι παραςταςι, εγινε ιςιγιςι πανο ςε αντιθριςκεφτικο θεμα. Μετα ι μαθιτες απ’ το ελινικο διδαςκαλιο πεκςανε τιν κομοδια «Ο ταχιδαχτιλυργος». Τιν κομοδια ακολυθηςε κοντςερτο με τραγυδια κε διαφορυς χορυς.
Μου πήρε πολλή ώρα να το γράψω, αλλά όπως είπα είναι θέμα συνήθειας. Η γλώσσα, όπως θα είδατε, ήταν η δημοτική, η δημοτική της Ελλάδας. Ο προσδιορισμός έχει σημασία, διότι οι Έλληνες της ΕΣΣΔ δεν είχαν μητρική γλώσσα τη δημοτική αλλά την ποντιακή (οι περισσότεροι) ή τα μαριουπολίτικα. Για το θέμα αυτό έχει γράψει πολλά ενδιαφέροντα (αλλά στα αγγλικά) ο Νίκος Νικολάου, ο οποίος δεν έχει διαβάσει το βιβλίο αυτό αλλά μια παλιότερη σχετική δημοσίευση του Αγτζίδη. Το βασικό δίλημμα που αντιμετώπισαν οι Έλληνες διανοούμενοι στην ΕΣΣΔ ήταν αν θα χρησιμοποιήσουν την ποντιακή ή την καθαυτό ελληνική. Υπήρξαν, πρέπει να πω, άλλες εφημερίδες στην ΕΣΣΔ που διάλεξαν την ποντιακή, όπως επίσης στα ποντιακά γράφτηκαν και εκδόθηκαν πολλά λογοτεχνικά έργα σε μια πρωτόγνωρη λογοτεχνική άνθιση (κάτι που έγινε άλλωστε στη δεκαετία του 1920 και με πολλές άλλες γλώσσες που ως τότε δεν γραφόντουσαν). Ο Καπνάς διάλεξε τα ελληνικά, αλλά χρειάστηκε να γίνουν δυο συνδιασκέψεις για να παρθεί απόφαση και υπήρξε έντονη αντιπαράθεση των δύο τάσεων.
Ο συγγραφέας του βιβλίου, ο Βλάσης Αγτζίδης, ταξίδεψε στο Σοχούμι γύρω στο 1990 και αντέγραψε το αρχείο του Κόκινου Καπνά. Ήταν πολύ προνοητική ενέργεια γιατί στον πόλεμο μεταξύ Γεωργιανών και Αμπχαζίων το 1992 το κτίριο που το στέγαζε κάηκε και το αρχείο καταστράφηκε (αν και υπάρχει κι άλλο ένα σώμα του Καπνά, στη Μόσχα). Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, ο Αγτζίδης εκπόνησε διδακτορική διατριβή με θέμα του την εφημερίδα. Τώρα, εκδίδει το βιβλίο αυτό, που έχει βασιστεί πάνω στη διατριβή του. Θα αναφέρω στα επόμενα μερικά πράγματα για το βιβλίο (αν και ήδη είπα πολλά…). Παρεμπιπτόντως, το βιβλίο θα παρουσιαστεί σήμερα Παρασκευή 7 Μαΐου στις 8 το βράδυ στον Ιανό (από τους Σερ. Φυντανίδη, Κ. Σβολόπουλο, Γ. Ανδρεάδη και Χρ. Γαλανίδη) και θα συντονίσει ο Γ. Καραμπελιάς.
Πρέπει επίσης να πω ότι με τον Αγτζίδη έχω αρκετές διαφωνίες και σε γλωσσικά θέματα και στα θέματα της ειδίκευσής του (ποντιακός ελληνισμός, μικρασιατική καταστροφή). Για παράδειγμα, δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι στοιχειοθετείται ο όρος «γενοκτονία» είτε για τους Πόντιους είτε για τους Μικρασιάτες, θεωρώ άδικη και υπερβολική την κριτική του στο ΣΕΚΕ και ελαφρώς τερατώδες το τσουβάλιασμα που κάνει και που τον βοηθάει π.χ. να βλέπει συνοδοιπόρους τον Μεταξά και την ομάδα του Ιού. Όμως, εκτιμώ τη νηφάλια στάση του στον διάλογο, την διαφοροποίησή του από τους ποντιοκάπηλους και ποντιοπατέρες, το γεγονός ότι τοποθετείται στην αριστερά. Αρκετές διαπιστώσεις του είναι πρωτότυπες και αξίζουν προσοχή. Αλλά ας επιστρέψω στον Κόκινο Καπνά.
