29 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1941: ΠΩΣ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΑΓΓΛΟΙ «ΕΦΑΓΑΝ» ΤΟΝ Ι. ΜΕΤΑΞΑ
Γ. Δημητρακόπουλος, Συνταξιούχος Εκπαιδευτικός
«Ας μάθουμε επιτέλους να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους και να μην παραποιούμε την ιστορία μας. Ο ελληνικός λαός, στην πλειοψηφία του, αγάπησε τον Μεταξά». (Β.Ραφαηλίδης)
Σαν σήμερα, πριν από 75 χρόνια, έφυγε από την ζωή ο εθνικός κυβερνήτης και πατέρας του «ΟΧΙ», Ι. Μεταξάς. «Πέθανε», γράφει η επίσημη ιστορία. Ωστόσο, εμείς έχουμε βάσιμους λόγους να πιστεύουμε ότι ο Ι. Μεταξάς δολοφονήθηκε και θα στηρίξουμε την πεποίθησή μας αυτή σε αδιάσειστα ιστορικά ντοκουμέντα.
Κατ’ αρχάς, κυκλοφορεί ευρέως ένας μύθος: ότι η καθεστωτική μεταβολή της 4ης Αυγούστου έγινε με τις ευλογίες των Άγγλων και ότι ο Ι. Μεταξάς, διδαχθείς από την τύχη του Βασιλέως Κωνσταντίνου του Στρατηλάτη κατά τον Α΄ Π.Π., είχε δεσμευθεί ότι θα ταχθεί οπωσδήποτε στο πλευρό της Αγγλίας, στον επικείμενο πόλεμο. Άλλο ένα ψεύδος, μετά από εκείνο που έλεγε ότι ο Μεταξάς ήτο γερμανόφιλος. Ο εθνικός κυβερνήτης δεν ήτο ούτε αγγλόφιλος ούτε γερμανόφιλος! Ήτο Έλλην και το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η εξυπηρέτησις των εθνικών συμφερόντων. Προς τούτο, λοιπόν, επεδίωξε την αυστηρά ουδετερότητα μόλις ξέσπασε ο Β΄ Π.Π. Όμως, οι πανούργοι Άγγλοι, που επιθυμούσαν διακαώς το άνοιγμα του βαλκανικού μετώπου, δια του πράκτορός των Τσιάνο, και του άφρονος Μουσσολίνι, κατόρθωσαν να βάλουν την Ελλάδα στο σφαγείο. Κατά πόσον οι Άγγλοι ευνοούσαν την 4η Αυγούστου; Ας μας απαντήσουν τα ιστορικά ντοκουμέντα.
Σε έκθεση του Γενικού Προξένου της Αγγλίας στην Θεσσαλονίκη, Χόουλ, προς το Λονδίνο, με ημερομηνία αποστολής 21 Δεκεμβρίου 1939, το καθεστώς της 4ης Αυγούστου περιγράφεται με τα μελανότερα χρώματα: «Έχω επανειλημμένως εφέτος αναφερθεί στην αντιδημοτικότητα του παρόντος καθεστώτος: τον Φεβρουάριο, σε έκθεσίν μου για την επίσκεψιν του Βασιλέως και του κ. Μεταξά, ανέφερα τις ελπίδες ότι η Αυτού Μεγαλειότης είτε θα απέλυε τον πρωθυπουργόν του, είτε θα τον υποχρέωνε τουλάχιστον να εμπιστευθεί υπουργεία σε άλλες προσωπικότητες … Δύναται να υποστηριχθεί ότι η σταθερότης του καθεστώτος είναι ίσως περισσότερο φαινομενική παρά πραγματική και ότι, εν πάση περιπτώσει το καθεστώς δεν είναι φιλικό προς την Μεγάλη Βρετανία… Ενδείξεις των αισθημάτων του καθεστώτος έχουν πολλαπλασιασθή εφέτος παρά τις επαναλαμβανόμενες επίσημες διαβεβαιώσεις φιλίας: Η απόλυσις του κ. Τσουδερού λόγω των σχέσεών του με Βρετανούς, η διάλυσις των Προσκόπων με τις βρετανικές παραδόσεις των, η φίμωσις του κοινού στους κινηματογράφους για να αποτραπεί η εκδήλωσις αντιγερμανικών αισθημάτων, η επιβολή μιας δήθεν ουδετερότητος επί του τύπου, η οποία ερμηνεύεται με επανειλημμένα τηλεφωνήματα προς την κατεύθυνσιν της προβολής γερμανικού υλικού, η επιμονή να μην διανέμωμεν εμείς μετεγγραφές των ραδιοφωνικών ειδήσεων εν συνδυασμώ προς την συγκατάνευσιν προς τας χονδροειδεστέρας μορφάς γερμανικής προπαγάνδας, ο διορισμός ή η διατήρησις γερμανοφίλων υπαλλήλων σε κάθε υπηρεσίαν της διοικήσεως και, τουλάχιστον στην Θεσσαλονίκη, μια αποφασιστική προσπάθεια της Υπηρεσίας Αλλοδαπών να παρεμποδίσει Άγγλους εμπόρους σε ανταλλαγές» (πηγή: «Τα μυστικά αρχεία του Φόρεϊν Όφφις», σελ. 10-11). Ωστόσο, οι Άγγλοι δεν κινήθηκαν για να πετύχουν την ανατροπή του Ι. Μεταξά, είτε γιατί δεν μπορούσαν να την επιτύχουν, είτε γιατί δεν υπήρχαν πολιτικοί της προκοπής για να στηριχτούν πάνω τους και φοβόντουσαν ανεξέλεγκτες καταστάσεις.
Αλλά, από την αρχή ακόμη του πολέμου, φοβούμενοι ότι ο Ι. Μεταξάς δεν θα τους έκανε το χατίρι να μετατρέψει την Ελλάδα σε συμμαχική βάση («Η Ελλάς είναι προορισμένη να γίνει συμμαχική βάσις» πηγή: ό. π., σελ. 11) αποφάσισαν να τελειώσουν τον Ι. Μεταξά με κάθε τρόπο. Μάλιστα, είχαν ουσιαστικά προαναγγείλει έναν ολόκληρο χρόνο πριν την κυβερνητική μεταβολή στην Ελλάδα, την οποία θεωρούσαν επικείμενη, προφανώς όμως δεν είχαν καταλήξει στον τρόπο που θα γινόταν αυτή: «Την 20η Ιανουαρίου 1940 ο πρεσβευτής Πάλαιρετ γράφει στον Λόρδο Χάλιφαξ για τις φήμες περί πτώσεως του Μεταξά και αναφέρει τους πιθανούς του διαδόχους: Λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω ότι επίμονες φήμες έχουν προσφάτως κυκλοφορήσει ως προς την επικείμενη κυβερνητική μεταβολή στην Ελλάδα…» (πηγή: «Τα μυστικά αρχεία του Φόρεϊν Όφφις», σελ. 29). Οι φήμες, στις οποίες αναφέρεται με διπλωματική γλώσσα ο Βρετανός πρέσβης, είναι πιθανόν να προήλθαν από τυχαία διαρροή του σχεδίου ή από σκόπιμη διαρροή των ίδιων των Βρετανών, ώστε να προκαλέσουν φυγόκεντρες τάσεις μεταξύ των φιλοδοξούντων να διαδεχθούν τον εθνικό κυβερνήτη («Διαίρει και βασίλευε»)! Συνεχίζει, ένα μήνα αργότερα, ο Άγγλος στρατιωτικός ακόλουθος στην Αθήνα, αντισυνταγματάρχης Μπλαντ: «Μια μεταβολή του καθεστώτος θα ηδύνατο να λάβη χώραν κατά δύο τρόπους: Θα ημπορούσε να διευρυνθεί το παρόν καθεστώς, ώστε να καταστεί δυνατή μια περισσότερο αντιπροσωπευτική κυβέρνησις. Εγώ ο ίδιος δεν νομίζω τούτο δυνατόν, εφ’ όσον ο στρατηγός Μεταξάς θα ήταν απρόθυμος να εγκαταλείψει την εξουσίαν του ή να χαλαρώσει το εθνικοσοσιαλιστικόν πρόγραμμά του. Ίσως η Αυτού Μεγαλειότης θα ημπορούσε να χειριστεί τα πράγματα με μίαν προσωπική και πατριωτικήν έκκλησιν σε στιγμήν κρίσεως …» (πηγή: ό.π., σελ. 37).
Ο μόνος Άγγλος ο οποίος ήταν φιλικά διακείμενος προς τον Ι. Μεταξά, ήτο ο πρέσβης Πάλαιρετ, ο οποίος διαδέχθηκε τον σφόδρα αντιμεταξικό Ουάτερλόου, τον Ιούνιο του 1939. Προφανώς, οι προϊστάμενοί του τον έστειλαν στην Ελλάδα με εντολή να υποστηρίζει φανερά τον Ι. Μεταξά, ώστε να τον καθησυχάσει για τις βρετανικές προθέσεις. Ο Πάλαιρετ δεν κατάλαβε το παιχνίδι που παιζόταν εις βάρος της Ελλάδος και προωθούσε ειλικρινώς τις ελληνικές θέσεις στο Λονδίνο, δια συνεχών αναφορών του. Μέχρι που οι παράγοντες του Φόρεϊν Όφις εκνευρίστηκαν και του έστειλαν το μήνυμα να μην ανακατεύεται διότι: «δεν αντιλαμβάνεται ποια ήταν πραγματικά η πολιτική της κυβέρνησης έναντι της Ελλάδος» (πηγή: «Βρετανική πολιτική και προπαγάνδα στον ελληνοϊταλικό πόλεμο», Μαρίνας Πετράκη, εκδόσεις Πατάκη).
Στις 19 Νοεμβρίου, έλαβε χώρα συνάντηση Χίτλερ-Τσιάνο, με θέμα τις εξελίξεις στα Βαλκάνια. Ιδού πως την περιγράφει ο ίδιος ο Τσιάνο, στο Ημερολόγιό του: «Η ατμόσφαιρα είναι πολύ βαριά. Ο Χίτλερ δεν με αφήνει ούτε να μιλήσω». Οι συνεχείς ήττες προβληματίζουν τον Μουσσολίνι, ο οποίος στις 4 Δεκεμβρίου πληροφορεί τον Τσιάνο ότι «δεν απομένει τίποτα άλλο παρά να ζητήσουμε ανακωχή μέσω του Χίτλερ». Ο Τσιάνο του απαντά: «Προτιμώ να αυτοπυροβοληθώ παρά να τηλεφωνήσω στον Ρίμπεντροπ» και τον πείθει ότι υπάρχουν περιθώρια αλλαγής της καταστάσεως στο μέτωπο. Ο Μουσσολίνι πείθεται και συνεχίζει την πορεία προς τον όλεθρο.
Όμως, οι Γερμανοί δεν μπορούν να περιμένουν και χωρίς να μπουν στον κόπο να ενημερώσουν τους Ιταλούς αρχίζουν επαφές με την κυβέρνηση Μεταξά, μέσω τρίτων, φιλικώς διακειμένων προς αυτούς διπλωματών. Η γερμανική πρόταση ήταν σαφής και χωρίς πονηριές και υστεροβουλίες: η Ελλάς μπορούσε να κρατήσει τα εδάφη της Βορείου Ηπείρου, τα οποία είχε απελευθερώσει ο στρατός μας και να παραμείνει αυστηρώς ουδετέρα μέχρι το τέλος του πολέμου. Επρόκειτο για μια μοναδική ευκαιρία για την Ελλάδα, να βγει εγκαίρως απ’ τον πόλεμο αλώβητη, νικήτρια και εδαφικώς μεγαλυτέρα, αλλά και να αποφύγει τα δεινά που ακολούθησαν (γερμανική εισβολή, κατοχή, κομμουνιστική ανταρσία, συμμοριτοπόλεμο). Ο Ι. Μεταξάς, όμως, δεν βιαζόταν. Κωλυσιεργούσε την επίτευξη της οριστικής συμφωνίας, γιατί ο ελληνικός στρατός προήλαυνε συνεχώς και καταλάμβανε νέα εδάφη, γεγονός που στην τελική συμφωνία θα εξησφάλιζε περισσότερα εδαφικά οφέλη για την Ελλάδα. Μόλις θα επικρατούσε στασιμότητα στο μέτωπο, τότε θα υπέγραφε την συμφωνία!
Οι Άγγλοι, όμως, πληροφορούνται τα καθέκαστα και σπεύδουν να προλάβουν το κακό. Έτσι, στις 13 Ιανουαρίου καταφθάνει στην Αθήνα ο Άγγλος απεσταλμένος Ουέιβελ, ο οποίος προσπαθεί να δώσει κίνητρα στην Ελλάδα για να συνεχίσει να πολεμά, αλλά και να την παγιδεύσει, ώστε να προκληθούν οι Γερμανοί και να επέμβουν: υπόσχεται την αποστολή βρετανικού εκστρατευτικού σώματος στην Ελλάδα, γενικώς και αορίστως, χωρίς να δεσμεύεται για τον ακριβή αριθμό των δυνάμεων, ούτε και για τα εφόδιά τους. Ο Ι. Μεταξάς, αντιλαμβάνεται την παγίδα και στις 18 Ιανουαρίου αποστέλλει στην βρετανική κυβέρνηση διακοίνωση, με την οποία αρνείται ουσιαστικώς την προσφερομένη «βοήθεια»:
Διακοίνωσις του Έλληνος Πρωθυπουργού Ι. Μεταξά προς την Βρετανικήν Κυβέρνησιν 18 Ιανουαρίου 1941:
“Είμεθα αποφασισμένοι να αντιμετωπίσωμεν καθ’ οιονδήποτε τρόπον και με οιασδήποτε θυσίας ενδεχομένην γερμανικήν επίθεσιν, αλλ’ ουδόλως επιθυμούμεν να την παροκαλέσωμεν, εκτός εάν η Μεγάλη Βρετανία θα ηδύνατο να μας παράσχη εις Μακεδονίαν την απαιτουμένην βοήθειαν. Εξεθέσαμεν δια μακρών εις τον στρατηγόν Ουέιβελ ποια θα έπρεπε να είναι η έκτασις της βοηθείας αυτής. Η προσφερομένη βοήθεια (24 πυροβόλα εκστρατείας, 12 βαρέα πυροβόλα, περί τα 40 αντιαεροπορικά πυροβόλα, 24 αντιαρματικά πυροβόλα και 65 άρματα μεσαία και ελαφρά) είναι απολύτως ανεπαρκής, ασχέτως και της πλήρους απουσίας δυνάμεων πεζικού. Συνεπώς, ενώ η μεταφορά της δυνάμεως ταύτης εις Μακεδονίαν θα απετέλει πρόκλησιν, η οποία θα επέφερε την άμεσον επίθεσιν εναντίον μας των Γερμανών και πιθανώς και των Βουλγάρων, η ανεπάρκεια της δυνάμεως αυτής θα καθίστα ασφαλή την αποτυχίαν της αντιστάσεώς μας. Επί πλέον, μας εδηλώθη κατηγορηματικώς ότι η Γιουγκοσλαυϊα, διατεθειμένη σήμερον να αμυνθή κατά ενδεχομένης διαβάσεως του γερμανικού στρατού δια του εδάφους της, θα απέσυρε την διαβεβαίωσιν ταύτην εις περίπτωσιν γερμανικής επιθέσεως προκαλουμένης υπό της αποστολής βρετανικών στρατευμάτων εις Μακεδονίαν…».
Την επομένη κιόλας ημέρα ασθενεί αιφνιδίως (από αμυγδαλίτιδα!!!) και μετά από 10 ημέρες πεθαίνει, μετά από ένεση που του έκανε Άγγλος γιατρός, όπως λέγεται. Είναι πλέον σίγουρο, ότι οι Άγγλοι «έφαγαν» τον Ι. Μεταξά: «Αν είχαμε τον Μεταξά σε νοσοκομείο, τρίτη θέση, θα ζούσε», έλεγε ο στενός του συνεργάτης Κων/νος Μανιαδάκης.
Την ίδια άποψη εκφράζουν και σημαντικοί ιστορικοί, όπως ο έγκριτος Ντέϊβιντ Ίρβινγκ, στο βιβλίο του «Ο Πόλεμος του Χίτλερ»:
«Δυο εβδομάδες αργότερα, ο βασιλιάς Βόρις έπεσε άρρωστος από μια ξαφνική, μυστηριώδη ασθένεια. Ο Γερμανός αεροπορικός ακόλουθος στην Σόφια διέθεσε αμέσως αεροπορικό μεταφορικό μέσο, στις 24 Αυγούστου, για να έρθει να δει τον βασιλιά ο Γερμανός γιατρός του, dr. Seitz. Ο γιατρός, ωστόσο, ανέφερε ότι ο βασιλιάς πέθαινε. Στην αρχή είχε διαγνώσει πάθηση της χοληδόχου κύστης, και τότε ο Χίτλερ έστειλε τον πιο σπουδαίο γιατρό του Ράιχ, τον καθηγητή Hans Eppinger, από την Βιέννη για να βοηθήσει. Παρουσιάστηκαν όμως κάποιες επιπλοκές και τότε, ο διάσημος νευρολόγος καθηγητής Maximilian de Crinis έφτασε αεροπορικώς από το Βερολίνο στις 28 του μηνός. Αλλά στις 4.20’ μ.μ. ο βασιλιάς πέθανε. Η Ιταλίδα σύζυγος του βασιλιά, Giovanna, δεν επέτρεψε να γίνει αυτοψία, αλλά ο Eppinger παρατήρησε ότι τα κάτω άκρα του βασιλιά είχαν μαυρίσει, κάτι που το είχε δει μόνον μια φορά πριν, όταν ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Ιωάννης Μεταξάς είχε δηλητηριαστεί, τον Ιανουάριο του 1941. Με την επιστροφή των Γερμανών γιατρών, ο Χίτλερ έδωσε εντολή στον Υπουργό του της Δικαιοσύνης να τους απαλλάξει από τον όρκο του απόρρητου και να τους ανακρίνει. Και οι δύο αποφάνθηκαν ομόφωνα ότι αιτία του θανάτου ήταν ένα δηλητήριο εξωτικού φιδιού. Ήταν ένας χαρακτηριστικός «βαλκανικός θάνατος», όπως είπε ο Eppinger».
Επίσης, στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει εμμέσως πλην σαφώς και ο επίσης έγκριτος, Ρεμόν Καρτιέ, στην «Ιστορία του Β΄ Π.Π.), βασιζόμενος στο κλασσικό αστυνομικό ερώτημα «Τις ωφελείται;»: «Στις 29 Ιανουαρίου ο «Έλλην Μόλτκε», ο γερμανόφιλος που δεν είχε πάψει ποτέ να ελπίζει σε μια γερμανική μεσολάβηση, ο δραστήριος δικτάτορας Μεταξάς πεθαίνει. Ο Τσώρτσιλ βλέπει σ’ αυτόν τον θάνατο την άρση του κυριοτέρου εμποδίου, που εμπόδιζε την πραγματοποίηση του βαλκανικού σχεδίου του».
Ολοκληρώνοντας, αξίζει να τονίσουμε, ότι η απώλεια του Ι. Μεταξά προκάλεσε μεγάλη θλίψη στον ελληνικό λαό. Αναφέρει σχετικώς ο Μίκης Θεοδωράκης (ο γνωστός) στην «Καθημερινή» της 29/10/2006: «Ο θάνατος του Μεταξά ήταν ένα μεγάλο σοκ. Στην Τρίπολη, πρέπει να σου πω ότι έγιναν μνημόσυνα σε διάφορες εκκλησίες. Κι εμείς πήγαμε σε μια εκκλησία, όχι στη μητρόπολη, σε μια άλλη, πιο μικρή. Την ώρα λοιπόν του μνημοσύνου, ο κόσμος έκλαιγε τόσο γοερά, ώστε από τη μία εκκλησία στην άλλη άκουγες τα κλάματα. Έκλαιγε όλη η πόλη για τον Μεταξά». Ο δε Β. Ραφαηλίδης, γνωστός αριστερός συγγραφέας, σημειώνει στο βιβλίο του «Ιστορία του νεοελληνικού κράτους 1830-1974): «Ας μάθουμε επιτέλους να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους και να μην παραποιούμε την ιστορία μας. Ο ελληνικός λαός, στην πλειοψηφία του, αγάπησε τον Μεταξά».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου