William Lind* , 5 Φεβρουρίου 2000
Από που προέρχονται όλα αυτά που ακούμε σήμερα,- οι θυματοποιημένες φεμινίστριες, το κινημα για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων,οι πλασματικές στατιστικές, η πλαστογραφημένη ιστορία,τα ψέματα, οι απαιτήσεις, όλα τα υπόλοιπα συναφή- από που προέρχονται; Για πρώτη φορά στην Ιστορία μας πρέπει να φοβόμαστε μη τυχόν χρησιμοποιήσομε λάθος λέξη, κάποια λέξη η οποία είναι ενδεχόμενο να καταγγελθεί ως προσβλητικη ή ωμή, ρατσιστική , σεξιστική ή ομοφοβική.
Έχομε δει άλλες χώρες, ιδιαίτερα τον τελευταίο αιώνα, όπου παίχτηκε το ίδιο έργο. Και τις παρακολουθούσαμε πάντοτε με ανάμεικτο οίκτο και -ειλικρινά- κάποτε με σκωπτική διάθεση, καθώς μας φαινόταν πολυ απίθανο να έρθουν άνθρωποι σε τέτοια κατάσταση ώστε να φοβούνται και να διαλέγουν πoιά λεξη να χρησιμοποιήσουν.Όμως τώρα αντιμετωπίζομε αυτή την κατάσταση στην ίδια μας τη χώρα. Τη συναντάμε ιδιαίτερα στα κολλέγια , αλλά εξαπλώνεται σε όλη την κοινωνία. Από που έρχεται αυτό το κακό; Τι είναι;
Το ονομάζομε “Πολιτικά Ορθό”. Το όνομα προήλθε από παρωδία, στην κυριολεξία από ένα κωμικό καρτούν, και έχομε ακόμα και σήμερα την τάση να το παίρνομε για αστείο. Δυστυχώς πρόκειται για σοβαρότατο ζήτημα ζωής και θανάτου. Πρόκειται για τη πιο σπουδαία νοσηρή οντότητα του τελευταίου αιωνα, μια νόσο που άφησε στο πέρασμά της δεκάδες εκατομμύρια νεκρους στην Ευρώπη, τη Ρωσία και την Κίνα, σε όλο τον κόσμο. Η ιδεολογική νόσος του “Πολιτικά Ορθού” δεν είναι αστείο,αλλά ιδεολογία θανάτου.
Πρώτα απ’ όλα και οι δυό είναι ολοκληρωτικές ιδεολογίες. η ολοκληρωτική φύση της “Πολιτικής Ορθότητος” αποκαλύπτεται ξεκάθαρα στους χώρους των κολλεγίων , πολλά από τα οποία έχουν μετατραπεί σε μικρές καμουφλαρισμένες Βόρειες Κορέες, στις οποίες ο μαθητής ή ο εκπαιδευτικός ο οποίος θα τολμήσει να πατήσει κάποιες από τις ναρκοθετημένες περιοχές που έχουν οριοθετήσει οι μαχητικές φεμινίστριες ή οι ακτιβιστές των δικαίων αιτημάτων των ομοφυλοφίλων, των τοπικών συλλόγων νέγρων ή Ισπανογενών ή οποιασδήποτε άλλης εκ των “καθαγιασμένων” ομάδων “θυματων” γύρω από τις οποίες περιστρέφεται η ιδεολογία του “Πολιτικά Ορθού”, βρίσκει γρήγορα νομικά μπλεξίματα. Μέσα στο πλαίσιο του μικρού νομικού πλαισιου του Κολλεγίου, θα αντιμετωπίσει επίσημες κατηγορίες-μερικές φορές δημόσια δίκη- και τιμωρία. Αυτό μας δείχνει σε μικρογραφία το μέλλον που επιφυλάσσει η “Πολιτική Ορθότητα” σε όλο το έθνος.
Στην πραγματικότητα, όλες οι ιδεολογίες είναι ολοκληρωτικές, επειδή στο κέντρο κάθε ιδεολογίας (και πρέπει να σημειώσω εδώ ότι ο συντηρητισμος με τη σωστή έννοια δεν είναι ιδεολογία) είναι ο ισχυρισμός ότι με βάση αυτή τη φιλοσοφία κάποια θέματα αποτελούν αλήθειες- όπως πχ ότι το σύνολο της πολιτιστικης μας ιστορίας είναι η καταπίεση των γυναικών. Καθώς η πραγματικότητα το διαψεύδει αυτό, πρέπει να απαγορέψουμε την πραγματικότητα. Πρέπει να απαγορευτεί η προσπέλαση στην πραγματικότητα της Ιστορίας. Οι άνθρωποι πρέπει να υποχρεωθούν να ζήσουν ένα ψέμα. Καθως οι άνθρωποι είναι κατά κανόνα φυσιολογικά αντίθετοι στη ζωή με τα ψέματα, φυσικά χρησιμοποιούν τα αυτιά και τα μάτια τους για να δουν γύρω τους και να πουν:”Μια στιγμή, αυτό δεν είναι αλήθεια. Μπορώ να δω οτι δεν είναι αλήθεια”. Τότε η ισχύς του Κράτους πρέπει να χρησιμοποιηθεί για να στηρίξει την απαίτηση της ζωής στο ψέμα. Αυτός είναι ο λόγος που οι ιδεολογίες χωρίς εξαίρεση καταλήγουν στη δημιουργία ολοκληρωτικών καθεστώτων.
Ο πολιτιστικός Μαρξισμός της Πολιτικής Ορθότητος, όπως ο οικονομικός Μαρξισμός προτείνει μια απλουστευτική, μονοδιάστατη ερμηνεία της Ιστορίας. Ο οικονομικός Μαρξισμός υποστηρίζει ότι όλη η ιστορία καθορίζεται από την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής.Ο πολιτιστικός Μαρξισμός, η Πολιτική Ορθότητα υποστηρίζει ότι η Ιστορία καθορίζεται ολοκληρωτικά από την εξουσία την οποία ομάδες οριζόμενες από φυλή, φύλο και άλλα χαρακτηριστικά ασκούν πάνω σε άλλες ομάδες. Τίποτε άλλο δεν έχει σημασία. Όλη η λογοτεχνία, περιστρέφεται γύρω από το θέμα αυτό και μόνο. Όλο το παρελθόν εξηγείται με βάση αυτόν τον ένα παράγοντα.
Όπως στον κλασσικό οικονομικό Μαρξισμό ορισμένες ομάδες, οι εργάτες και οι αγρότες είναι a priori καλοί και άλλες ομάδες, οι αστοί και οι κεφαλαιοκράτες κακοί, στον πολιτιστικό Μαρξισμό (Πολιτική Ορθότητα) ορισμένες ομάδες είναι καλές -οι φεμινίστριες γυναίκες -οι μη φεμινίστριες γυναίκες θεωρούνται ανύπαρκτες-, οι μαύροι, οι Ισπανοφωνοι μεταναστες, οι ομοφυλόφιλοι. Αυτές οι ομάδες θεωρουνται εξ ορισμού “θύματα” και αυτόματα “καλοί” ανεξάρτητα από το τι κάνουν. Οι “λευκοί άνδρες” θεωρούνται εξ ορισμού “κακοί”, ανάλογα με τους αστούς του οικονομικού Μαρξισμού.
Τόσο ο οικονομικός όσο και ο πολιτιστικός Μαρξισμός στηρίζονται στην απαλλοτρίωση. Όταν οι κλασσικοί Μαρξιστές, οι κομμουνιστές κατέλαβαν μια χώρα όπως η Ρωσσία, απαλλοτριώσαν την περιουσία της αστικής τάξης, κατάσχοντας την ιδιοκτησία τους. Με παρόμοιο τρόπο οι πολιτιστικοί Μαρξιστες,όταν “καταλαμβάνουν” τους πανεπιστημιακούς χώρους παίρνουν υπό τον έλεγχό τους το μηχανισμό εισδοχής στο Πανεπιστήμιο. Όταν με βάση τα ποσοστά ένας λευκός φοιτητής δεν γίνεται δεκτός ώστε να εισαχθεί αντί για αυτόν ένας μαύρος η ισπανόφωνος φοιτητής με κατώτερες επιδόσεις, είναι ο λευκός που πέφτει θύμα απαλλοτρίωσης. Πραγματικά, ο ακτιβισμός υπέρ μειονοτήτων στο σύνολό του στην κοινωνία σήμερα αποτελεί ένα σύστημα απαλλοτρίωσης. Εταιρείες με λευκούς ιδιοκτήτες δεν κλείνουν συμβόλαια επειδή προτιμούνται εταιρείες οι οποίες ανήκουν σε Ισπανόφωνους, η διοικούνται από γυναίκες. Έτσι βλέπομε την παράνομη απαλλοτρίωση να αποτελεί κύριο εργαλείο και για τις δυο μορφές Μαρξισμού.
Τέλος, και οι δύο έχουν μια μέθοδο ανάλυσης η οποία αυτόματα τους δίνει τις απαντήσεις που θέλουν. Για τον κλασσικό Μαρξιστή, είναι η Μαρξιστικη οικονομική θεωρία. Για τον πολιτιστικό Μαρξιστή είναι η αποδόμηση.Η αποδόμηση στην ουσία παίρνει οποιοδήποτε κείμενο, αφαιρει κάθε σημασία από αυτο, και του φορτώνει οποιοδήποτε μήνυμα επιθυμει ο αποδομητής. Ετσι ανακαλύπτουμε αίφνης ότι όλος ο Σαίξπηρ αναφέρεται στην καταπίεση των γυναικών ενώ η Βίβλος έχει γραφτεί ως αλληγορία για τη μάχη ανάμεσα στα φύλα. Όλα αυτά τα κείμενα θα πρέπει απλά να γίνουν αλεύρι από τη μυλόπετρα που υποστηρίζει ότι “όλη η ιστορία αφορά ομάδες που ασκούν εξουσία πάνω σε άλλες ομάδες”. Είναι λοιπόν οι ομοιότητες ανάμεσα στον κλασσικό Μαρξισμό με τον οποίο έχομε εξοικειωθεί από την πρώην Σοβιετική ¨Ενωση και τον πολιτιστικό Μαρξισμό που βρίσκομε σήμερα μπροστά μας με τη μορφή της “Πολιτικής Ορθότητος” είναι ξεκάθαρες.
Οι ομοιότητες αυτές δεν είναι τυχαίες, και οι παράλληλες αυτές πορείες δεν είναι συμπτώσεις. Το γεγονός είναι ότι η Πολιτική Ορθοτητα έχει την Ιστορία της, που είναι πιο μακρόχρονη από όσο είναι γενικά γνωστό, έξω από ένα στενό κύκλο ακαδημαϊκών που έχουν μελετήσει το φαινόμενο της Πολιτικης Ορθότητας. Και η Ιστορία της ΠΟ ξεκινάει πριν τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως και πολλές άλλες από τις παθολογίες που καταστρέφουν σήμερα τις κοινωνίες, και τον πολιτισμό μας.
Η κλασσικη Μαρξιστική θεωρία υποστήριζε ότι όταν θα ξεσπούσε ο πανευρωπαίκός πόλεμος (Όπως και έγινε στην Ευρώπη το 1914), η εργατικη τάξη σε όλη την Ευρώπη θα ξεσηκωνόταν και θα ανέτρεπε τις ευρωπαϊκές αστικές κυβερνήσεις- επειδή οι εργάτες είχαν πολλά περισσότερα κοινά μεταξύ τους πέρα και πανω από εθνικά σύνορα απο ότι είχαν κοινό με την αστικη ταξη και την άρχουσα τάξη στην χώρα τους. Λοιπόν, το 1914 ήρθε και η επανάσταση δεν προέκυψε. Αντίθετα, σε όλη την Ευρώπη οι εργάτες, κάτω από εθνικές σημαίες βαδίσαν με χαρά στη μάχη εναντίον των εργατών άλλων χωρών. Ο Κάϊζερ της Γερμανίας έσφιξε το χερι των αρχηγών του Μαρξιστικού Σοσιαλιστικού Δημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας και συμφώνησαν δημόσια ότι δεν υπάρχουν κομματα τώρα, μόνο Γερμανοί.Το ίδιο συνέβη σε κάθε χώρα της Ευρώπης.Κάτι πηγε στραβά.
Οι Μαρξιστές γνωρίζαν-εξ ορισμού- ότι δεν μπορούσε να είναι λάθος η θεωρία τους. Τελικά το 1917 πέτυχαν ένα Μαρξιστικό πραξικόπημα στη Ρωσσία και φάνηκε ότι η Μαρξιστική θεωρία δούλεψε για λίγο, αλλά σύντομα ξανακόλλησε. Δεν εξαπλώθηκε και κατά τις απόπειρες εξάπλωσης της επανάστασης, με το ξεσηκωμό των Σπαρτακιστών στο Βερολίνο, την Κυβέρνηση του Μπέλα Κουν στην Ουγγαρία και το Σοβιέτ του Μονάχου, η εργατική τάξη δεν υποστήριξε τις εξεγέρσεις.
Έτσι οι Μαρξιστές βρέθηκαν με ένα πρόβλημα στα χέρια τους, και δύο κορυφαίοι Μαρξιστές θεωρητικοί αποφάσισαν να βρουν λύση: Ο Αντόνιο Γκραμσι στην Ιταλία και ο Γεώργιος Λούκατς στην Ουγγαρία. Ο Γκράμσι δήλωσε ότι οι εργάτες δεν θα αναγνωρίσουν ποτέ τα αληθινά ταξικά τους συμφέροντα, προτού απελευθερωθούν από την Δυτική Κουλτούρα και ιδιαίτερα από τη Δυτική Θρησκεία-ότι τους τυφλώνουν η κουλτούρα και η θρησκεία τους. Ο Λουκατς ο οποίος εθεωρείτο ο λαμπρότερος Μαρξιστής διανοητής μετά τον ίδιο το Μαρξ, είπε το 1919: “Ποιός θα μας σώσει απο το δυτικό πολιτισμό;” Θεωρούσε πως το μεγαλύτερο εμπόδιο στην δημιουργία του Μαρξιστικού παραδείσου ήταν η κουλτούρα: Ο ίδιος ο δυτικός πολιτισμός.
Ο Λούκατς βρήκε την ευκαιρία να εφαρμόσει τις ιδέες του στην πράξη: όταν η Ουγγρική εκδοχή του μπολσεβικισμού, ο Μπέλα Κουν πήρε την κυβέρνηση στην Ουγγαρία το 1919, ο Λούκατς διορίστηκε αναπληρωτης κομισσάριος για την κουλτουρα. Η πρώτη του ενέργεια ήταν να εισάγει το μάθημα της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης στα Ουγγρικά Σχολεία. Αυτό βέβαια εξασφάλισε την αποδοκιμασία της Κυβέρνησης Μπέλα Κουν από τους εργάτες αλλά και από όλους τους Ούγγρους οι οποίοι παρακολούθησαν με φρίκη το πείραμα, Αλλά είχε ήδη φέρει στο προσκήνιο, αυτό που ακόμα και σήμερα πολλοί απο μας έκπληκτοι θα θεωρούσαν “καινούριο φρούτο”.
Το 1923 στη Γερμανία, δημιουργείται μια ομάδα εργασίας (think-tank) που αναλαμβάνει να μεταφράσει το Μαρξισμό από οικονομικούς σε πολιτιστικούς όροους, η οποία ιδρύει τη “Πολιτική Ορθότητα” όπως τη γνωρίζομε σήμερα. Είχε ολοκληρώσει τη δημιουργία της βασικής θεωρίας της Πολιτικής Ορθότητος μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1930. Αυτό επετεύχθη με την οικονομική υποστήριξη που εξασφάλισε ο εξαιρετικά πλούσιος νεαρός γιός ενός Γερμανού εκατομμυριουχου μεγαλέμπορου, με το όνομα Felix Weil που έγινε Μαρξιστής και διέθετε άφθονο χρήμα για ξόδεμα. Τον ενοχλούσαν όμως οι διαρέσεις ανάμεσα στις Μαρξιστικές φράξιες, έτσι χρηματοδότησε την Πρώτη Μαρξιστική Εβδομάδα Εργασιας, όπου έφερε το Λούκατς και πολλούς από τους κυριότερους Γερμανούς Μαρξιστές διανοητές σε επαφή,ώστε να συνεργαστούν πάνω στις διαφορετικές εκδοχές του Μαρξισμού.
Εκεί διαπιστώθηκε ότι απαιτούνταν η δημιουργία ενός “think tank”. Σήμερα η Ουάσιγκτον είναι γεμάτη από δαύτα και τείνομε να τα θεωρούμε πολύ μοντέρνα, αλλά στην πραγματικότητα, είναι παλιά ιστορία. Ετσι ο Felix Weil χρηματοδότησε την ίδρυση ενός Ινστιτούτου το 1923, με χαλαρή σχέση με το Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης του οποίου το αρχικό όνομα θα ήταν Ινστιτούτο Μαρξισμού. Αλλά οι άνθρωποι πίσω από την προσπάθεια αυτή αντιλήφθηκαν από την αρχή, ότι δεν θα τους ωφελουσε το να ταυτιστούν δημόσια με το Μαρξισμό. Το τελευταίο πράγμα που επιθυμεί το κίνημα του Πολιτικά Ορθού, είναι να αντιληφθούν οι άνθρωποι ότι είναι μια μορφη Μαρξισμού. ¨Ετσι αποφάσισαν αντί γι αυτό να το ονομάσουν Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών.
Ο Weil ήταν ξεκάθαρος για τους σκοπούς του Ινστιτούτου. Το 1971 έγραψε στον Martin Jay,συγγραφέα ενός μείζονος έργου πάνω στη σχολή της Φρανκφούρτης, όπως σύντομα αποκάλεσαν το Ινστιτούτο για την Κοινωνική Έρευνα, λέγοντας: “Επιθυμούσα να γίνει το Ινστιτούτο γνωστό, ακόμα και διάσημο, εξαιτίας της συνεισφοράς του στο Μαρξισμο’. Είχε πράγματι,μεγάλη επιτυχία. Ο πρώτος διευθυντής του Ινστιτούτου, ο Carl Grunberg,ενας Αυστριακός οικονομολόγος τελείωσε την εναρκτήρια ομιλία του λέγοντας: ” την προσωπική του προσήλωση στο Μαρξισμό ως επιστημονική μεθοδολογία”. Ο μαρξισμός, είπε θα αποτελούσε την κυρίαρχη ιδεολογία στο Ινστιτούτο και έτσι και έγινε.
Η αρχική δουλειά στο Ινστιτούτο ήταν αρκετά συμβατική, αλλά το 1930 απέκτησε νέο διευθυντη ονόματι Max Horkheimer και οι απόψεις του αποδείχθηκαν πολύ διαφορετικές. Ήταν στην πράξη ένας εξομώτης του Μαρξισμού.Ήταν ένας πραγματικός αποστάτης Μαρξιστής. Οι άνθρωποι που δημιούργησαν και διαμόρφωσαν την Σχολή της Φρανκφούρτης είναι Μαρξιστές αποστάτες. Παραμένουν κατα μεγάλο μέρος Μαρξιστές στην σκέψη, αλλά διώχνονται απο το κόμμα. Η Μόσχα βλέπει τί κάνουν και λέει, «Έι, αυτό δεν είμαστε εμείς και δεν θα δώσουμε την ευλογία μας.»
Η αρχική αίρεση του Χόρκχάιμερ είναι το μεγάλο ενδιαφέρον που δείχνει για τον Φρόυντ, και το κλειδί για την μετάφραση του Μαρξισμού απο οικονομικούς σε πολιτισμικούς όρους είναι κατ’ουσίαν ο συνδυασμός του με τον Φροϋδισμό. Ξανά, γράφει ο Μάρτιν Τζαίη: «Μπορεί να πεί κανείς οτι στα πρώτα χρόνια της ιστορίας του, το Ινστιτούτο ασχολείτο κυρίως με την κοινωνικο-οικονομική υποδομή της αστικής κοινωνίας», και εδώ πρέπει να σας επιστήσω την προσοχή στο ότι ο Τζαίη είναι πολύ φίλα διακείμενος στην Σχολή της Φρανκφούρτης, «αλλά στα χρόνια μετά το 1930 το κύριο ενδιαφέρον μετατοπίστηκε στην πολιτιστική υπερδομή. Η καθιερωμένη Μαρξιστική άποψη ως προς την σχέση αυτών των δύο αμφισβητείται απο την Κριτική Θεωρία.»
Αυτά που ακούμε σήμερα,- ο ριζοσπαστικός φεμινισμός, οι σπουδές σε τμήματα γυναικείων σπουδών, τα μαθήματα ομοφυλοφιλίας, τα τμηματα νέγρικων σπουδών- όλα αυτά είναι παρακλάδια της Κριτικής Θεωρίας.Αυτό που έκανε στην πράξη η Σχολή της Φρανκφούρτης ήταν να αντλήσει από τις ιδέες του Μάρξ και του Φρουντ της δεκαετίας του 1930 για να δημιουργήσει αυτή την Θεωρία της Κριτικης. Ο όρος είναι μεγαλοφυής, γιατί εάν ρωτήσει κανείς : “Ποιά είναι η Θεωρία;” Η θεωρία είναι να κριτικάρεις ανελέητα. Η θεωρια τους είναι ότι ο τρόπος να καταστρέψει κανείς το Δυτικό Πολιτισμό και το καπιταλιστικό σύστημα είναι να το κριτικαρει κανείς χωρίς να προτείνει κάποια βιώσιμη εναλλακτική λύση. Οι θεωρητικοί της χολής της Φρανκφούρτης αρνούνται να προτείνουν οτιδήποτε.Ισχυρίζονται ότι δεν μπορεί να γίνει γιατί δεν δύνανται να φαντστεί κανείςμε τι θα έμοιαζε μια ελεύθερη κοινωνία(ελέυθερη σύμφωνα με το δικό τους ορισμό της ελεύθερης κοινωνίας). Όσο ζούμε υπό καταπίεση, την καταπίεση του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος το οποίο προκαλεί (σύμφωνα με αυτούς) την Φροϋδική κατάσταση, τους όρους που περιγράφει ο Φρόϋντ σε ατομικες περιπτώσεις καταπίεσης και απώθησης- δεν μπορούμε ούτε να το φανταστούμε. Η Κριτική Θεωρία είναι εκεί για να κάνει κριτική. Επαγγέλεται την πιο καταστροφική κριτική, με κάθε δυνατό τρόπο με σκοπό να καταστρέψει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Όταν λοιπόν ακούμε από τις φεμινίστριες ότι στόχος της κοινωνίας είναι η καταπίεση των γυναικών αυτού του είδους η κριτική είναι παράγωγο της Κριτικής Θεωρίας της Σχολής της Φρανκφούρτης. Είναι εσοδείας 1930 όχι 1960.
Άλλα βασικά στελέχη που προσεχώρησαν στην σχολή αυτή περίπου την εποχή είναι ο Τέοντορ Αντόρνο και , οι σημαντικώτεροι όλων, οι Έριχ Φρόμμ και Χέρμπερτ Μαρκούζε. Οι τελευταίοι εισήγαγαν ένα στοιχείο που είναι κεντρικό στην ΠΟ και αυτό είναι το σεξουαλικό στοιχείο. Ειδικότερα ο Μαρκούζε, που στα γραπτά του καλεί σε μια κοινωνία «πολυμορφικής διαστροφής». Αυτός είναι ο ορισμός του για την κοινωνία του μέλλοντος που θέλουν να δημιουργήσουν. Στην δεκαετία του ’30 γράφει πολύ ακραία πραγματα για την σεξουαλική απελευθέρωση, μα αυτή η στάση κυριαρχεί σε όλη την Σχολή. Το ίδιο ίσχύει και για τα περισσότερα θέματα της ΠΟ, πού τα βρίσκουμε όλα στις αρχές της δεκαετιας του’30. Κατα την άποψη του Φρόμμ ο ανδρισμός και η θηλυκότητα δέν αποτελούν αντανακλάσεις ουσιωδών διαφορών των φύλων όπως θεωρούσαν οι Ρομαντικοί. Αντίθετα θεωρούν οτι προέρχονται απο τις διαφορές των ρόλων στην ζωή, που κατα μεγάλο μέρος προκαθωρίζονται κοινωνικά: «Το σέξ είναι κατασκεύασμα. Οι σεξουαλικές διαφορές είναι ένα κατασκεύασμα.»
Χέρμπερτ Μαρκούζε
Άλλο ενα παραδειγμα είναι η έμφαση που δίνουμε σήμερα στο περιβάλλον. «Ο Υλισμός απο την εποχή του Χόμπς έχει οδηγήσει σε μία στάση κυριαρχική και εκμεταλλευτική απέναντι στην φύση.» Αυτά έγραφε ο Χόρκχάιμερ το 1933 στο «Υλισμός και Ηθική». «Το θέμα του ανθρώπου και της κυριαρχίας της φύσης,» συμφωνα με τον Τζαίη, «θα γινόταν μια κεντρική έγνοια της Σχολής της Φρανκφούρτης κατα τα επόμενα χρόνια.» «Η αντίθεση του Χόρκχάιμερ στην αναγωγή της εργασίας σε φετίχ, (εδώ έχουμε την πιο προφανή παρέκλιση απο την Μαρξιστική ορθοδοξία) εκφράζει άλλη μια διάσταση του υλισμού του, την ανάγκη για την ανθρώπινη αισθησιακή ευτυχία.» Σε ένα απο τα πιο αιχμηρά του δοκίμια, «Ο εγωισμός και το κίνημα της χειραφέτησης», που έγραψε το 1936, ο Χόρκχάιμερ «συζητά την έμφυτη εχθρότητα έναντι στην προσωπική ικανοποίηση που χαρακτηρίζει την αστική κουλτούρα». Και κατηγορηματικά επαινεί τον Μαρκήσιο ντε Σαντ για την «διαμαρτυρία του κατά του ασκητισμού εν ονόματι μιάς ανώτερης ηθικής».
Πώς έγινε όμως και πλημμυρίσαμε εδω πέρα απο αυτές τις «ιδέες»; Πώς πλημμυρίσανε τα πανεπιστήμιά μας και ακόμα και οι ζωές μας; Τα μέλη της Σχολής της Φρανκφούρτης είναι Μαρξιστές, αλλά και όλοι μέχρι ενός εβραίοι. Το 1933 οι Ναζί καταλαμβάνουν την εξουσία και –οποία έκπληξις!- κλείνουν το Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών. Τα μέλη τράπηκαν σε φυγή. Μετανάστευσαν στην Νέα Υόρκη, όπου το Ινστιτούτο επανιδρύθηκε το 1933 με την βοήθεια του Πανεπιστημίου Κολούμπια. Και τα μέλη του Ινστιτούτου, σταδιακά κατα την δεκαετία του’30 και παρά το ότι πολλοί απο αυτούς εξακολουθούσαν να γράφουν στα Γερμανικά, έστρεψαν την προσοχή τους απο την Κριτική Θεωρία περι της Γερμανικής κοινωνίας, (δηλαδή την καταστροφική κριτική ενάντια σε κάθε έκφαση αυτής της κοινωνίας), στην Κριτική Θεώρηση της Αμερικανικής κοινωνίας. Μιά σημαντική μετάβαση συνέβη με την έκρηξη του πολέμου. Κάποιοι απο αυτούς εργάστηκαν για την Αμερικανική κυβέρνηση, περιλαμβανομένου του Χέρμπερτ Μαρκούζε που έγινε σημαίνουσα προσωπικότητα στον OSS (προδρόμου της CIA), και άλλοι όπως οι Χόρκχάιμερ και Αντόρνο πήγαν στο Χόλυγουντ.
Αυτές οι απαρχές της ΠΟ θα μας φαίνονταν μάλλον αδιάφορες σήμερα, άν δε μεσολαβούσαν δυο σημαντικά γεγονότα. Το πρώτο ήταν η φοιτητική εξέγερση στα μέσα της δεκαετίας του ’60, που προκλήθηκε απο την αντίσταση κατα της επιστράτευσης και του πολέμου του Βιετνάμ. Αλλά φυσικά οι φοιτητές χρειάζονταν μιά θεωρία κάποιου είδους. Δεν θα μπορούσαν να βγούν απλώς έξω και να φωνάζουν “hell no, we won’t go,” («διάολε όχι, δεν θα πάμε»), έπρεπε να έχουν και κάποια θεωρητική εξήγηση για πισινή. Λίγοι απο αυτούς ενδιαφέρονταν να τσαλαβουτίσουν στο ‘Das Kapital’. Ο κλασσικός οικονομικός Μαρξισμός δέν είναι ελαφρύς και οι περισσότεροι απο τους ριζοσπαστικούς της δεκαετίας του ’60 δεν ήταν και τόσο «βαθείς». Ευτυχώς γι’αυτούς και δυστυχώς για την πατρίδα μας και όχι μόνο για τα πανεπιστήμια, ο Χέρμπερτ Μαρκούζε έμεινε στην Αμερική όταν η Σχολή της Φρανκφούρτης επέστρεψε στην Φρανκφούρτη μετά τον πόλεμο. Και ενώ ο κ. Αντόρνο στην Γερμανία εφρικίασε όταν οι εξεγερμένοι φοιτητές εισέβαλαν στην αίθουσά του και κάλεσε την αστυνομία να τους συλλάβει, ο Μαρκούζε που έμεινε εδώ, είδε την φοιτητική εξέγερση της δεκαετίας του ’60 σαν την χρυσή ευκαιρία. Είδε την ευκαιρία να πάρει την εργασία της Σχολής της Φρανκφούρτης και να την κάνει την Θεωρία της Νέας Αριστεράς στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ενα απο τα βιβλία του Μαρκούζε είναι το βιβλίο-κλειδί που έγινε η βίβλος της SDS (Φοιτητές για μια Δημοκρατική Κοινωνία) και όλων των εξεγερμένων φοιτητών του ’60. Αυτό ήταν το «Έρως και Πολιτισμός». Σ’αυτό ο Μαρκούζε υποστηρίζει πως κάτω απο το καπιταλιστικό καθεστώς (και εδώ υποτονίζει τον Μαρξισμό, καθώς έβαλε τον υπότιτλο «Μια φιλοσοφική αναζήτηση στον Φρόυντ», αλλά το πλαίσιο είναι Μαρξιστικό), η καταπίεση που είναι η πεμπτουσία αυτού του καθεστώτος παράγει την προσωπικότητα που περιγράφει ο Φρόυντ, την προσωπικότητα με όλα τα ‘κολλήματα’ και τις νευρώσεις, επειδή τα σεξουαλικά του ένστικτα καταπιέζονται. Θα μπορούσαμε να φανταστούμε ένα μέλλον, όπου αφού έχουμε καταστρέψει αυτό το υπάρχον καταπιεστικό καθεστώς, θα απελευθερώσουμε τον έρωτα (Eros), θα ελευθερώσουμε την λίμπιντο και θα κάνουμε ένα κόσμο «πολυμορφικής διαστροφής», όπου ο καθένας θα κάνει «οτι του γουστάρει». Και παρεπιμπτόντως, σ’αυτόν τον κόσμο δεν θα υπάρχει δουλειά, μόνο παιχνίδι. Τι θαυμάσιο μήνυμα για τους ριζοσπαστικούς των μέσων του ’60! Ήταν φοιτητές, ανήκαν στην γενιά των baby-boomers και είχαν μεγαλώσει χωρίς καμμία έγνοια, εκτός ίσως του οτι κάποτε θα έπρεπε να βρούν δουλειά. Και νά που βρήκαν έναν ‘τυπάκο’ που γράφει μ’εναν τρόπο που εύκολα μπορούν να παρακολουθήσουν. Δεν τους ζητά να διαβάσουν πολύ και βαρύ Μαρξισμό και τους λέει ακριβώς αυτό που θέλουν ν’ακούσουν και που στην ουσία είναι «κάνε οτι γουστάρεις», «αν σ’ευχαριστεί κάνε το» και «δεν θα χρειαστεί να δουλέψεις ποτέ». Παρεπιμπτόντως ο Μαρκούζε ηταν ο δημιουργός της φράσης «Κάντε έρωτα, όχι πόλεμο». Όσο για την κατάσταση που προετοίμαζαν για τα πανεπιστήμια, ο Μαρκούζε όρισε την «κατασταλτική ανεκτικότητα» σαν την μισαλλοδοξία για ότι προερχόταν απο τα δεξιά και ανεκτικότητα για οτι ερχόταν απο τα αριστερά. Αν θυμάμαι καλά, ο Μαρκούζε ήλθε στην Σχολή της Φρανκφούρτης το 1932. Αρα, όλα άρχισαν την δεκαετία του 1930.
Εν κατακλείδι, η Αμερική βρίσκεται σήμερα στις οδύνες της μεγαλύτερης και χειρότερης αλλαγής στην ιστορία της. Γινόμαστε ένα ιδεολογικό κράτος, μια χώρα με επίσημη κρατική ιδεολογία που επιβάλεται δια της κρατικής ισχύος. Με τους νόμους περι «εγκλημάτων μίσους» έχουμε πλέον ανθρώπους να φυλακίζονται για πολιτικές ιδέες. Και το Κογκρέσσο ενεργεί για να διευρύνει αυτή την κατηγορία εγκλημάτων. Η «καταφατική δράση» είναι μέρος αυτής της ιδεολογίας. Η τρομοκρατία ενάντια σε όποιον διαφωνήσει με την ΠΟ είναι μέρος της. Είναι ακριβώς οτι συνέβη στην Ρωσία, την Γερμανία, την Ιταλία, την Κίνα και τώρα έρχεται κι’ εδώ. Και δεν την αναγνωρίζουμε, γιατί την αποκαλέσαμε Πολιτική Ορθότητα και γελάμε νομίζοντας ότι θα περάσει. Το μήνυμά μου σήμερα είναι πως δέν είναι αστεία, είναι εδώ, μεγαλώνει και τελικά θα καταστρέψει , όπως και θέλει να καταστρέψει, οτι έχουμε ορίσει σαν την ελευθερία μας και τον πολιτισμό μας.
-----------------------------------------
*Ο ιστορικός Γουίλιαμ Λιντ είναι ίσως ο επιφανέστερος ιστορικός και στρατιωτικός αναλυτής των ΗΠΑ σήμερα.
Είναι ο πρωτεργάτης της θεωρίας του πολέμου 4ης γενεάς. Αξίζει να διαβάσει κανείς τις προβλέψεις του για τον πόλεμο στο Ιράκ, (απο τον Μάιο του 2003 ήδη!) για να καταλάβει την αξία του ως αναλυτή.
Ανήκει στην πτέρυγα των παλαιοσυντηρητικών. Στην παρούσα διάλεξη δίνει την δικιά του ανάλυση για τις απαρχές της “πολιτικής ορθότητας” και την σημασία που έχει για την πολιτική στις ΗΠΑ, άρα και σ’ όλον τον Δυτικό
κόσμο. Όμως το πιο ενδιαφέρον μέρος είναι το δεύτερο, όπου με εμφανή σαρκασμό διηγήται την ιστορία της ‘κριτικής θεωρίας’, που είναι άγνωστη στους πολλούς.
-----------------------------------------
William Sturgiss Lind, Director of the Center for Cultural Conservatism at the Free Congress Foundation, is a native of Cleveland, Ohio, born July 9, 1947. He graduated magna cum laude, Phi Beta Kappa from Dartmouth College in 1969 and received a Master’s Degree in History from Princeton University in 1971. He worked as a legislative aide for armed services for Senator Robert Taft, Jr., of Ohio from 1973 through 1976 and held a similar position with Senator Gary Hart of Colorado from 1977 through 1986. He joined Free Congress Foundation in 1987.
Mr. Lind is author of the Maneuver Warfare Handbook (Westview Press, 1985); co-author, with Gary Hart, of America Can Win: The Case for Military Reform (Adler & Adler, 1986); and co-author, with William H. Marshner, of Cultural Conservatism: Toward a New National Agenda (Free Congress Foundation, 1987).
Mr. Lind co-authored the prescient article, “The Changing Face of War: Into the Fourth Generation,” which was published in The Marine Corps Gazette in October, 1989 and which first propounded the concept of “Fourth Generation War.”
http://pamet-thessaloniki.com/
Ένα εξαιρετικό κείμενο, στο οποίο με εντυπωσίασε η απλή αλλά εμπεριστατωμένη ανάλυση.
ΑπάντησηΔιαγραφή