Δεν θα παρουσιάσω όλο το βιβλίο του Αγτζίδη, θα σταθώ όμως στα γλωσσικά. Ο Αγτζίδης εξετάζει πολύ μεθοδικά τη γλώσσα της εφημερίδας, όμως έχω ένα τεράστιο παράπονο: ενώ αναφέρεται επανειλημμένα σε κείμενα της εφημερίδας που έπαιξαν βασικό ρόλο στη διαπάλη ανάμεσα σε ποντιακή και «κατωμερίτικη» ελληνική, δεν παραθέτει τα κείμενα αυτά, που αμφιβάλλω αν θα έπιαναν πάνω από 20 σελίδες (σε ένα βιβλίο 500 σελίδων). Είναι σαν να διαβάζεις εκτενή κριτική π.χ. για τον Σεφέρη χωρίς να παρατίθεται ένα του ποίημα –πολύ εκνευριστικό. Ίσως όμως να έχει σκοπό να εκδώσει σε δεύτερο τόμο μια επιλογή κειμένων. Πάντως, ο αναγνώστης μένει με την περιέργεια, αφού λίγα αυθεντικά κείμενα του Καπνά θα βρει –κι αυτά, συνήθως, σε φωτογραφίες από σελίδες της εφημερίδας.
Ένα παράδειγμα: Οι άνθρωποι του Καπνά αντί για γκ έγραφαν νκ, πράγμα που οδήγησε τον Δ. Λιάσκοβα (που ήταν και ανταποκριτής του Ριζοσπάστη) να γράψει το άρθρο «Ο γαιδαρος νκαριζι ι γκαριζι;», στο οποίο ο Αγτζίδης παραπέμπει δεκάδες φορές αλλά δεν παραθέτει παρά ένα ελάχιστο απόσπασμα που το ξεσηκώνω εδώ, αν και γραμμένο με τη σημερινή ορθογραφία. Ένα μόνο απόσπασμα διασώζεται σε κάποια υποσημείωση. Εκεί, ο Λιάσκοβας επικρίνει το ενωτικό που χρησιμοποιούσαν (όπως το ήθελε ο Ελ. Γιανίδης) στις κτητικές αντωνυμίες (π.χ. «ο πατέρας-μου») και λέει (μετατρέπω σε σημερινή ορθογραφία): «Η ηλίθια γραμμούλα είναι συνδεδεμένη στην τύχη της με το τονικό σύστημα του Γιανίδη και έχει την ίδια κολυμπήθρα: είναι κι αυτή τεχνικό κατασκεύασμα και πρέπει να πάει κι ελόγου της από κει που ’ρθε».
Τι είναι η χαλτουροποίηση;
Ο Καπνάς περιείχε άφθονους νεολογισμούς. Ο Αγτζίδης καταγράφει αρκετούς, και τους χωρίζει: α) στους νεολογισμούς με ελληνική ρίζα, όπως συμπέταμα (συγκέντρωση), παντομερής (από κάθε μέρος), ηλεχτροαυτοκίνητο (δηλαδή τρόλεϊ), μονονοικοκύρης (ο ανεξάρτητος αγρότης, που δεν έχει μπει στο κολχόζ), ανεπιβλεψία (δηλ. έλλειψη ενδιαφέροντος), και β) στους νεολογισμούς με ρωσική ρίζα, που είναι και περισσότεροι, μια και αναφέρονται σε πραγματικότητες της σοβιετικής κοινωνίας, από απλές κλιτικές προσαρμογές, π.χ. κολχόζι, σοβχόζι και νόθα σύνθετα (υποραγιόνι η υποπεριοχή, αφού ραγιόνι η διοικητική περιοχή) έως εντελώς άγνωστες σε μας λέξεις όπως π.χ. λόντιρος ο τεμπέλης και κούσταρος ο βιοτέχνης. Μερικοί ακόμα τέτοιοι νεολογισμοί: πλανεροδρόμιο το αεροδρόμιο, κοντσέρνες τα συμφέροντα, κούρσο η σειρά των μαθημάτων, μαζίφι η περιοχή, γιάσλα το βρεφοκομείο, κομαντίρος ο διοικητής. Κάμποσα δάνεια, βλέπουμε, είναι λατινικής αρχής. Και επειδή οι πόντιοι δεν είχαν το κόμπλεξ της τρισχιλιετούς, μπόρεσαν και σχημάτισαν το επίθετο «κουλτουρικός» για το οποίο κατά σύμπτωση είχαμε κάνει κουβέντα τις προάλλες.
Έχει πολλά ενδιαφέροντα ο Αγτζίδης σε αυτή την ενότητα, αλλά έχει και κάμποσα λαθάκια, που θα τα απέφευγε αν έδινε το κείμενο σε κάποιον γλωσσολόγο (κατά προτίμηση ρωσομαθή). Για παράδειγμα, η «χαλτουροποίηση» δεν είναι βέβαια λέξη ελληνικής ρίζας (ίσως μπήκε εκεί από αβλεψία). Σημαίνει «εκφυλισμός, καταστροφή» και έχει ρίζα ρώσικη· χαρακτηριστική φράση: χαλτουροποίηση του γλωσσικού αισθήματος. Επίσης, «λικβιντάρω» μάλλον δεν θα πει «καλύπτω» -εδώ τον παρέσυραν φράσεις όπως «ας λικβιντάρουμε το ρήγμα»- αλλά «εξαφανίζω». Ραμπότνικος ίσως να μην είναι «λαϊκός», και πιθανότατα ο «σιμουλιάντης» δεν είναι ο συκοφάντης αλλά ο λουφαδόρος. Ο Βαρούχιος ύπνος δεν είναι νεολογισμός του Καπνά αλλά παλιά καθαρευουσιάνικη έκφραση θρησκευτικής προέλευσης (και γράφεται βαρούχειος, π.χ. υπνώττει τον βαρούχειον)· η σπιουνιά δεν είναι νεολογισμός ούτε έχει ρώσικη ρίζα· τέλος, η «απαντητικότητα» δεν φαίνεται να σημαίνει αντίδραση, αλλά μάλλον «ετοιμότητα, ταχύτητα αντίδρασης» (φράση: ας δυναμώσουμε την απαντητικότητα της σοσιαλιστικής μας πατρίδας) –παρεμπιπτόντως, τέτοια λέξη δεν έχουμε στα σημερινά ελληνικά, και είναι χρήσιμη, ίσως πρέπει να υιοθετήσουμε την απαντητικότητα!
Να προσέξουμε ότι ο Καπνάς προσάρμοζε συστηματικά τις λέξεις στο ελληνικό κλιτικό σύστημα –έτσι, ενώ στην ελλαδική κομμουνιστική ορολογία η λέξη κολχόζ ήταν άκλιτη, εκείνοι έλεγαν «του κολχοζιού, τα κολχόζια». Παρεμπιπτόντως, δεν είναι ο Δ. Σαββόπουλος ο πρώτος ελληνόφωνος που λάνσαρε τον τύπο χουλιγκάνος, αφού τον είχαν χρησιμοποιήσει οι Πόντιοι διανοούμενοι και μάλιστα πριν από την επανάσταση του 1917: ο Γιάγκος Κανονίδης, μαθαίνουμε, είχε αποκαλέσει «χουλιγκάνους του χλομού άστεως» τον Χρύσανθο Τραπεζούντας και όλη την εκκλησιαστική ιεραρχία.
Ποιος σκότωσε τον Γιώργη Σιάντο;
Σε μια ενδιαφέρουσα ενότητα του βιβλίου, ο Αγτζίδης παρακολουθεί το πώς ο Καπνάς κάλυπτε την ελληνική πολιτική επικαιρότητα, από το 1932 έως το 1937. Το κομμάτι αυτό έχει αρκετό ενδιαφέρον, διότι διαβάζουμε γνωστά μας γεγονότα «αναδιηγημένα» μέσα από την οπτική γωνία της εφημερίδας. Γνωστά μας γεγονότα; Στην ενότητα αυτή βρήκα κανα-δυο σοβαρά λάθη που θα έπρεπε να τα έχει πιάσει ένας καλός επιμελητής. Το πιο ανώδυνο είναι ότι ο θάνατος του Κονδύλη παρουσιάζεται ότι συνέβη μετά τον θάνατο του Βενιζέλου (όμως στην πραγματικότητα ο Κονδύλης πέθανε τέλη Γενάρη του 1936 κι ο Βενιζέλος τον Μάρτη). Το πιο σοβαρό, είναι ότι διαβάζουμε, για τη δικτατορία του Μεταξά το 1937, πως η ασφάλεια δολοφόνησε τον Γιώργη Σιάντο, βουλευτή του Παλλαϊκού Μετώπου και του ΚΚΕ και ότι από τα βασανιστήρια «πέθανε ο ηθοποιός Κυριακού, ο οποίος σατίριζε το καθεστώς Μεταξά». Όμως, τα γεγονότα αυτά είναι ανύπαρκτα! Κανείς δεν σκότωσε τον Γιώργη Σιάντο, ο οποίος συνελήφθη, εξορίστηκε στην Ανάφη, δραπέτευσε, ξαναπιάστηκε, έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στο ΚΚΕ και τελικά πέθανε από καρδιακή προσβολή το 1947. Έπειτα, ηθοποιός Κυριακού δεν υπάρχει, προφανώς εννοείται ο Πέτρος Κυριακός (θα παραπλάνησε τον Αγτζίδη η αναφορά του ονόματος στη γενική πτώση). Ο οποίος Κυριακός, βέβαια, ναι μεν αναγκάστηκε να πιει ρετσινόλαδο από τον Μανιαδάκη (είχε πει το περίφημο θα το πω κι ας το πιω), αλλά ευτυχώς πέθανε πλήρης ημερών μισόν αιώνα αργότερα, το 1984!
Τι συνέβη; Προφανώς, στη δικτατορία του Μεταξά ο Κόκινος Καπνάς δημοσίευε ειδήσεις από την Ελλάδα που έρχονταν περνώντας από σαράντα κύματα και συχνά βασίζονταν σε ανεπιβεβαίωτες φήμες. Πράγματι είχε βγει η φήμη ότι ο Κυριακός πέθανε από βασανιστήρια, ενώ δεν αποκλείεται να είχε βγει και ανάλογη φήμη για δολοφονία του Σιάντου –και ο Καπνάς τις δημοσίευσε για αληθινές ειδήσεις. Ο Αγτζίδης όμως έπρεπε να το προσέξει και να μην αναπαραγάγει τις ανακριβείς ειδήσεις! Σε άλλες περιπτώσεις, το ατονικό σύστημα και η απλοποιημένη ορθογραφία δυσκολεύουν τα πράγματα· ο κομμουνιστής δήμαρχος Σερρών λεγόταν Μενύχτας, όχι Μένιχτας που τον έχει το βιβλίο. Και πάλι, ένας επιμελητής θα το έπιανε αυτό, μια και πρόκειται για γνωστό όνομα.
Όμως αυτά είναι γκρίνιες. Το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του βιβλίου κατά τη γνώμη μου, είναι η διαμάχη για το γλωσσικό ζήτημα –όχι βέβαια μεταξύ δημοτικής και καθαρεύουσας αλλά μεταξύ δημοτικής και ποντιακής. Για παράδειγμα, πολύ ενδιαφέρουσα ήταν η στάση του Τοπχαρά, ο οποίος ήταν υπέρμαχος της ποντιακής και κατηγορούσε τους δημοτικιστές για νεοψυχαρισμό, και κατηγορώντας τους οπαδούς της «ατόφιας» δημοτικής ότι εξελληνίζουν καθιερωμένες διεθνείς λέξεις.
Ο Αγτζίδης παρουσιάζει αναλυτικά αυτή τη διαμάχη, σε σημείο που να ικανοποιεί τους περισσότερους αναγνώστες –όχι όμως όλους· μερικοί θα θέλαμε να διαβάσουμε τα αυθεντικά κείμενα π.χ. του Τοπχαρά ή του Λιάσκοβα και όχι τις εκτενείς περιλήψεις τους. Ίσως όμως αυτό γίνει σε επόμενο βιβλίο.
Συνολικά, ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο για μια πολύ ενδιαφέρουσα και άγνωστη σε πολύ κόσμο πτυχή της ελληνικής γλώσσας και του γλωσσικού ζητήματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου