Ἅγιος
Γρηγόριος Ε΄ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Ἑορτάζει στὶς 10 Ἀπριλίου ἑκάστου ἔτους.
Ἐν ἀγχόνη κὰν τέθνηκας Πατριάρχα, ὅμως γὲ ἀεὶ ζῆς ἐν Ἐδὲμ τῆ θεία.
Τῆ δεκάτη Πατριάρχης θύμα γέγον’ οὔνεκα Ἔθνους.
Ἑορτάζει στὶς 10 Ἀπριλίου ἑκάστου ἔτους.
Ἐν ἀγχόνη κὰν τέθνηκας Πατριάρχα, ὅμως γὲ ἀεὶ ζῆς ἐν Ἐδὲμ τῆ θεία.
Τῆ δεκάτη Πατριάρχης θύμα γέγον’ οὔνεκα Ἔθνους.
Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου πατρὸς Θεοδώρου Ζήση, ὁμοτίμου καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς σχολῆς ΑΠΘ
Η ἐπιχειρηθεῖσα ἀλλοίωση τῆς ἱστορίας
Τὸν
Σταυρὸ τοῦ Κυρίου προβάλλει ἡ Ἐκκλησία εἰς
προσκύνησιν γιὰ νὰ μᾶς ἐνισχύσει στὴν πορεία πρὸς τὸ Πάσχα. Ἀπὸ τὴν ἐξουθένωση καὶ τὴν καταισχύνη τοῦ Σταυροῦ ἐπήγασε τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως. Συντρίβονται
τὰ
ἀνθρώπινα
κριτήρια, οἱ ἀνθρώπινες ἐκτιμήσεις καὶ ἀξιολογήσεις μὲ τὸ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ ό,τι φαίνεται σκάνδαλο, μωρία καὶ ἀνοησία καὶ καταφρόνια ἀποδεικνύεται
δύναμη, σοφία, ἁγιασμὸς καὶ δόξα. Τὸ ξύλο τῆς ντροπῆς καὶ τῆς αἰσχύνης, πάνω στὸ ὁποῖο ἄφηναν τὴν τελευταία τους πνοὴ οἱ μεγαλύτεροι
λησταὶ καὶ κακοῦργοι, μεταβάλλεται σὲ σύμβολο καὶ ὄργανο ἁγιασμοῦ καὶ δόξης. Μ’ αὐτὸν ἐκφράζουμε οἱ Χριστιανοὶ τὴν πίστη μας
σημειώνοντάς τον στὸ στῆθος μας, αὐτὸν δίνουμε σὰν φυλακτὸ στὰ ἀγαπημένα μας πρόσωπα, αὐτὸς κοσμοῦσε καὶ κοσμεῖ τὰ σκῆπτρα τῶν βασιλέων
καὶ τὶς μίτρες τῶν ἀρχιερέων, αὐτὸς θρονιάζεται στὶς κορυφὲς τῶν ναῶν. Εἶναι τὸ ἀκαταμάχητο ὅπλο ἐναντίον τῶν ἀντιθέων δυνάμεων, ἡ δόξα τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας.
Σὲ ὅλα τὰ τοπικὰ ἐθνικὰ σύμβολα ποὺ εἶχαν διάφοροι ἀγωνισταὶ τοῦ 1821 ὁ Σταυρὸς ἢ ἦταν κυριαρχικὰ μόνος ἢ ἀπαραίτητο συμπλήρωμα κάθε σχετικῆς παραστάσεως. Και στὸ ἐθνικὸ σύμβολο ποὺ τελικῶς ἐπεκράτησε, στὴν γαλανόλευκη σημαία μας, ἐπὶ δεκαετίες «λαμπύριζε στὴν ψηλή της κορυφή», κατὰ τὸν ποιητή, μέχρι ποὺ κάποια ἀτυχὴς ἔμπνευση ἐπεχείρησε νὰ τὸν καταβιβάσει, χωρὶς νὰ ἐπικρατήσει ὅμως ἡ ρύθμιση. Γιατί στὶς γενιὲς ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων τὸ ὅραμα τοῦ θεμελιωτοῦ τῆς Ἀνατολικῆς Ἑλληνικῆς αὐτοκρατορίας, τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, ποὺ εἶδε στὸν οὐρανὸ σχηματισμένο τὸν Τίμιο Σταυρὸ μὲ τὴν φράση «ἐν τούτω νίκα», ἔχει περάσει μέσα στὰ κύτταρα τῆς ἐθνικῆς αὐτοσυνειδησίας, ἔχει συνδεθῆ μὲ τοὺς μηχανισμοὺς τοῦ ἐθνικοῦ συναγερμοῦ σὲ περιόδους πολέμων. Στὸν Σταυρὸ καὶ στὴν Ἐκκλησία καταφεύγει τὸ Ἔθνος γιὰ νὰ ἐπιβιώσει καὶ νὰ κατατροπώσει τοὺς ἐχθρούς του, ἀπὸ τὸ Χριστὸ ζητᾶ βοήθεια γιὰ τὶς νίκες ἐναντίον τῶν βαρβάρων. «Σῶσον Κύριε τὸν λαόν σου καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν σου, νίκας τοῖς βασιλεύσι κατὰ βαρβάρων δωρούμενος καὶ σὸν φυλάττων διὰ τοῦ Σταυροῦ σου πολίτευμα».
Σὲ ὅλα τὰ τοπικὰ ἐθνικὰ σύμβολα ποὺ εἶχαν διάφοροι ἀγωνισταὶ τοῦ 1821 ὁ Σταυρὸς ἢ ἦταν κυριαρχικὰ μόνος ἢ ἀπαραίτητο συμπλήρωμα κάθε σχετικῆς παραστάσεως. Και στὸ ἐθνικὸ σύμβολο ποὺ τελικῶς ἐπεκράτησε, στὴν γαλανόλευκη σημαία μας, ἐπὶ δεκαετίες «λαμπύριζε στὴν ψηλή της κορυφή», κατὰ τὸν ποιητή, μέχρι ποὺ κάποια ἀτυχὴς ἔμπνευση ἐπεχείρησε νὰ τὸν καταβιβάσει, χωρὶς νὰ ἐπικρατήσει ὅμως ἡ ρύθμιση. Γιατί στὶς γενιὲς ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων τὸ ὅραμα τοῦ θεμελιωτοῦ τῆς Ἀνατολικῆς Ἑλληνικῆς αὐτοκρατορίας, τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, ποὺ εἶδε στὸν οὐρανὸ σχηματισμένο τὸν Τίμιο Σταυρὸ μὲ τὴν φράση «ἐν τούτω νίκα», ἔχει περάσει μέσα στὰ κύτταρα τῆς ἐθνικῆς αὐτοσυνειδησίας, ἔχει συνδεθῆ μὲ τοὺς μηχανισμοὺς τοῦ ἐθνικοῦ συναγερμοῦ σὲ περιόδους πολέμων. Στὸν Σταυρὸ καὶ στὴν Ἐκκλησία καταφεύγει τὸ Ἔθνος γιὰ νὰ ἐπιβιώσει καὶ νὰ κατατροπώσει τοὺς ἐχθρούς του, ἀπὸ τὸ Χριστὸ ζητᾶ βοήθεια γιὰ τὶς νίκες ἐναντίον τῶν βαρβάρων. «Σῶσον Κύριε τὸν λαόν σου καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν σου, νίκας τοῖς βασιλεύσι κατὰ βαρβάρων δωρούμενος καὶ σὸν φυλάττων διὰ τοῦ Σταυροῦ σου πολίτευμα».
2. Ὁ σταυρὸς τοῦ πατριάρχου
Δὲν πρόκειται ὅμως σήμερα νὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὴ σημασία τοῦ Σταυροῦ στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Ἔθνους. Αὐτὸ γίνεται πολὺ συχνά, διότι καὶ οἱ σχετικὲς μὲ τὸ Σταυρὸ γιορτὲς εἶναι πολλές, ἀλλὰ καὶ διότι τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας καὶ τῆς ἀναστάσεως εἶναι ἀδιάλυτα δεμένο μὲ τὸ Σταυρὸ καὶ τὸ Πάθος. επομένως γιὰ τὸ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ γίνεται συχνὰ λόγος. Τὸ ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μᾶς δίνει σήμερα μία σπάνια εὐκαιρία νὰ ἀσχοληθοῦμε, σύντομα βέβαια, μὲ τὸ σταυρὸ καὶ τὴ δόξα τοῦ ἐθνομάρτυρος πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ἐ’, τοῦ ὁποίου σήμερα, 10 Ἀπριλίου, τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία τὸν δὶ’ ἀγχόνης μαρτυρικὸ θάνατο. Ἦταν καὶ τότε 10 Ἀπριλίου τοῦ 1821, πρὶν ἀπὸ 162 χρόνια, ἡμέρα Κυριακή του Πάσχα, τὸ αἰώνιο καὶ καλύτερο γιὰ τὸν ἐθνομάρτυρα πατριάρχη Πάσχα. Μετὰ τὴ μαρτυρικὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα ποὺ πέρασε εἰσῆλθε μὲ ὄργανο τὸ σχοινὶ τῆς ἀγχόνης καὶ μετὰ ἀπὸ πολλοὺς ὀνειδισμοὺς καὶ ἐμπτυσμούς, ὡς γνήσιος μαθητὴς τοῦ ἐσταυρωμένου Χριστοῦ, στὸ ἀνέσπερο φῶς τῆς θεϊκῆς βασιλείας, καὶ τιμήθηκε ἀπὸ τὸν Ἑλληνισμὸ μὲ πρωτοφανεῖς τιμὲς καὶ δόξες, ἐπάξιές του μαρτυρίου καὶ τῆς μεγάλης του προσφορᾶς. Καὶ ὑπάρχει λόγος ἐπιτακτικὸς ποὺ ἐπιβάλλει νὰ παρουσιασθοῦν ὁ σταυρὸς καὶ ἡ δόξα τοῦ ἐθνομάρτυρος πατριάρχου, λόγος ποὺ συνδέεται ὄχι μόνο μὲ τὴν ἐθνική μας φιλοτιμία καὶ ταυτότητα, ἀλλὰ μὲ τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξη τοῦ Γένους μας, τοῦ ἑλληνορθοδόξου πολιτισμοῦ μας.
3. Πότε ἐξαφανίζεται ἕνα ἔθνος;
4. Τὸ εἰκονοστάσι τοῦ Γένους ξηλώνεται ἀπὸ νέους εἰκονομάχους
Οἱ περισσότεροι σήμερα συμφωνοῦμε στὴ χώρα μας ὅτι κάτι ἐπικίνδυνο κυοφορεῖται στὸ σῶμα καὶ πιὸ πολὺ στὸ πνεῦμα τοῦ πολιτισμοῦ μας. Δὲν γονιμοποιεῖται πλέον ἀπὸ ὑγιεῖς δυνάμεις ὁ πνευματικός μας βίος. ξέφραγο ἀμπέλι ἡ παιδεία μᾶς ταλανίζεται ἀπὸ ἐκθεμελιωτικὲς καὶ καταστροφικὲς δυνάμεις. Ὑβρίζεται καὶ παραχαράσσεται ἡ ἐθνική μας ἱστορία, σπιλώνονται καὶ συκοφαντοῦνται μεγάλες μορφές, δὲν διαβάζεται πιὰ τὸ συναξάρι τοῦ Γένους, στὴν ἱερὴ μνήμη τῶν προγόνων μας δὲν τελοῦμε μνημόσυνα. Μία ἀδίστακτη εἰκονοκλαστικὴ κίνηση κατεβάζει ἀπὸ τὸ εἰκονοστάσι τοῦ Γένους τὶς τιμημένες μορφὲς μαρτύρων καὶ ἡρώων. Βεβηλώνονται οἱ μνῆμες τῶν διδασκάλων. και αὐτὴ ἡ ἱεροσυλία καὶ τυμβωρυχία εἶναι πιὸ βδελυρὲς ἀπὸ τὶς βεβηλώσεις τῶν τάφων, γιατί προσβάλλουν καὶ ἐξευτελίζουν τὸ πνεῦμα τους, μὰ καὶ γιατί δὲν γίνονται ἀπὸ ἀλλοεθνεῖς, ἀλλὰ ἀπὸ ὁμοθρήσκους γενιτσάρους. Και ὅλα αὐτὰ δὲν συμβαίνουν μακρυά μας. καθημερινὰ τὰ συναντοῦμε σὲ πολλὲς ἐφημερίδες καὶ σὲ φθηνὲς ἐκδόσεις βιβλίων ποὺ κατακλύζουν τὰ βιβλιοπωλεῖα. Μπαίνουν, χωρὶς τὴν ἄδειά μας, στὰ σχολικὰ τῶν παιδιῶν μᾶς βιβλία, ἀλλὰ χωρὶς ντροπὴ καὶ μέσα στὰ σπίτια μας μὲ τὴν τηλεόραση, παραβιάζοντας τὴν πανάρχαια ἱερότητα τῆς οἰκογενειακῆς ἑστίας, τὸ οἰκογενειακὸ ἄσυλο. Καὶ ἀνεχόμαστε ὅλους αὐτοὺς τοὺς βιαστᾶς καὶ διαφθορεῖς τῆς ἐθνικῆς μας μνήμης, τῆς ἐθνικῆς μας ταυτότητος, τῶν ἱερῶν καὶ ὁσίων της φυλῆς μας, χωρὶς καμμία ἀντίδραση.
5. Θα ξαναζωντανέψει τὸ κρυφὸ σχολειὸ
Ἀνεχόμαστε νὰ ὑβρίζεται περισσότερο τῶν ἄλλων ἡ ἱερὴ μνήμη τοῦ κορυφαίου πρωτομάρτυρος τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Γένους στὴν ἐθνικὴ ἐξέγερση τοῦ 1821, τοῦ πατριάρχου καὶ ἐθνάρχου Γρηγορίου τοῦ Ε’. Ἐπιχειροῦν ἀσύστολα νὰ πλήξουν στὸ πρόσωπό του τὴν Ἐκκλησία, νὰ μειώσουν τὴν ἐπίδρασή της, νὰ τὴν τοποθετήσουν, ἂν μπορέσουν, στὸ περιθώριο τῆς πνευματικῆς καὶ πολιτιστικῆς ζωῆς τοῦ ἔθνους,ὥστε ἀνενόχλητοι νὰ οἰκοδομήσουν τὰ δικά τους πολιτιστικὰ μοντέλα. Και εἶναι αὐτὴ ἡ μεθοδευμένη ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας ἐπίθεση ἀπ’ ὅλους τους Κορδάτους, Κολλάτους, Καρατζαφέρηδες, Καρανικόλες καὶ Σκαρίμπες ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξη ὅτι τὴν φοβοῦνται καὶ τὴν ὑπολογίζουν σὰν τὴν μόνη ἱκανή, συγκροτημένη καὶ ὀργανωμένη, μὲ αἰώνων πείρα καὶ θεϊκὴ ἰσχύ, δύναμη ποὺ μπορεῖ νὰ σταθεῖ ἐμπόδιο στὰ σχέδιά τους. Νὰ καλέσει τὸ λαὸ σὲ ἐπαγρύπνηση, νὰ ἀνοίξει διάπλατα τὶς πόρτες της, γιὰ νὰ καταφύγει ἐκεῖ μέσα πάλι τῶν ἐλεύθερων πολιτικὰ Ἑλλήνων τὸ δουλωμένο πνεῦμα, νὰ ξαναλειτουργήσει τὰ κρυφὰ σχολειά, γιὰ νὰ ἀποδείξει στὴν πράξη στοὺς ἀνιστόρητους ἱστορικοὺς ὅτι δὲν εἶναι θρύλος καὶ παραμύθι τὸ κρυφὸ σχολειό, ὅπως τὸ παρουσιάζουν τελευταία, ἀλλὰ ἀναμφίβολη πραγματικότης, ποὺ τὴν διέσωσε ἡ λαϊκὴ συνείδηση στὸ τραγούδι «Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου νὰ περπατῶ, νὰ πηγαίνω στὸ σχολειὸ κ.τ.λ.», τὴν ἔψαλε ὁ ποιητὴς μᾶς Ἰωάννης Πολέμης στὸ θαυμάσιο ὁμώνυμο ποίημά του «Ἀπ’ ἔξω μαυροφόρα ἀπελπισιά...» καὶ τὴν ἀπεικόνισε ὁ μεγάλος μας ζωγράφος Νίκ. Γύζης, στὴ γνωστὴ παράσταση τοῦ Κρυφοῦ Σχολειοῦ, μὲ τοὺς μαθητὲς γύρω ἀπὸ τὸν δάσκαλο Καλόγηρο.
6. Ἀπὸ τὸν πολιτικὸ ἐκμηδενισμὸ στὰ πρόθυρα νέας αὐτοκρατορίας
Εὐγνώμονες ὅμως ἐμεῖς προσκυνηταὶ σήμερα τῆς μνήμης τοῦ ἐθνομάρτυρος πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ἐ’ ἂς παρακολουθήσουμε σὲ σύντομη ἐξιστόρηση τὸ σταυρὸ καὶ τὴ δόξα του, γιὰ νὰ τονώσουμε τὰ ἀντισώματα ἀπορρίψεως, ἀπομονώσεως τῶν διαστροφέων τῆς ἱστορίας μας.
Γεννημένος ἀπὸ φτωχικὴ οἰκογένεια στὴ Δημητσάνα τῆς Πελοποννήσου τὸ 1746 κατόρθωσε λόγω τῆς εὐφυΐας τοῦ ὁ μικρὸς Γεώργιος Ἀγγελόπουλος, Γρηγόριος εἶναι τὸ κληρικὸ τοῦ ὄνομα, νὰ διακριθεῖ στὰ γράμματα καὶ νὰ ὑποστηριχθεῖ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Φοιτᾶ μετὰ ἀπὸ τὴ Δημητσάνα στὰ φημισμένα σχολεῖα τῆς Σμύρνης, τῆς ὁποίας σὲ λίγο θὰ γίνει μητροπολίτης. Τὸ πέρασμά του ἀπὸ τὴ Σμύρνη καὶ τὴν Κωνσταντινούπολη θὰ συνδεθεῖ μὲ ἕνα ἐκπαιδευτικὸ φούντωμα, μὲ ἵδρυση σχολείων, τυπογραφείων, συγγραφὴ διδακτικῶν βιβλίων, ἐνίσχυση δασκάλων καὶ μαθητῶν, ποὺ δὲν τολμοῦν οὔτε οἱ ἀντικληρικὸ πνεῦμα ἔχοντες Ἕλληνες διαφωτιστὲς τοῦ ἐξωτερικοῦ νὰ τὸ ἀμφισβητήσουν1. Ἡ προπαρασκευὴ καὶ τὸ ξέσπασμα τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1821 βρίσκουν τὸν Γρηγόριο στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐπὶ κεφαλῆς ὄχι μόνον τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ καὶ τοῦ Γένους, ἐκκλησιαστικὸ καὶ πολιτικὸ συγχρόνως ἀρχηγὸ τῶν Ὀρθοδόξων, ἐθνάρχη, ὑπεύθυνο νομικὰ ἀπέναντί του κατακτητοῦ γιὰ ὀ,τιδήποτε συνέβαινε μεταξὺ τῶν ὑποδούλων.
Κουβαλοῦσε ὁ Γρηγόριος στὸ μεγάλο καὶ ὑπεύθυνο αὐτὸ λειτούργημά του μακραίωνη παράδοση ποὺ τὴ θεμελίωσε ὁ πρῶτος μετὰ τὴν ἅλωση πατριάρχης Γεννάδιος Β’ Σχολάριος μὲ τὰ προνόμια ποὺ τοῦ παρεχώρησε ὁ Μωάμεθ, ἀπὸ θαυμασμὸ πρὸς τὴ σοφία καὶ τὴν ἀκτινοβολία του.
Προδομένο καὶ τότε τὸ Γένος, τὸ 1453, ἀπὸ τοὺς συμμάχους καὶ ἀποκοιμισμένο ἀπὸ τοὺς πολιτικούς του ἠγέτας βρῆκε στήριγμα καὶ στέγη στὴν Ἐκκλησία, ποὺ τὸ παρέλαβε κυριολεκτικὰ ἐκμηδενισμένο ἀπὸ τὰ χέρια τῶν πολιτικῶν ἡγετῶν, στὸ χεῖλος τῆς ἀβύσσου καὶ τῆς καταστροφής2, τοῦ ἐγιάτρεψε τὶς πληγὲς καὶ τὸ κατέστησε πρώτη πνευματικὴ καὶ οἰκονομικὴ δύναμη τῆς μεγάλης Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, ποὺ κατήντησε νὰ κυβερνᾶται ἀπὸ τοὺς εὐφυεῖς καὶ δραστήριους Ἕλληνες Φαναριῶτες, οἱ ὁποῖοι δὲν διέφυγαν καὶ αὐτοὶ τὴ λασπολογία στρατευμένων ἱστορικών3. Ὁ Ἑλληνισμὸς τῶν χρόνων τοῦ Γρηγορίου ἦταν ἀκμαιότερος ὑλικὰ καὶ πνευματικά του σημερινοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὁ ὁποῖος γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τοῦ ἔχει συρρικνωθῆ γεωγραφικὰ στὰ ὅρια τῆς μητροπολιτικῆς Ἑλλάδος, στὴ δυτικὴ μόνο πλευρὰ τοῦ Αἰγαίου πελάγους, πνευματικὰ δὲ εἶναι περισσότερο συρρικνωμένος, γιατί ἀπομόνωσε καὶ κατέστησε δυσχερῆ τὴν τονωτικὴ ἐπίδραση τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαίτερα στὶς νέες γενιές.
Ἐπισυμβαίνει μπροστὰ στὰ μάτια ὅλων μας ἕνας πνευματικὸς ἐξανδραποδισμὸς τῶν νέων μας, μία μεθοδευμένη ἀπὸ ξένα κέντρα ἀποφάσεων ἐθνικὴ ἀπονεύρωση. Σὲ λίγο καιρὸ οἱ νέες γενιὲς θὰ νοιώθουν ξένες καὶ ἀλλοτριωμένες ἀπὸ τὰ ἰδανικὰ ποὺ πυρπολοῦσαν μέχρι τώρα τοὺς Ἕλληνες καὶ ἐξασφάλιζαν τὴν ἐθνική τους ἐπιβίωση. Ἐλπίζουμε ὅτι θὰ συνέλθουν γρήγορα ἡ πολιτικὴ ἡγεσία καὶ οἱ πολυπραγμονοῦντες λόγιοι, καὶ δὲν θὰ χρειασθεῖ αὐτοὶ μὲν ἀκινδύνως νὰ πάρουν τὸ δρόμο πρὸς τὴ Δύση, ὅπως ἔκαναν καὶ τότε πρὶν καὶ μετὰ τὴν ἅλωση, νὰ πληρώσουν δὲ τὰ λάθη ὁ λαὸς καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἡγεσία, ἡ ὁποία πάντοτε μένει κοντὰ στὸ ποίμνιό της καὶ πρώτη γεύεται τὰ μαρτύρια καὶ τὸ σταυρό.
7. Οἱ ἀποτυχίες προηγουμένων κινημάτων ἐπιβάλλουν φρόνηση
Ἔχοντας
λοιπὸν τὴν εὐθύνη γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὴν ὕπαρξη τοῦ Γένους ὁ πατριάρχης Γρηγόριος ἀντιμετώπισε μὲ σπάνια
σύνεση καὶ παραδειγματικὸ ἡρωισμὸ τὸ ξέσπασμα τῆς ἐπαναστάσεως κατ’ ἀρχὴν μὲν στὴν
Μολδοβλαχία μὲ ἡγέτη τὸν Ἀλέξανδρο Ὑψηλάντη, κατόπιν δὲ στὴν ἰδιαίτερη
πατρίδα του, τὴν Πελοπόννησο, ὅπου μάλιστα ὁ Παλαιῶν Πατρὼν Γερμανός, ποὺ εὐλόγησε τοὺς ὁπλαρχηγοὺς καὶ τὸ λάβαρο τοῦ ἀγῶνος στὴν Ἁγία Λαύρα, ἦταν ἰδικὸς τοῦ προστατευόμενος καὶ συγγενής.
Ὅπως ἦταν φυσικὸ οἱ Τοῦρκοι ἀνησύχησαν μὲ τὶς ἐπαναστατικὲς αὐτὲς κινήσεις. Πολὺ περισσότερο μάλιστα, γιατί ἡ παρουσία τοῦ Ὑψηλάντη ἑρμηνευόταν ὡς προστασία καὶ ὑποκίνηση τοῦ κινήματος ἀπὸ τὴ Ρωσία. Διεδόθη ὅτι πρόκειται γιὰ γενικὸ ξεσηκωμὸ τῶν Ρωμηῶν στὸν ὁποῖο μετεῖχε ἐπίσημα καὶ ἡ ἡγεσία, ὁ πατριάρχης, πράγμα ποὺ ἐπέτρεπε στὸν σουλτάνο νὰ διατάξει γενικὴ σφαγὴ τῶν Χριστιανῶν. Ο πατριάρχης ἀναμέτρησε τὶς εὐθύνες του γιὰ τὸν ἄοπλο πληθυσμό, ποὺ θὰ ἀφηνόταν ἀνυπεράσπιστος στὴν ἐκδικητικὴ μανία τοῦ ὄχλου καὶ τῶν Γενιτσάρων. Εἶχαν καταγραφὴ ἄλλωστε στὴν ἐθνικὴ μνήμη οἱ φοβερὲς σφαγὲς ποὺ ἀκολούθησαν μετὰ ἀπὸ ἀποτυχόντα προηγούμενα κινήματα, τοῦ Διονυσίου τοῦ Φιλοσόφου π.χ. στὴ Θεσσαλία, καὶ πιὸ πρόσφατα στὰ Ὀρλωφικὰ στὴν Πελοπόννησο.
Στὸ πρῶτο μάλιστα ὁ λαὸς μὲ δημοτικὸ τραγούδι ἐπέρριψε, κατὰ κάποιο τρόπο, τὴν εὐθύνη γιὰ τὸν ἄκαιρο ξεσηκωμὸ στὸ δεσπότη, στὸν μητροπολίτη Λαρίσης Διονύσιο Φιλόσοφο ἢ Σκυλοσοφό, ποὺ τόλμησε στὶς ἀρχὲς τοῦ 17ου αἰῶνος νὰ ξεσηκώσει τοὺς σκλάβους στὴ Θεσσαλία καὶ στὴν Ἤπειρο:
Δεσπότη μου τί σήκωσες τὸν κόσμο στὸ σεφέρι
καὶ ρήμαξαν τὰ Γιάνενα καὶ ρήμαξεν ὁ τόπος,
μείναν τὰ σπίτια ἀδειανά, γέμισαν τὰ χαντάκια
κι’ ὁ Τοῦρκος δὲν ἀπόσωσε νὰ κόβη καὶ νὰ καίη;
Ἐδῶ ἁρπάζουν κόρακες κι' ἐκεῖ οἱ Γιαουντῆδες.
Δὲν ἒχ’ ἡ μάννα πιὰ παιδιὰ καὶ τὰ παιδιὰ γονέους.
Κι’ ἐσένα τὸ τομάρι σου τὸ στείλανε στὴν Πόλη,
νὰ τρών’ οἱ κόττες πίττουρα νὰ νταβουλᾶν οἱ γύφτοι,
γιὰ νὰ ξυπνάη ἡ Τουρκιὰ νὰ κάνη ραμαζάνι.
8. Δὲν μοιάζει μὲ τὴ Γαλλικὴ ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση
Ὅπως ἦταν φυσικὸ οἱ Τοῦρκοι ἀνησύχησαν μὲ τὶς ἐπαναστατικὲς αὐτὲς κινήσεις. Πολὺ περισσότερο μάλιστα, γιατί ἡ παρουσία τοῦ Ὑψηλάντη ἑρμηνευόταν ὡς προστασία καὶ ὑποκίνηση τοῦ κινήματος ἀπὸ τὴ Ρωσία. Διεδόθη ὅτι πρόκειται γιὰ γενικὸ ξεσηκωμὸ τῶν Ρωμηῶν στὸν ὁποῖο μετεῖχε ἐπίσημα καὶ ἡ ἡγεσία, ὁ πατριάρχης, πράγμα ποὺ ἐπέτρεπε στὸν σουλτάνο νὰ διατάξει γενικὴ σφαγὴ τῶν Χριστιανῶν. Ο πατριάρχης ἀναμέτρησε τὶς εὐθύνες του γιὰ τὸν ἄοπλο πληθυσμό, ποὺ θὰ ἀφηνόταν ἀνυπεράσπιστος στὴν ἐκδικητικὴ μανία τοῦ ὄχλου καὶ τῶν Γενιτσάρων. Εἶχαν καταγραφὴ ἄλλωστε στὴν ἐθνικὴ μνήμη οἱ φοβερὲς σφαγὲς ποὺ ἀκολούθησαν μετὰ ἀπὸ ἀποτυχόντα προηγούμενα κινήματα, τοῦ Διονυσίου τοῦ Φιλοσόφου π.χ. στὴ Θεσσαλία, καὶ πιὸ πρόσφατα στὰ Ὀρλωφικὰ στὴν Πελοπόννησο.
Στὸ πρῶτο μάλιστα ὁ λαὸς μὲ δημοτικὸ τραγούδι ἐπέρριψε, κατὰ κάποιο τρόπο, τὴν εὐθύνη γιὰ τὸν ἄκαιρο ξεσηκωμὸ στὸ δεσπότη, στὸν μητροπολίτη Λαρίσης Διονύσιο Φιλόσοφο ἢ Σκυλοσοφό, ποὺ τόλμησε στὶς ἀρχὲς τοῦ 17ου αἰῶνος νὰ ξεσηκώσει τοὺς σκλάβους στὴ Θεσσαλία καὶ στὴν Ἤπειρο:
Δεσπότη μου τί σήκωσες τὸν κόσμο στὸ σεφέρι
καὶ ρήμαξαν τὰ Γιάνενα καὶ ρήμαξεν ὁ τόπος,
μείναν τὰ σπίτια ἀδειανά, γέμισαν τὰ χαντάκια
κι’ ὁ Τοῦρκος δὲν ἀπόσωσε νὰ κόβη καὶ νὰ καίη;
Ἐδῶ ἁρπάζουν κόρακες κι' ἐκεῖ οἱ Γιαουντῆδες.
Δὲν ἒχ’ ἡ μάννα πιὰ παιδιὰ καὶ τὰ παιδιὰ γονέους.
Κι’ ἐσένα τὸ τομάρι σου τὸ στείλανε στὴν Πόλη,
νὰ τρών’ οἱ κόττες πίττουρα νὰ νταβουλᾶν οἱ γύφτοι,
γιὰ νὰ ξυπνάη ἡ Τουρκιὰ νὰ κάνη ραμαζάνι.
8. Δὲν μοιάζει μὲ τὴ Γαλλικὴ ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση
Δὲν
ἦταν
ἡ
πρώτη φορὰ τὸ 1821 ποὺ ξεσηκωνόταν τὸ σκλαβωμένο Γένος, ἀλλὰ μία ἀπὸ τὶς πολλές. Ἀποδεικνύει
καὶ αὐτὸ ἐναντίον τῶν ἀπόψεων τῶν σημερινῶν διαστροφέων τῆς ἱστορίας μας ὅτι οἱ Ἕλληνες δὲν περίμεναν τὴ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση, γιὰ νὰ διδαχθοῦν καὶ νὰ ἐμπνευσθοῦν ἀπὸ τὶς ἀρχές της. Ἡ ἐπανάσταση τοῦ 1821, ἀποκορύφωμα σὲ σειρὰ παρομοίων ἐξεγέρσεων, δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση. Ἐκεῖ ἐπρόκειτο περὶ ἐμφυλίου πολέμου μὲ κοινωνικὲς καὶ πολιτικὲς
διεκδικήσεις, ἐνῶ ἐδῶ περὶ κοινοῦ ἐθνικοῦ ἀγῶνος τῶν ἀρχόντων, τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ ἐναντίον ξένου καὶ ἀλλοθρήσκου κατακτητοῦ.
Ἡ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση ἐμπνευσμένη ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ ἀθεϊστικοῦ Διαφωτισμοῦ ἦταν ἀντιχριστιανικὴ καὶ φανατικὰ ἀντικληρική. Ἑκατοντάδες κληρικῶν καὶ μοναχῶν πέρασαν ἀπὸ τὴν γκιλοτίνα μὲ τὴν κατηγορία ὅτι ἤσαν δῆθεν μοναρχικοί, βασιλικοί4. Ἀντίθετα ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση, ὅπως τὸ βεβαιώνουν στὶς ἁπλοϊκές τους γραφὲς οἱ πρωταγωνισταὶ τοῦ ἀγῶνος, οἱ στρατηγοὶ Κολοκοτρώνης καὶ Μακρυγιάννης, ἀλλὰ καὶ τὰ πολεμικὰ συνθήματα, εἶχε σὰν κίνητρο πρωτα τὴ θρησκευτικὴ ἐλευθερία, τὴ θρησκεία, καὶ κατόπιν τὴν ἐθνικὴ ἀπελευθέρωση, τὴν πατρίδα: «Γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη τὴν ἁγία, γιὰ τῆς πατρίδος τὴν ἐλευθερία»5.
Στὶς τάξεις τῶν πρωτεργατῶν στὰ διάφορα κινήματα τὰ πιὸ ἐπίλεκτα στελέχη οἱ κληρικοί, ὄπως ο Διονυσιος Φιλόσοφος, καὶ στὴ συνέχεια ὁ πάπα-Βλαχάβας, ὁ Παπαφλέσσας, ὁ Ἀθανάσιος Διάκος, ὁ καλόγερος Σαμουὴλ στὸ Κούγκι, ὁ ἡγούμενος μὲ τοὺς καλογήρους στὸ Ἀρκάδι τῆς Κρήτης ἀργότερα6. Ἄφηναν συχνὰ τὸ ἁγιοπότηρο, γιὰ νὰ πιάσουν τὸ καριοφίλι ποὺ εἶναι ἁγιασμένο στὴ συνείδηση τοῦ λαοῦ. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ἐπὶ τοῦ προκειμένου αὐτὸ ποὺ διασώζει ὁ ποιητὴς Ι. Πολέμης σὰν ἀπάντηση κάποιας γιαγιᾶς πρὸς τὸν ἐγγονό της, ποὺ ἀποροῦσε γιατί τὴν ἔβλεπε κάθε βράδυ μετὰ τὸν ἑσπερινό, μαζὺ μὲ τὰ εἰκονίσματα νὰ θυμιατίζει καὶ τὸ καριοφίλι. Δὲν ἀμφιβάλλουμε ὅτι θὰ βρεθοῦν οἱ γνωστοὶ «Εἰρηνιστές», ποὺ σίγουρα δὲν ἔχουν μεγαλύτερη ὡριμότητα ἀπὸ τοῦ μικροῦ ἐγγονοῦ, νὰ κατακρίνουν τὴν ἐκκλησία ποὺ συντηροῦσε τὴν ἐθνικὴ συνείδηση καὶ ἐξαγίαζε τὴν ἐξέγερση ἐναντίον τῶν ἀλλοθρήσκων. Ἡ ἀπάντηση τῆς ὥριμης γερόντισας, εἶναι ἀπάντηση τῆς γηραιᾶς ἑλληνικῆς ἱστορίας στοὺς ἀνώριμους μελετητᾶς της:
Τὸ καριοφίλι ποὺ θωρεῖς
ψηλὰ στὸν τοῖχο νὰ σκουριάζη,
παιδάκι μου, μὴν ἀπορεῖς,
ἁγιολιβάνι τοῦ ταιριάζει.
γιατί χωρὶς αὐτό, χωρὶς-
χωρὶς τὸ φλογερό του στόμα
θάμαστε σκλάβοι σκλάβοι ἀκόμα.
9. Ἀπειλεῖται γενικὴ σφαγή, ἱερὸς πόλεμος. Ὁ πατριάρχης ἀρνεῖται νὰ φύγει
Ἡ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση ἐμπνευσμένη ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ ἀθεϊστικοῦ Διαφωτισμοῦ ἦταν ἀντιχριστιανικὴ καὶ φανατικὰ ἀντικληρική. Ἑκατοντάδες κληρικῶν καὶ μοναχῶν πέρασαν ἀπὸ τὴν γκιλοτίνα μὲ τὴν κατηγορία ὅτι ἤσαν δῆθεν μοναρχικοί, βασιλικοί4. Ἀντίθετα ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση, ὅπως τὸ βεβαιώνουν στὶς ἁπλοϊκές τους γραφὲς οἱ πρωταγωνισταὶ τοῦ ἀγῶνος, οἱ στρατηγοὶ Κολοκοτρώνης καὶ Μακρυγιάννης, ἀλλὰ καὶ τὰ πολεμικὰ συνθήματα, εἶχε σὰν κίνητρο πρωτα τὴ θρησκευτικὴ ἐλευθερία, τὴ θρησκεία, καὶ κατόπιν τὴν ἐθνικὴ ἀπελευθέρωση, τὴν πατρίδα: «Γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη τὴν ἁγία, γιὰ τῆς πατρίδος τὴν ἐλευθερία»5.
Στὶς τάξεις τῶν πρωτεργατῶν στὰ διάφορα κινήματα τὰ πιὸ ἐπίλεκτα στελέχη οἱ κληρικοί, ὄπως ο Διονυσιος Φιλόσοφος, καὶ στὴ συνέχεια ὁ πάπα-Βλαχάβας, ὁ Παπαφλέσσας, ὁ Ἀθανάσιος Διάκος, ὁ καλόγερος Σαμουὴλ στὸ Κούγκι, ὁ ἡγούμενος μὲ τοὺς καλογήρους στὸ Ἀρκάδι τῆς Κρήτης ἀργότερα6. Ἄφηναν συχνὰ τὸ ἁγιοπότηρο, γιὰ νὰ πιάσουν τὸ καριοφίλι ποὺ εἶναι ἁγιασμένο στὴ συνείδηση τοῦ λαοῦ. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ἐπὶ τοῦ προκειμένου αὐτὸ ποὺ διασώζει ὁ ποιητὴς Ι. Πολέμης σὰν ἀπάντηση κάποιας γιαγιᾶς πρὸς τὸν ἐγγονό της, ποὺ ἀποροῦσε γιατί τὴν ἔβλεπε κάθε βράδυ μετὰ τὸν ἑσπερινό, μαζὺ μὲ τὰ εἰκονίσματα νὰ θυμιατίζει καὶ τὸ καριοφίλι. Δὲν ἀμφιβάλλουμε ὅτι θὰ βρεθοῦν οἱ γνωστοὶ «Εἰρηνιστές», ποὺ σίγουρα δὲν ἔχουν μεγαλύτερη ὡριμότητα ἀπὸ τοῦ μικροῦ ἐγγονοῦ, νὰ κατακρίνουν τὴν ἐκκλησία ποὺ συντηροῦσε τὴν ἐθνικὴ συνείδηση καὶ ἐξαγίαζε τὴν ἐξέγερση ἐναντίον τῶν ἀλλοθρήσκων. Ἡ ἀπάντηση τῆς ὥριμης γερόντισας, εἶναι ἀπάντηση τῆς γηραιᾶς ἑλληνικῆς ἱστορίας στοὺς ἀνώριμους μελετητᾶς της:
Τὸ καριοφίλι ποὺ θωρεῖς
ψηλὰ στὸν τοῖχο νὰ σκουριάζη,
παιδάκι μου, μὴν ἀπορεῖς,
ἁγιολιβάνι τοῦ ταιριάζει.
γιατί χωρὶς αὐτό, χωρὶς-
χωρὶς τὸ φλογερό του στόμα
θάμαστε σκλάβοι σκλάβοι ἀκόμα.
9. Ἀπειλεῖται γενικὴ σφαγή, ἱερὸς πόλεμος. Ὁ πατριάρχης ἀρνεῖται νὰ φύγει
Ἂς
ἐπανέλθουμε
ὅμως
στὸν ἐθνομάρτυρα πατριάρχη. Πληροφορήθηκε ὅτι ὁ σουλτάνος ἔδωσε ἐντολὴ εἰς τὸν σεϊχοὺλ-ἰσλάμην, τὸν Τοῦρκον δηλαδὴ πρωθιερέα,
νὰ
ἐκδώσει
φετφά, τὸ σχετικὸ δηλαδὴ ἔγγραφο, μὲ τὸ ὁποῖο θὰ ἐκηρύσσετο ἱερὸς πόλεμος ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων, τῶν ραγιάδων ποὺ τόλμησαν νὰ σηκώσουν κεφάλι.Ἡ σφαγὴ κρεμόταν
πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια τοῦ ἀμάχου πληθυσμοῦ. Θα ἠμποροῦσε κάλλιστα ὁ πατριάρχης νὰ φύγει καὶ νὰ σωθεῖ, ὅπως τοῦ συνιστοῦσαν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας καὶ οἱ ξένες πρεσβεῖες, ποὺ πάντοτε εἶναι καλὰ ἐνημερωμένες. Η ἀπάντησή του εἶναι τὸ ἀντάξιο, τὸ κατάλληλο προοίμιο, στὶς ἔνδοξες
σελίδες ἱστορίας ποὺ σὲ λίγο θὰ γραφόταν μὲ τὸ μαρτυρικό του θάνατο:
Μὴ μὲ προτρέπετε εἰς φυγήν. μάχαιρα θὰ διέλθη τὰς ρύμας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τῶν λοιπῶν πόλεων τῶν χριστιανικῶν ἐπαρχιῶν. Ὑμεῖς ἐπιθυμεῖτε, ἐγὼ μετημφιεσμένος νὰ καταφύγω εἰς πλοῖον, ἤτοι κλεισθεῖς ἐν οἰκία οἱουδήποτε εὐεργετικοῦ ἠμὶν πρέσβεως νὰ ἀκούω, πῶς εἰς τὰς ὁδοὺς οἱ δήμιοι κατακρεουργοῦν τὸν χηρεύσαντα λαόν! Οὐχί. Ἐγὼ διὰ τοῦτο εἶμαι πατριάρχης, ὅπως σώσω τὸ ἔθνος μου, οὐχὶ δὲ ὅπως δὶ’ ἐμοῦ ἀπολεσθῆ διὰ τῶν χειρῶν τῶν Γενιτσάρων. Ὁ θάνατός μου ἴσως ἐπιφέρει μεγαλυτέραν ὠφέλειαν ἀπὸ τὴν ζωήν μου. Οἱ ξένοι Χριστιανοὶ ἡγεμόνες, ἐκπλαγέντες ἐκ τῆς ἀδικίας τοῦ θανάτου μου, δὲν θὰ θεωρήσωσιν ἀδιαφόρως, πῶς ἡ πίστις αὐτῶν ἐξυβρίσθη ἐν τῷ προσώπω μου. Οἱ δὲ Ἕλληνες, οἱ ἄνδρες τῆς μάχης θὰ μάχωνται μετὰ μεγαλυτέρας μανίας, ὅπερ συχνάκις δωρεῖται τὴν νίκην. εις τοῦτο εἶμαι πεπεισμένος. Βλέπετε μεθ' ὑπομονῆς εἰς ὅ,τι καὶ ἂν μοὶ συμβῆ. Σήμερον (Κυριακὴν τῶν Βαΐων) θὰ φάγωμεν ἰχθύας, ἀλλὰ μετὰ τίνας ἡμέρας, καὶ ἴσως κατὰ ταύτην τὴν ἑβδομάδα, ἰχθύες θὰ μᾶς φάγωσι... Ναί, ἂς μὴ γίνω χλεύασμα τῶν ζώντων. Δὲν θὰ ἀνεχθῶ ὥστε εἰς τὰς ὁδοὺς τῆς Ὀδησσοῦ, τῆς Κερκύρας καὶ τῆς Ἀγκῶνος, διερχόμενον ἐν μέσω τῶν ἀγυιῶν, νὰ μὲ δακτυλοδεικτούσι λέγοντες. Ιδού ἔρχεται ὁ φονεὺς πατριάρχης. Ἂν δὲ τὸ ἔθνος μᾶς σωθῆ καὶ θριαμβεύση, τότε πέποιθα, θὰ μοὶ ἀποδώση θυμίαμα ἐπαίνου καὶ τιμῶν, διότι ἐξεπλήρωσα τὸ χρέος μου.
Δὲν ἔφυγε λοιπὸν ὁ ἡρωικὸς πατριάρχης καὶ ἀρνήθηκε τὴν προσφορὰ τῶν ξένων νὰ τὸν φυγαδεύσουν ἢ νὰ τὸν κρύψουν. Ἔμεινε ὀρθὸς νὰ ἀντιμετωπίσει παλληκαρίσια τὴν κατάσταση. να δώσει, ὡς καλὸς ποιμήν, τὴ ζωὴ τοῦ ὑπὲρ τοῦ ποιμνίου, νὰ προστατεύσει τὸν λαὸ ἀπὸ τὴ σφαγή. Ἐπισκέπτεται τὸν σεϊχοὺλ-ἰσλάμην καὶ τοῦ ὑπενθυμίζει μὲ παρρησία τὰ προνόμια ποὺ παρεχώρησε ὁ πορθητής. Ἐκεῖνος ζητᾶ κάποια ἐπίσημη διαβεβαίωση περὶ τοῦ ὅτι δὲν συμμετέχει ὅλο τὸ ἔθνος εἰς τὸ κίνημα. Ὁ Τοῦρκος πρωθιερεύς, δίκαιος καὶ φιλάνθρωπος, παίζει ὁ ἴδιος μὲ τὴ ζωή του, ψάχνοντας νὰ βρεῖ τρόπο νὰ βοηθήσει τοὺς Χριστιανοὺς καὶ νὰ μὴν ἐκδώσει τὰ ἔγγραφα ποὺ θὰ κήρυσσαν ἱερὸ πόλεμο. Συσκέπτεται ὁ πατριάρχης μὲ τοὺς προκρίτους καὶ τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ δὲν δυσκολεύεται νὰ ἀποφασίσει. εκδίδει τὸν γνωστὸ ἀφορισμὸ τῆς ἐπαναστάσεως, βέβαιος ὧν ὅτι αὐτὸ δὲν θὰ εἶχε καμμία ἐπίπτωση στὸν ἀγώνα, διότι θὰ καταλάβαιναν οἱ ἠγέται τῆς ἐπαναστάσεως ὅτι ὁ ἀφορισμὸς εἶναι εἰκονικός, ὅτι ἔγινε μετὰ ἀπὸ πίεση καὶ βία, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ γενικὴ σφαγή.
10. Ὁ ἀφορισμὸς τῆς Ἐπαναστάσεως ἦταν εἰκονικός. Ἡ ἄρση τοῦ ἀφορισμοῦ
Μὴ μὲ προτρέπετε εἰς φυγήν. μάχαιρα θὰ διέλθη τὰς ρύμας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τῶν λοιπῶν πόλεων τῶν χριστιανικῶν ἐπαρχιῶν. Ὑμεῖς ἐπιθυμεῖτε, ἐγὼ μετημφιεσμένος νὰ καταφύγω εἰς πλοῖον, ἤτοι κλεισθεῖς ἐν οἰκία οἱουδήποτε εὐεργετικοῦ ἠμὶν πρέσβεως νὰ ἀκούω, πῶς εἰς τὰς ὁδοὺς οἱ δήμιοι κατακρεουργοῦν τὸν χηρεύσαντα λαόν! Οὐχί. Ἐγὼ διὰ τοῦτο εἶμαι πατριάρχης, ὅπως σώσω τὸ ἔθνος μου, οὐχὶ δὲ ὅπως δὶ’ ἐμοῦ ἀπολεσθῆ διὰ τῶν χειρῶν τῶν Γενιτσάρων. Ὁ θάνατός μου ἴσως ἐπιφέρει μεγαλυτέραν ὠφέλειαν ἀπὸ τὴν ζωήν μου. Οἱ ξένοι Χριστιανοὶ ἡγεμόνες, ἐκπλαγέντες ἐκ τῆς ἀδικίας τοῦ θανάτου μου, δὲν θὰ θεωρήσωσιν ἀδιαφόρως, πῶς ἡ πίστις αὐτῶν ἐξυβρίσθη ἐν τῷ προσώπω μου. Οἱ δὲ Ἕλληνες, οἱ ἄνδρες τῆς μάχης θὰ μάχωνται μετὰ μεγαλυτέρας μανίας, ὅπερ συχνάκις δωρεῖται τὴν νίκην. εις τοῦτο εἶμαι πεπεισμένος. Βλέπετε μεθ' ὑπομονῆς εἰς ὅ,τι καὶ ἂν μοὶ συμβῆ. Σήμερον (Κυριακὴν τῶν Βαΐων) θὰ φάγωμεν ἰχθύας, ἀλλὰ μετὰ τίνας ἡμέρας, καὶ ἴσως κατὰ ταύτην τὴν ἑβδομάδα, ἰχθύες θὰ μᾶς φάγωσι... Ναί, ἂς μὴ γίνω χλεύασμα τῶν ζώντων. Δὲν θὰ ἀνεχθῶ ὥστε εἰς τὰς ὁδοὺς τῆς Ὀδησσοῦ, τῆς Κερκύρας καὶ τῆς Ἀγκῶνος, διερχόμενον ἐν μέσω τῶν ἀγυιῶν, νὰ μὲ δακτυλοδεικτούσι λέγοντες. Ιδού ἔρχεται ὁ φονεὺς πατριάρχης. Ἂν δὲ τὸ ἔθνος μᾶς σωθῆ καὶ θριαμβεύση, τότε πέποιθα, θὰ μοὶ ἀποδώση θυμίαμα ἐπαίνου καὶ τιμῶν, διότι ἐξεπλήρωσα τὸ χρέος μου.
Δὲν ἔφυγε λοιπὸν ὁ ἡρωικὸς πατριάρχης καὶ ἀρνήθηκε τὴν προσφορὰ τῶν ξένων νὰ τὸν φυγαδεύσουν ἢ νὰ τὸν κρύψουν. Ἔμεινε ὀρθὸς νὰ ἀντιμετωπίσει παλληκαρίσια τὴν κατάσταση. να δώσει, ὡς καλὸς ποιμήν, τὴ ζωὴ τοῦ ὑπὲρ τοῦ ποιμνίου, νὰ προστατεύσει τὸν λαὸ ἀπὸ τὴ σφαγή. Ἐπισκέπτεται τὸν σεϊχοὺλ-ἰσλάμην καὶ τοῦ ὑπενθυμίζει μὲ παρρησία τὰ προνόμια ποὺ παρεχώρησε ὁ πορθητής. Ἐκεῖνος ζητᾶ κάποια ἐπίσημη διαβεβαίωση περὶ τοῦ ὅτι δὲν συμμετέχει ὅλο τὸ ἔθνος εἰς τὸ κίνημα. Ὁ Τοῦρκος πρωθιερεύς, δίκαιος καὶ φιλάνθρωπος, παίζει ὁ ἴδιος μὲ τὴ ζωή του, ψάχνοντας νὰ βρεῖ τρόπο νὰ βοηθήσει τοὺς Χριστιανοὺς καὶ νὰ μὴν ἐκδώσει τὰ ἔγγραφα ποὺ θὰ κήρυσσαν ἱερὸ πόλεμο. Συσκέπτεται ὁ πατριάρχης μὲ τοὺς προκρίτους καὶ τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ δὲν δυσκολεύεται νὰ ἀποφασίσει. εκδίδει τὸν γνωστὸ ἀφορισμὸ τῆς ἐπαναστάσεως, βέβαιος ὧν ὅτι αὐτὸ δὲν θὰ εἶχε καμμία ἐπίπτωση στὸν ἀγώνα, διότι θὰ καταλάβαιναν οἱ ἠγέται τῆς ἐπαναστάσεως ὅτι ὁ ἀφορισμὸς εἶναι εἰκονικός, ὅτι ἔγινε μετὰ ἀπὸ πίεση καὶ βία, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ γενικὴ σφαγή.
10. Ὁ ἀφορισμὸς τῆς Ἐπαναστάσεως ἦταν εἰκονικός. Ἡ ἄρση τοῦ ἀφορισμοῦ
Αὐτὸς λοιπὸν ὁ εἰκονικός της ἐπαναστάσεως ἀφορισμὸς εἶναι τὸ μεγάλο ἐπιχείρημα τῶν σημερινῶν
στρατευμένων πολεμίων τῆς Ἐκκλησίας καιτᾶ τοῦ Γρηγορίου. Όλοι ἐκατάλαβαν ὅτι ἐπρόκειτο περὶ διπλωματικοῦ φαναριωτικοῦ ἑλιγμοῦ. ότι ὁ πατριάρχης ἄλλα ἐπίστευε καὶ ἄλλα ἔγραφε. Ὅλοι ἐκατάλαβαν καὶ
καταλαβαίνουν, ἐκτὸς ἐκείνων ποὺ οἱ δογματικὲς ἀντιεκκλησιαστικὲς θέσεις τῆς ἰδεολογίας τῶν τοὺς ἐμποδίζουν νὰ σκέφτονται ἐλεύθερα. Εκατάλαβε ἀμέσως ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης καὶ δὲν ἔλαβε καθόλου
ὓπ’
ὄψιν
τὸν
ἀφορισμό,
ὅπως
φαίνεται ἀπὸ ὅσα ἔγραφε στὶς 19 Ἰανουαρίου πρὸς τὸν Κολοκοτρώνη καὶ πρὸς τοὺς Σουλιῶτες:
Ὁ μὲν πατριάρχης βιαζόμενος παρὰ τῆς Πόρτας σᾶς στέλλει ἀφοριστικὰ καὶ ἐξάρχους παρακινώντας σας νὰ ἑνωθῆτε μὲ τὴν Πόρτα, ἐσεῖς ὄμως να τὰ θεωρῆτε ταῦτα ὡς ἄκυρα, καθότι γίνονται μὲ βίαν καὶ δυναστείαν καὶ ἄνευ θελήσεως τοῦ πατριάρχου.
Καὶ δὲν ἦταν καθόλου δύσκολο νὰ καταλάβει ὄχι μόνον ὁ Ὑψηλάντης, ὁ ἔμπειρος διπλωμάτης, ἀλλὰ καὶ ὀ οποιοσδήποτε, ὁ πλέον ἀγράμματος, διότι ἤδη εἶχε περάσει στὴ λαϊκὴ σοφία ἡ τακτικὴ αὐτὴ τῶν κληρικῶν, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν παροιμία:
Πίσκοπος κρεμάμενος, ἔγραφε κι ἀπόγραφε.
Ὑπάρχουν ἄλλωστε καὶ ἄλλα στοιχεῖα ποὺ ἀποδεικνύουν τὸν εἰκονικὸ χαρακτήρα τοῦ ἀφορισμοῦ, μπροστὰ στὰ ὁποῖα κλείνουν τὰ μάτια, σὰν τὴ στρουθοκάμηλο, οἱ μαρξισταὶ ἱστορικοὶ Κορδάτος, Σκαρίμπας, Καρανικόλας.
Σὲ ἄρθρο ποὺ δημοσίευσε ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς τῆς Νομικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Περικλῆς Βιζουκίδης μὲ θέμα «Ἡ Ἐκκλησία καὶ ὁ ἱερὸς ἀγὼν» ἀποκαλύπτει ὅτι ὑπέγραφαν μὲν ὁ πατριάρχης καὶ οἱ συνοδικοὶ τὸ ἀφοριστικὸ ἔγγραφο, «διότι εὐρίσκοντο πρὸ τοῦ φοβεροῦ διλήμματος ἢ νὰ ἀποδοκιμάσωσι καὶ ἀφορίσωσι ἔργον ἅγιον καὶ ἱερὸν εἰς ὁ καὶ αὐτοὶ ἤσαν μεμυημένοι καὶ συνεργᾶται ἢ νὰ ἀπολέσωσι ὄχι ἑαυτούς, ἄπαγε, περὶ αὐτῶν οὐδεὶς λόγος, ὡς τὸ ἀπέδειξαν ὀλίγον βραδύτερον, ἀλλὰ τὸ ταλαίπωρον ἔθνος, ἐναντίον τοῦ ὁποίου θὰ ἐστρέφετο, ὡς ἠπείλει, ἡ σουλτανικὴ ὀργὴ καὶ λύσσα». Στη συνέχεια δὲ κατὰ τὸν καθηγητὴ Βιζουκίδη, τὴν ἴδια νύκτα μετὰ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ ἀφορισμοῦ, ὁ πατριάρχης μαζὺ μὲ τοὺς δώδεκα συνοδικοὺς ἀρχιερεῖς κατέβηκαν στὸν πατριαρχικὸ ναὸ καὶ σὲ εἰδικὴ μυστικὴ τελετή, ἐν μέσω λυγμῶν καὶ δακρύων ἔλυσαν καὶ ἀκύρωσαν τὸν ἀφορισμὸ «ἐπευλογοῦντες νοερῶς τὰ ὄπλα τῶν ὑπὲρ πίστεως καὶ Πατρίδος ἀγωνιζομένων ἀδελφῶν»7.
Ὑπάρχει ἐπίσης ἐπιστολὴ τοῦ ἰδίου τοῦ πατριάρχου Γρηγορίου πρὸς τὸ δραστήριο μέλος τῆς φιλικῆς Ἑταιρείας, τὸν ἐπίσκοπο Σαλώνων Ἠσαΐα, στὴν ὁποία τοῦ συνιστᾶ νὰ τηρεῖ ἀπέναντί του τυράννου τὴν διπλωματικὴ αὐτὴ τακτική. Τὸ κείμενο τῆς ἐπιστολῆς, ὅπου φαίνεται ἐπίσης ὅτι ὁ πατριάρχης ἐτέλει ἐν γνώσει τῶν προετοιμασιῶν διὰ τὴν ἐξέγερση ἔχει ὡς ἑξῆς:
Ἀμφοτέρας τὰς τιμίας ἐπιστολᾶς, διὰ τοῦ ἀγαθοῦ πατριώτου Φούντα Γαλαξειδιώτου, ἀσφαλῶς ἐδεξάμην καὶ τοὺς ἐν αὐταῖς τιμίους σου λόγους ἔγνων. Ἐχεμυθίας, ἀδελφέ, μεγίστη χρεία καὶ προφύλαξις περὶ πᾶν διάβημα. οι γὰρ χρόνοι πονηροὶ εἰσι καὶ ἐν τοῖς φιλοπατριώταις ἐστι καὶ μοχθηρῶν ζύμη, ἀφ’ ἢς ὡς ἀπὸ ψωραλέου προβάτου φυλάττεσθε. Κακὸν γὰρ πολλοὶ μηχανῶνται διὰ τὸ τῆς φιλοπλουτίας ἔγκλημα. Διὸ τὴν ἀγαθὴν ἐξελέξω μερίδα κοινολογῶν μοί, ἐμπιστευμένοις πατριώταις, τὰ ἐχεμυθίας δεόμενα. Οἱ Γαλαξειδιῶται, οὖς ἐπιστέλλεις μοὶ συνεχῶς, πεφροντισμένως ἐνεργούσι, καὶ ἀφ’ ὧν ἔγνων ἀδύνατον ἀντὶ παντὸς τιμίου οὐδ’ ἐλάχιστον λόγον ἕρκος ὀδόντων φυγεῖν. ου μόνον τὰ σά, ἀλλὰ καὶ τὰ τῶν ἐν Μωρέα ἀδελφῶν γράμματα κομίζουσι μοί. Ἡ τοῦ Παπανδρέα πράξις πατριωτικὴ μὲν τοῖς γινώσκουσι τὰ μύχια, κατακρίνουσι δὲ οἱ μὴ εἰδότες τὸν ἄνδρα. Κρύφα ὑπερασπίζου αὐτὸν ἐν φανερῶ δὲ ἄγνοιαν ὑποκρίνου, ἔστι δὲ ὄτε καὶ ἐπίκρινε τοῖς θεοσεβέσιν ἀδελφοῖς καὶ ἀλλοφύλοις. Ἴδια πράυνον τὸν Βεζύρην λόγοις καὶ ὑποσχέσεσιν ἀλλὰ μὴ παραδοθήτω εἰς λέοντος στόμα. Ἄσπασον σὺν ταῖς ἐμαῖς εὐχαῖς τοὺς ἀνδρείους ἀδελφούς, προτρέπων εἰς κρυψίνοιαν διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων. Ἀνδρωθήτωσαν ὥσπερ λέοντες καὶ ἡ εὐλογία τοῦ Κυρίου κρατυνεῖ αὐτοὺς ἐγγὺς δὲ ἔστι τοῦ Σωτῆρος τὸ Πάσχα. Αἳ εὐχαὶ τῆς ἐμῆς μετριότητος ἐπὶ τῆς κεφαλῆς σου ἀδελφέ μου Ἠσαΐα. Γεωργει ἀκαμάτως καὶ ὄλβια γεώργια δώσει σοὶ ὁ Πανύψιστος.
Καλύτερα ὅμως ἀπὸ κάθε ἄλλον τὸν εἰκονικὸ καὶ παραπλανητικὸ χαρακτήρα τοῦ ἀφοριστικοῦ ἐγγράφου ἀντελήφθη ἡ Ὑψηλὴ Πύλη, ἡ ὁποία ἐκτός του ὅτι ἐξόρισε καὶ τελικώς εφονευσε τὸν ἀτυχῆ πρωθιερέα τῶν Τούρκων, διότι ἐπίστευσε τοὺς ἀπίστους ραγιάδες, ὁδήγησε τελικῶς μετὰ ἀπὸ πολλὰ μαρτύρια πολλοὺς ἀρχιερεῖς στὸν θάνατο, κορυφαῖο δὲ καὶ πρῶτο μεταξὺ αὐτῶν τὸν πατριάρχη Γρηγόριο, ἀμέσως μετὰ τὴ λειτουργία τοῦ Πάσχα, στὶς 10 Ἀπριλίου τοῦ 1821. Ἀπηγχονίσθη στὴ μεσαία πύλη τῆς εἰσόδου τοῦ Πατριαρχείου. Ἐπάνω στὸ στῆθος «ἢν ἡ αἰτία αὐτοῦ γεγραμμένη», κρεμάσθηκε τὸ ἐκτενὲς καταδικαστικὸ ἔγγραφο, ὁ γιαφτᾶς, ποὺ καὶ μόνο ἀρκεῖ νὰ συντρίψει σὲ χίλια κομμάτια τὶς γραφίδες τῶν στρατευμένων διαστροφέων τῆς ἱστορίας μας. Μεταξὺ ἄλλων ἔγραφε καὶ τὰ ἑξῆς:
Ὁ ἄπιστος πατριάρχης τῶν Ἑλλήνων ἀδύνατον νὰ θεωρηθῆ ἀλλότριος τῶν στάσεων τοῦ ἔθνους του... Ἀλλ’ ἐξ αἰτίας τῆς διαφθορᾶς τῆς καρδίας τοῦ ὄχι μόνο δὲν εἰδοποίησεν, οὐδ’ ἐπαίδευσε τοὺς ἀπατηθέντας, ἀλλὰ καθ’ ὅλα τὰ φαινόμενα ητο καὶ ὁ ἴδιος αὐτός, ὡς ἀρχηγός, μυστικὸς συμμέτοχος τῆς ἐπαναστάσεως. Είμεθα πληροφορημένοι ὅτι ἐγεννήθη ὁ ἴδιος ἐν Πελοποννήσω καὶ ὅτι εἶναι συνένοχος ὅλων τῶν ἀταξιῶν, ὄσας οἱ ἀποπλανηθέντες ραγιάδες ἔπραξαν κατὰ τὴν ἐπαρχίαν τῶν Καλαβρύτων. Οὗτος λοιπὸν εἶναι αἴτιος τοῦ παντελοῦς ἀφανισμοῦ τὸν ὁποῖον μέλλουν διὰ τῆς θείας βοηθείας νὰ πάθωσιν οἱ ἀποπλανηθέντες ραγιάδες. Ἐπειδὴ δὲ ἐβεβαιώθημεν πανταχόθεν περὶ τῆς προδοσίας τοῦ ὄχι μόνον εἰς βλάβην τῆς Ὑψηλῆς Πύλης, ἀλλὰ καὶ εἰς ὄλεθρον τοῦ ἰδίου ἔθνους του, ἀναγκη ῆτο νὰ λείψη ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἀπὸ τοῦ προσώπου τῆς γὴς καὶ διὰ τοῦτο ἐκρεμάσθη πρὸς σωφρονισμὸν τῶν ἄλλων.
Ὁ μὲν πατριάρχης βιαζόμενος παρὰ τῆς Πόρτας σᾶς στέλλει ἀφοριστικὰ καὶ ἐξάρχους παρακινώντας σας νὰ ἑνωθῆτε μὲ τὴν Πόρτα, ἐσεῖς ὄμως να τὰ θεωρῆτε ταῦτα ὡς ἄκυρα, καθότι γίνονται μὲ βίαν καὶ δυναστείαν καὶ ἄνευ θελήσεως τοῦ πατριάρχου.
Καὶ δὲν ἦταν καθόλου δύσκολο νὰ καταλάβει ὄχι μόνον ὁ Ὑψηλάντης, ὁ ἔμπειρος διπλωμάτης, ἀλλὰ καὶ ὀ οποιοσδήποτε, ὁ πλέον ἀγράμματος, διότι ἤδη εἶχε περάσει στὴ λαϊκὴ σοφία ἡ τακτικὴ αὐτὴ τῶν κληρικῶν, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν παροιμία:
Πίσκοπος κρεμάμενος, ἔγραφε κι ἀπόγραφε.
Ὑπάρχουν ἄλλωστε καὶ ἄλλα στοιχεῖα ποὺ ἀποδεικνύουν τὸν εἰκονικὸ χαρακτήρα τοῦ ἀφορισμοῦ, μπροστὰ στὰ ὁποῖα κλείνουν τὰ μάτια, σὰν τὴ στρουθοκάμηλο, οἱ μαρξισταὶ ἱστορικοὶ Κορδάτος, Σκαρίμπας, Καρανικόλας.
Σὲ ἄρθρο ποὺ δημοσίευσε ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς τῆς Νομικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Περικλῆς Βιζουκίδης μὲ θέμα «Ἡ Ἐκκλησία καὶ ὁ ἱερὸς ἀγὼν» ἀποκαλύπτει ὅτι ὑπέγραφαν μὲν ὁ πατριάρχης καὶ οἱ συνοδικοὶ τὸ ἀφοριστικὸ ἔγγραφο, «διότι εὐρίσκοντο πρὸ τοῦ φοβεροῦ διλήμματος ἢ νὰ ἀποδοκιμάσωσι καὶ ἀφορίσωσι ἔργον ἅγιον καὶ ἱερὸν εἰς ὁ καὶ αὐτοὶ ἤσαν μεμυημένοι καὶ συνεργᾶται ἢ νὰ ἀπολέσωσι ὄχι ἑαυτούς, ἄπαγε, περὶ αὐτῶν οὐδεὶς λόγος, ὡς τὸ ἀπέδειξαν ὀλίγον βραδύτερον, ἀλλὰ τὸ ταλαίπωρον ἔθνος, ἐναντίον τοῦ ὁποίου θὰ ἐστρέφετο, ὡς ἠπείλει, ἡ σουλτανικὴ ὀργὴ καὶ λύσσα». Στη συνέχεια δὲ κατὰ τὸν καθηγητὴ Βιζουκίδη, τὴν ἴδια νύκτα μετὰ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ ἀφορισμοῦ, ὁ πατριάρχης μαζὺ μὲ τοὺς δώδεκα συνοδικοὺς ἀρχιερεῖς κατέβηκαν στὸν πατριαρχικὸ ναὸ καὶ σὲ εἰδικὴ μυστικὴ τελετή, ἐν μέσω λυγμῶν καὶ δακρύων ἔλυσαν καὶ ἀκύρωσαν τὸν ἀφορισμὸ «ἐπευλογοῦντες νοερῶς τὰ ὄπλα τῶν ὑπὲρ πίστεως καὶ Πατρίδος ἀγωνιζομένων ἀδελφῶν»7.
Ὑπάρχει ἐπίσης ἐπιστολὴ τοῦ ἰδίου τοῦ πατριάρχου Γρηγορίου πρὸς τὸ δραστήριο μέλος τῆς φιλικῆς Ἑταιρείας, τὸν ἐπίσκοπο Σαλώνων Ἠσαΐα, στὴν ὁποία τοῦ συνιστᾶ νὰ τηρεῖ ἀπέναντί του τυράννου τὴν διπλωματικὴ αὐτὴ τακτική. Τὸ κείμενο τῆς ἐπιστολῆς, ὅπου φαίνεται ἐπίσης ὅτι ὁ πατριάρχης ἐτέλει ἐν γνώσει τῶν προετοιμασιῶν διὰ τὴν ἐξέγερση ἔχει ὡς ἑξῆς:
Ἀμφοτέρας τὰς τιμίας ἐπιστολᾶς, διὰ τοῦ ἀγαθοῦ πατριώτου Φούντα Γαλαξειδιώτου, ἀσφαλῶς ἐδεξάμην καὶ τοὺς ἐν αὐταῖς τιμίους σου λόγους ἔγνων. Ἐχεμυθίας, ἀδελφέ, μεγίστη χρεία καὶ προφύλαξις περὶ πᾶν διάβημα. οι γὰρ χρόνοι πονηροὶ εἰσι καὶ ἐν τοῖς φιλοπατριώταις ἐστι καὶ μοχθηρῶν ζύμη, ἀφ’ ἢς ὡς ἀπὸ ψωραλέου προβάτου φυλάττεσθε. Κακὸν γὰρ πολλοὶ μηχανῶνται διὰ τὸ τῆς φιλοπλουτίας ἔγκλημα. Διὸ τὴν ἀγαθὴν ἐξελέξω μερίδα κοινολογῶν μοί, ἐμπιστευμένοις πατριώταις, τὰ ἐχεμυθίας δεόμενα. Οἱ Γαλαξειδιῶται, οὖς ἐπιστέλλεις μοὶ συνεχῶς, πεφροντισμένως ἐνεργούσι, καὶ ἀφ’ ὧν ἔγνων ἀδύνατον ἀντὶ παντὸς τιμίου οὐδ’ ἐλάχιστον λόγον ἕρκος ὀδόντων φυγεῖν. ου μόνον τὰ σά, ἀλλὰ καὶ τὰ τῶν ἐν Μωρέα ἀδελφῶν γράμματα κομίζουσι μοί. Ἡ τοῦ Παπανδρέα πράξις πατριωτικὴ μὲν τοῖς γινώσκουσι τὰ μύχια, κατακρίνουσι δὲ οἱ μὴ εἰδότες τὸν ἄνδρα. Κρύφα ὑπερασπίζου αὐτὸν ἐν φανερῶ δὲ ἄγνοιαν ὑποκρίνου, ἔστι δὲ ὄτε καὶ ἐπίκρινε τοῖς θεοσεβέσιν ἀδελφοῖς καὶ ἀλλοφύλοις. Ἴδια πράυνον τὸν Βεζύρην λόγοις καὶ ὑποσχέσεσιν ἀλλὰ μὴ παραδοθήτω εἰς λέοντος στόμα. Ἄσπασον σὺν ταῖς ἐμαῖς εὐχαῖς τοὺς ἀνδρείους ἀδελφούς, προτρέπων εἰς κρυψίνοιαν διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων. Ἀνδρωθήτωσαν ὥσπερ λέοντες καὶ ἡ εὐλογία τοῦ Κυρίου κρατυνεῖ αὐτοὺς ἐγγὺς δὲ ἔστι τοῦ Σωτῆρος τὸ Πάσχα. Αἳ εὐχαὶ τῆς ἐμῆς μετριότητος ἐπὶ τῆς κεφαλῆς σου ἀδελφέ μου Ἠσαΐα. Γεωργει ἀκαμάτως καὶ ὄλβια γεώργια δώσει σοὶ ὁ Πανύψιστος.
Καλύτερα ὅμως ἀπὸ κάθε ἄλλον τὸν εἰκονικὸ καὶ παραπλανητικὸ χαρακτήρα τοῦ ἀφοριστικοῦ ἐγγράφου ἀντελήφθη ἡ Ὑψηλὴ Πύλη, ἡ ὁποία ἐκτός του ὅτι ἐξόρισε καὶ τελικώς εφονευσε τὸν ἀτυχῆ πρωθιερέα τῶν Τούρκων, διότι ἐπίστευσε τοὺς ἀπίστους ραγιάδες, ὁδήγησε τελικῶς μετὰ ἀπὸ πολλὰ μαρτύρια πολλοὺς ἀρχιερεῖς στὸν θάνατο, κορυφαῖο δὲ καὶ πρῶτο μεταξὺ αὐτῶν τὸν πατριάρχη Γρηγόριο, ἀμέσως μετὰ τὴ λειτουργία τοῦ Πάσχα, στὶς 10 Ἀπριλίου τοῦ 1821. Ἀπηγχονίσθη στὴ μεσαία πύλη τῆς εἰσόδου τοῦ Πατριαρχείου. Ἐπάνω στὸ στῆθος «ἢν ἡ αἰτία αὐτοῦ γεγραμμένη», κρεμάσθηκε τὸ ἐκτενὲς καταδικαστικὸ ἔγγραφο, ὁ γιαφτᾶς, ποὺ καὶ μόνο ἀρκεῖ νὰ συντρίψει σὲ χίλια κομμάτια τὶς γραφίδες τῶν στρατευμένων διαστροφέων τῆς ἱστορίας μας. Μεταξὺ ἄλλων ἔγραφε καὶ τὰ ἑξῆς:
Ὁ ἄπιστος πατριάρχης τῶν Ἑλλήνων ἀδύνατον νὰ θεωρηθῆ ἀλλότριος τῶν στάσεων τοῦ ἔθνους του... Ἀλλ’ ἐξ αἰτίας τῆς διαφθορᾶς τῆς καρδίας τοῦ ὄχι μόνο δὲν εἰδοποίησεν, οὐδ’ ἐπαίδευσε τοὺς ἀπατηθέντας, ἀλλὰ καθ’ ὅλα τὰ φαινόμενα ητο καὶ ὁ ἴδιος αὐτός, ὡς ἀρχηγός, μυστικὸς συμμέτοχος τῆς ἐπαναστάσεως. Είμεθα πληροφορημένοι ὅτι ἐγεννήθη ὁ ἴδιος ἐν Πελοποννήσω καὶ ὅτι εἶναι συνένοχος ὅλων τῶν ἀταξιῶν, ὄσας οἱ ἀποπλανηθέντες ραγιάδες ἔπραξαν κατὰ τὴν ἐπαρχίαν τῶν Καλαβρύτων. Οὗτος λοιπὸν εἶναι αἴτιος τοῦ παντελοῦς ἀφανισμοῦ τὸν ὁποῖον μέλλουν διὰ τῆς θείας βοηθείας νὰ πάθωσιν οἱ ἀποπλανηθέντες ραγιάδες. Ἐπειδὴ δὲ ἐβεβαιώθημεν πανταχόθεν περὶ τῆς προδοσίας τοῦ ὄχι μόνον εἰς βλάβην τῆς Ὑψηλῆς Πύλης, ἀλλὰ καὶ εἰς ὄλεθρον τοῦ ἰδίου ἔθνους του, ἀναγκη ῆτο νὰ λείψη ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἀπὸ τοῦ προσώπου τῆς γὴς καὶ διὰ τοῦτο ἐκρεμάσθη πρὸς σωφρονισμὸν τῶν ἄλλων.
11. Ὁ ἀπαγχονισμὸς τοῦ Πατριάρχου ἐπιδρᾶ εὐνοϊκὰ στον αγώνα
Ἡ
σύγχυση καὶ τὸ μίσος τοῦ σουλτάνου τὸν ὁδήγησαν στὴν πράξη τοῦ ἀπαγχονισμοῦ τοῦ πατριάρχου, ποὺ ἔφερε εὐνοϊκὰ γιὰ τὸν ἀγώνα ἀποτελέσματα, ὅπως ἄλλωστε εἶχε προβλέψει προφητικὰ ὁ ἡρωικὸς ἐθνομάρτυς. Ἡ ἐπίσημη Εὐρώπη, ποὺ ἐκυριαρχεῖτο ἀπὸ τὸν
μισελληνισμὸ τοῦ Μεττερνιχ καὶ τῆς Ἱερᾶς Συμμαχίας,ἀρχίζει γιὰ πρώτη φορὰ νὰ βλέπει μὲ συμπάθεια τὸ ἑλληνικὸ ζήτημα. οφιλελληνισμὸς φουντώνει. Οι Ἕλληνες ἀντὶ νὰ καμφθοῦν καὶ νὰ σωφρονισθοῦν,
ξεσηκώθηκαν καὶ ἀγρίεψαν περισσότερο ζητώντας ἐκδίκηση,
γιατί στὸ πρόσωπο τοῦ πατριάρχου θεώρησαν ὅτι ἀτιμάζεται καὶ περιφρονεῖται τὸ Γένος. Όπως
γράφει ὁ Τερτσέτης «εἰς τὴν κόψιν τοῦ ἑλληνικοῦ σπαθιοῦ ἦτο γραμμένον τὸ ὄνομα τοῦ πατριάρχου καὶ ἐθέριζε». Αυτό δὲ τὸ πάθος τῆς ἱερᾶς ἐκδικήσεως ἀπέδωσε θαυμάσια ὁ Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης, ὅταν τὸ 1872,
μπροστὰ στὸν νεότευκτο ἀνδριάντα τοῦ Γρηγορίου, στὰ προπύλαια τοῦ Πανεπιστημίου, στὸν ἴδιο ἀνδριάντα τὸν ὁποῖον σήμερα ἀσεβεῖς καὶ ἀγνώμονες ἀπόγονοι,
κάτω ἀπὸ μία παράξενη ἀνοχή, σπάζουν, μουντζουρώνουν καὶ ὑβρίζουν, ἀπήγγειλε
μέσα σὲ νεκρικὴ ἀπὸ τὴ συγκίνηση σιγῆ, παρουσία τῆς κυβερνήσεως, τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ, τὸ θαυμάσιο, τὸ ἀριστουργηματικὸ ἐκεῖνο ποίημα8:
Πῶς μᾶς θωρεῖς ἀκίνητος, ποὺ τρέχει ὁ λογισμός σου
Τὰ φτερωτά σου ὄνειρα, γιατί στὸ μέτωπό σου
νὰ μὴ φυτρώνουν, γέροντα, τόσες χρυσὲς ἐλπίδες
ὅσες μᾶς δίδει ἡ ὄψις σου παρηγοριὲς κι’ ἐλπίδες;
Τώρα σὲ βλέπει γίγαντα, πατέρα, ἡ θάλασσά σου.
Τὸ λείψανό σου τὸ φτωχό, τὸ ποδοπατημένο
τ’ ἀνάστησε ἡ ἀγάπη μας, κι’ ἐδῶ μαρμαρωμένο
θὰ στέκη ολορθο, ἀκλόνητο καὶ αἰώνια θὲ νὰ ζήση
νάναι φοβέρα ἀδιάκοπη σ’ ἀνατολὴ καὶ δύση.
Στὸ μοναδικὸ λοιπὸν αὐτὸ καὶ συγκλονιστικὸ ποιητικὸ ἀριστούργημα, ποὺ δείχνει περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο στοιχεῖο τὸν σεβασμὸ τοῦ ἔθνους πρὸς τὸν ἡρωικὸ πατριάρχη καὶ κάνει ἔτσι νὰ φαίνεται πιὸ ἀπαίσια ἡ σημερινὴ ἀσέβεια τῶν παρασυρμένων νέων μας, ποὺ ἔφθασαν μέχρι τοῦ σημείου νὰ σπάσουν ἀπὸ τὸν ἀνδριάντα μέρος τῆς ράβδου, παρουσιάζει ὁ ποιητὴς ἕνα κυνηγημένο πουλί, προφανῶς τὸν δικέφαλο ἀετό, σὰν ἔκφραση τοῦ Γένους, νὰ σκοτεινιάζει τὸν οὐρανὸ μὲ τὰ φτερά του,
Καὶ μὲ φωνὴ ποὺ ξέσχιζε σκληρὰ τὰ σωθικά του
ἐφώναξε καὶ ἐμούγκρισε. Χτυπᾶτε, Πολεμάρχοι,
ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη ο χαλασμος. Κρεμοῦν τὸν πατριάρχη.
Ἡ ἴδια ἱερὴ μανία νὰ ἐκδικηθεῖ τὸ Γένος τὸν ἄδικο καὶ προσβλητικὸ θάνατο τοῦ πατριάρχου ἐκφράζεται καὶ ἀπὸ τὸν ἐθνικό μας ποιητή, τὸν Διονύσιο Σολωμό, στὸν ἐθνικό μας ὕμνο, τὸν ὁποῖον τουλάχιστον ἔπρεπε νὰ μὴ τολμοῦν νὰ ψάλλουν οἱ ὑβρισταὶ τῆς μνήμης του:
Ὅλοι κλαῦστε. αποθαμένος
ὁ ἀρχηγός της Ἐκκλησιᾶς,
κλαῦστε, κλαῦστε. κρεμασμένος
ὡσὰν νάτανε φονιὰς
Ἔχει ὀλάνοικτο τὸ στόμα
π’ ὧρες πρῶτα εἶχε γευθῆ
τ’ Ἅγιον Αἷμα, τ’ Ἅγιον Σῶμα
λὲς πὼς δὲ θὰ ξαναβγῆ
ἡ κατάρα ποὺ εἶχε ἀφήσει
λίγο πρὶν ἀδικηθῆ
εἰς ὁποῖον δὲν πολεμήσει
καὶ ἠμπορεῖ νὰ πολεμῆ.
Τὴν ἀκούω, βροντάει, δὲν παύει
εἰς τὸ πέλαγος, εἰς τὴν γῆ
καὶ μουγκρίζοντας ἀνάβει
τὴν αἰώνια ἀστραπή.
Καὶ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ γίνει ἄλλως, παρὰ νὰ ἀποδώσουν οἱ δύο ἐθνικοί μας ποιηταὶ τὸ ἐμπεδωμένο στὴ συνείδηση τοῦ λαοῦ ὑψηλὸ αἴσθημα ἐκτιμήσεως τῆς θυσίας τοῦ πατριάρχου, τὸ ὁποῖο περιέργως παρασιωποῦν οἱ δῆθεν ἐν ὀνόματι τοῦ λαοῦ ἀγωνιζόμενοι, σὲ ἄλλους ὅμως κυρίους δουλεύοντες κονδυλοφόροι.
12. Οἱ τιμὲς τῆς Ρωσίας καὶ τῆς Ἑλλάδος πρὸς τὸ λείψανο τοῦ πατριάρχου
Πῶς μᾶς θωρεῖς ἀκίνητος, ποὺ τρέχει ὁ λογισμός σου
Τὰ φτερωτά σου ὄνειρα, γιατί στὸ μέτωπό σου
νὰ μὴ φυτρώνουν, γέροντα, τόσες χρυσὲς ἐλπίδες
ὅσες μᾶς δίδει ἡ ὄψις σου παρηγοριὲς κι’ ἐλπίδες;
Τώρα σὲ βλέπει γίγαντα, πατέρα, ἡ θάλασσά σου.
Τὸ λείψανό σου τὸ φτωχό, τὸ ποδοπατημένο
τ’ ἀνάστησε ἡ ἀγάπη μας, κι’ ἐδῶ μαρμαρωμένο
θὰ στέκη ολορθο, ἀκλόνητο καὶ αἰώνια θὲ νὰ ζήση
νάναι φοβέρα ἀδιάκοπη σ’ ἀνατολὴ καὶ δύση.
Στὸ μοναδικὸ λοιπὸν αὐτὸ καὶ συγκλονιστικὸ ποιητικὸ ἀριστούργημα, ποὺ δείχνει περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο στοιχεῖο τὸν σεβασμὸ τοῦ ἔθνους πρὸς τὸν ἡρωικὸ πατριάρχη καὶ κάνει ἔτσι νὰ φαίνεται πιὸ ἀπαίσια ἡ σημερινὴ ἀσέβεια τῶν παρασυρμένων νέων μας, ποὺ ἔφθασαν μέχρι τοῦ σημείου νὰ σπάσουν ἀπὸ τὸν ἀνδριάντα μέρος τῆς ράβδου, παρουσιάζει ὁ ποιητὴς ἕνα κυνηγημένο πουλί, προφανῶς τὸν δικέφαλο ἀετό, σὰν ἔκφραση τοῦ Γένους, νὰ σκοτεινιάζει τὸν οὐρανὸ μὲ τὰ φτερά του,
Καὶ μὲ φωνὴ ποὺ ξέσχιζε σκληρὰ τὰ σωθικά του
ἐφώναξε καὶ ἐμούγκρισε. Χτυπᾶτε, Πολεμάρχοι,
ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη ο χαλασμος. Κρεμοῦν τὸν πατριάρχη.
Ἡ ἴδια ἱερὴ μανία νὰ ἐκδικηθεῖ τὸ Γένος τὸν ἄδικο καὶ προσβλητικὸ θάνατο τοῦ πατριάρχου ἐκφράζεται καὶ ἀπὸ τὸν ἐθνικό μας ποιητή, τὸν Διονύσιο Σολωμό, στὸν ἐθνικό μας ὕμνο, τὸν ὁποῖον τουλάχιστον ἔπρεπε νὰ μὴ τολμοῦν νὰ ψάλλουν οἱ ὑβρισταὶ τῆς μνήμης του:
Ὅλοι κλαῦστε. αποθαμένος
ὁ ἀρχηγός της Ἐκκλησιᾶς,
κλαῦστε, κλαῦστε. κρεμασμένος
ὡσὰν νάτανε φονιὰς
Ἔχει ὀλάνοικτο τὸ στόμα
π’ ὧρες πρῶτα εἶχε γευθῆ
τ’ Ἅγιον Αἷμα, τ’ Ἅγιον Σῶμα
λὲς πὼς δὲ θὰ ξαναβγῆ
ἡ κατάρα ποὺ εἶχε ἀφήσει
λίγο πρὶν ἀδικηθῆ
εἰς ὁποῖον δὲν πολεμήσει
καὶ ἠμπορεῖ νὰ πολεμῆ.
Τὴν ἀκούω, βροντάει, δὲν παύει
εἰς τὸ πέλαγος, εἰς τὴν γῆ
καὶ μουγκρίζοντας ἀνάβει
τὴν αἰώνια ἀστραπή.
Καὶ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ γίνει ἄλλως, παρὰ νὰ ἀποδώσουν οἱ δύο ἐθνικοί μας ποιηταὶ τὸ ἐμπεδωμένο στὴ συνείδηση τοῦ λαοῦ ὑψηλὸ αἴσθημα ἐκτιμήσεως τῆς θυσίας τοῦ πατριάρχου, τὸ ὁποῖο περιέργως παρασιωποῦν οἱ δῆθεν ἐν ὀνόματι τοῦ λαοῦ ἀγωνιζόμενοι, σὲ ἄλλους ὅμως κυρίους δουλεύοντες κονδυλοφόροι.
12. Οἱ τιμὲς τῆς Ρωσίας καὶ τῆς Ἑλλάδος πρὸς τὸ λείψανο τοῦ πατριάρχου
Μετὰ τὸν ἀπαγχονισμὸ ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες ἔμεινε τὸ ἅγιο σκήνωμα τοῦ ἐθνομάρτυρος στὰ χέρια τοῦ ἀγρίου ὄχλου καὶ τῶν Ἑβραίων, μέχρις ὅτου στὶς 13 Ἀπριλίου τὸ ἔρριξαν στὴ θάλασσα τοῦ Κερατίου κόλπου. Τὸ Σάββατο τοῦ Θωμά, 16 Ἀπριλίου, ἀνέλπιστα
προσκολλήθηκε στὸ πλοῖο τοῦ ἐκ Κεφαλληνίας Νίκ. Σκλάβου καὶ μέσα στὴ γενική του
πληρώματος συγκίνηση μεταφέρθηκε στὴν Ὀδησσό. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἀρχίζει ἡ θαυμαστὴ ἱστορία τῆς ἀποδόσεως πρωτοφανῶν στὸ λείψανο τοῦ πατριάρχου
τιμῶν. Ὁ Γρηγόριος ξεφεύγει πλέον ἀπὸ τὰ πλαίσια τῶν ἀνθρωπίνων
νόμων, τῆς ἀνθρωπίνης ἐκτιμήσεως, καὶ εἰσάγεται ἀπὸ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ στὰ ἅγια τῶν ἁγίων του Γένους. Ἀντὶ τῶν χλευασμῶν καὶ τῆς
καταφρόνιας ποὺ ἐδοκίμασε ζῶν, ἀπολαμβάνει τώρα νεκρὸς τὶς τιμὲς ποὺ τοῦ ἄξιζαν.
Συνεγείρεται ἡ Ὀδησσὸς στὸ ἄκουσμα ὅτι ἔρχεται τὸ λείψανο τοῦ πατριάρχου. Ἡ αὐτοκρατορικὴ Ὀρθόδοξη Ρωσία σὲ συμφωνία μὲ τὸ λαϊκὸ αἴσθημα ὀργάνωσε τὴν ὑποδοχὴ καὶ ἐτίμησε τὸ λείψανο, ὅπως ταιρίαζε στὸν οἰκουμενικό της Ὀρθοδοξίας πατριάρχη. Στὴν Ὀδησσὸ ἐξεφώνησε δύο θαυμασίους πρὸς τὸν πατριάρχη λόγους, ἐπικήδειο καὶ μετὰ ἕνα χρόνο ἐπιμνημόσυνο, ὁ μεγάλος ρήτωρ καὶ διδάσκαλος τοῦ Γένους Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος ὁ ἐξ Οἰκονόμων9. Ὁ πρῶτος ἀρχίζει ὡς ἑξῆς:
Ἔμελλες ἄρα, Παναγιώτατε Πατριάρχα Γρηγόριε, ἀφ’ οὐ μοὶ ἔδωκας πολλᾶς πολλῶν λόγων ὑποθέσεις καὶ ἀφορμᾶς, ἔμελλες τέλος νὰ κινήσης την ασθενή μου γλώσσαν καὶ εἰς ἐπιτάφιον λόγον σου.
Πενήντα χρόνια ἀργότερα, τὸ ἐλεύθερο πλέον ἑλληνικό κρατος ενεκρινε μὲ ἀπόφαση τῆς Βουλῆς αἴτημα τοῦ μητροπολίτου Ἀθηνῶν Θεοφίλου, τὸ 1871, νὰ μεταφερθοῦν ἀπὸ τὴ Ρωσία τὰ λείψανα τοῦ πατριάρχου στὴν ἐλεύθερη πατρίδα, διότι, ὅπως ἐγράφετο, «ἡ ἐθνικὴ εὐγνωμοσύνη ἐπιβάλλει ἠμὶν τὸ ἱερὸν καθῆκον νὰ ἐκπληρώσωμεν ἤδη τὸν ἁγνὸν καὶ φυσικὸν τοῦτον πόθον τῆς ἁγίας ἐκείνης ψυχῆς»10.
Πολυμελὴς ἀντιπροσωπεία ἐπιβιβασθεῖσα στὸ πλοῖο «Βυζάντιον» ἔφθασε στὴν Ὀδησσό, ὅπου ἐπὶ τὴ ἀναχωρήσει τοῦ λειψάνου ἐπανελήφθησαν οἱ λαμπρὲς τελετές, ποὺ ἔλαβαν χώρα κατὰ τὴν ἄφιξή του. Στὴν Ἀθήνα ἦταν συγκινητικὴ στὸ ἔπακρο καὶ πάνδημη ἡ ὑποδοχή. Εἶχαν φθάσει στὸν Πειραιὰ στὶς 14 Ἀπριλίου τοῦ 1871. Οἱ βασιλεῖς, ἡ ἱερὰ σύνοδος, ἡ κυβέρνηση, καὶ πλήθη παραληροῦντος λαοῦ ἀπέδωσαν τιμὲς καὶ ὑποδέχθηκαν σὲ ἐλεύθερο ἔδαφος τὸν πρωτομάρτυρα τῆς ἐλευθερίας, ὅπως προφητικὰ καὶ πάλι εἶχε προβλέψει. Τὸ λείψανο τοποθετήθηκε στὸν μητροπολιτικὸ ναὸ Ἀθηνῶν, ὅπου βρίσκεται μέχρι σήμερα, τὸ ἑπόμενο δὲ ἔτος ἐπανελήφθησαν οἱ τιμητικὲς ἐκδηλώσεις, ὅταν ἔγινε ἡ ἀποκάλυψη τοῦ ἀνδριάντος στὰ προπύλαια τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ὅποτε ἀπήγγειλε, τὸ συγκλονιστικό του ποίημα ὁ Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης. Ἔτσι ὅπως παρατηρεῖ στὴν ἐξαίρετη γιὰ τὸν πατριάρχη μονογραφία τοῦ ὁ Τάκης Κανδηλῶρος:
Τὸν πατριάρχην ἐστέγασε νεκρὸν ἡ ἀγάπη συμπάσης της Ὀρθοδοξίας. τους ἐμπτυσμοὺς τοῦ σεπτοῦ προσώπου τοῦ ἐκάθηρε τὸ αἷμα τόσων χιλιάδων Τούρκων, πεσόντων ἐν τῷ ἑλληνικῶ ἀγώνι. Ἡ πανελλήνιος Μούσα τῷ ἔψαλλε τόσα θούρια, μία μεγάλη αὐτοκρατορία τῷ ἀπένειμεν ὑπερόχους επικηδειους τιμᾶς, τὸ δὲ ἐλεύθερον Ἑλληνικὸν Κράτος τὸν ὑπεδέχθη καὶ τὸν ἐνεθρόνισε ἐσαεὶ εἰς τὸ ἄφθιτον Πάνθεον τῶν ἑλληνικῶν καρδιών11.
Ἐπιστέγασμα δὲ αὐτῆς τῆς τιμῆς ἦταν ἡ ἀπόφαση τῆς Ι. Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία συνελθοῦσα στὶς 8 Ἀπριλίου τοῦ 1921 εἰς ἔκτακτον συνεδρίαν ἀποφάσισε τὴν ἔνταξη τοῦ Γρηγορίου εἰς τὸ ἁγιολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας12με ἀφορμὴ τὴ συμπλήρωση ἐκατονταετίας ἀπὸ τοῦ μαρτυρικοῦ του θανάτου, ἐνῶ τὸ ἴδιο ἔτος ὁ σοφὸς καθηγητὴς Χρ. Ἀνδροῦτσος ἐξεφώνησε θαυμάσιο πανηγυρικὸ ποὺ τὸν δημοσιεύσαμε στὸ ἀνθολόγιο τοῦ σχετικοῦ μὲ τὸν πατριάρχη ἔργου μας. Ἡ πράξη τῆς ἱερᾶς συνόδου μεταξὺ ἄλλων λέγει:
Ὀρθῶς ἔγνω συνευδοκοῦντος καὶ τοῦ συμπαρισταμένου κατ’ αὐτὴν πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Φωτίου καθιερωθῆναι ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἐπισήμως τὴν ἕως τοῦδε αὐθορμήτως ἀναφερομένην τιμὴν τῷ ἀοιδίμω Ἀρχιεπισκόπω Κωνσταντινουπόλεως καὶ Οἰκουμενικῶ Πατριάρχη Γρηγορίω τῷ δὶ’ ἀγχόνης ὑπὲρ Χριστοῦ καὶ τοῦ ποιμνίου μεμαρτυρηκότι τὴ ἰ’ Ἀπριλίου τοῦ σωτηρίου ἔτους ,ἀωκα’ καὶ συντετάχθαι τοῦ λοιποῦ τὸ ἱερὸν αὐτοῦ ὄνομα ἐν ταῖς μνήμαις τῶν κηρύκων, εὐαγγελιστῶν, μαρτύρων, ὁμολογητῶν, ἐγκρατευτῶν, ἱερομαρτύρων, ὠς αγίου ἑορταζομένου ἐν πάσι τοῖς ἱεροῖς ναοῖς τῆς ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα πάσαν Ἐκκλησίας αὐτὴ δὲ τὴ ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου, τὴ δεκάτη δῆλον ὅτι Ἀπριλίου παντὸς ἔτους, εἰς αἰώνα τὸν ἅπαντα εἰς δόξαν τοῦ ἁγιάσαντος αὐτὸν οὐρανίου τῆς Ἐκκλησίας Νυμφίου, μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἐπίλογος
Συνεγείρεται ἡ Ὀδησσὸς στὸ ἄκουσμα ὅτι ἔρχεται τὸ λείψανο τοῦ πατριάρχου. Ἡ αὐτοκρατορικὴ Ὀρθόδοξη Ρωσία σὲ συμφωνία μὲ τὸ λαϊκὸ αἴσθημα ὀργάνωσε τὴν ὑποδοχὴ καὶ ἐτίμησε τὸ λείψανο, ὅπως ταιρίαζε στὸν οἰκουμενικό της Ὀρθοδοξίας πατριάρχη. Στὴν Ὀδησσὸ ἐξεφώνησε δύο θαυμασίους πρὸς τὸν πατριάρχη λόγους, ἐπικήδειο καὶ μετὰ ἕνα χρόνο ἐπιμνημόσυνο, ὁ μεγάλος ρήτωρ καὶ διδάσκαλος τοῦ Γένους Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος ὁ ἐξ Οἰκονόμων9. Ὁ πρῶτος ἀρχίζει ὡς ἑξῆς:
Ἔμελλες ἄρα, Παναγιώτατε Πατριάρχα Γρηγόριε, ἀφ’ οὐ μοὶ ἔδωκας πολλᾶς πολλῶν λόγων ὑποθέσεις καὶ ἀφορμᾶς, ἔμελλες τέλος νὰ κινήσης την ασθενή μου γλώσσαν καὶ εἰς ἐπιτάφιον λόγον σου.
Πενήντα χρόνια ἀργότερα, τὸ ἐλεύθερο πλέον ἑλληνικό κρατος ενεκρινε μὲ ἀπόφαση τῆς Βουλῆς αἴτημα τοῦ μητροπολίτου Ἀθηνῶν Θεοφίλου, τὸ 1871, νὰ μεταφερθοῦν ἀπὸ τὴ Ρωσία τὰ λείψανα τοῦ πατριάρχου στὴν ἐλεύθερη πατρίδα, διότι, ὅπως ἐγράφετο, «ἡ ἐθνικὴ εὐγνωμοσύνη ἐπιβάλλει ἠμὶν τὸ ἱερὸν καθῆκον νὰ ἐκπληρώσωμεν ἤδη τὸν ἁγνὸν καὶ φυσικὸν τοῦτον πόθον τῆς ἁγίας ἐκείνης ψυχῆς»10.
Πολυμελὴς ἀντιπροσωπεία ἐπιβιβασθεῖσα στὸ πλοῖο «Βυζάντιον» ἔφθασε στὴν Ὀδησσό, ὅπου ἐπὶ τὴ ἀναχωρήσει τοῦ λειψάνου ἐπανελήφθησαν οἱ λαμπρὲς τελετές, ποὺ ἔλαβαν χώρα κατὰ τὴν ἄφιξή του. Στὴν Ἀθήνα ἦταν συγκινητικὴ στὸ ἔπακρο καὶ πάνδημη ἡ ὑποδοχή. Εἶχαν φθάσει στὸν Πειραιὰ στὶς 14 Ἀπριλίου τοῦ 1871. Οἱ βασιλεῖς, ἡ ἱερὰ σύνοδος, ἡ κυβέρνηση, καὶ πλήθη παραληροῦντος λαοῦ ἀπέδωσαν τιμὲς καὶ ὑποδέχθηκαν σὲ ἐλεύθερο ἔδαφος τὸν πρωτομάρτυρα τῆς ἐλευθερίας, ὅπως προφητικὰ καὶ πάλι εἶχε προβλέψει. Τὸ λείψανο τοποθετήθηκε στὸν μητροπολιτικὸ ναὸ Ἀθηνῶν, ὅπου βρίσκεται μέχρι σήμερα, τὸ ἑπόμενο δὲ ἔτος ἐπανελήφθησαν οἱ τιμητικὲς ἐκδηλώσεις, ὅταν ἔγινε ἡ ἀποκάλυψη τοῦ ἀνδριάντος στὰ προπύλαια τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ὅποτε ἀπήγγειλε, τὸ συγκλονιστικό του ποίημα ὁ Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης. Ἔτσι ὅπως παρατηρεῖ στὴν ἐξαίρετη γιὰ τὸν πατριάρχη μονογραφία τοῦ ὁ Τάκης Κανδηλῶρος:
Τὸν πατριάρχην ἐστέγασε νεκρὸν ἡ ἀγάπη συμπάσης της Ὀρθοδοξίας. τους ἐμπτυσμοὺς τοῦ σεπτοῦ προσώπου τοῦ ἐκάθηρε τὸ αἷμα τόσων χιλιάδων Τούρκων, πεσόντων ἐν τῷ ἑλληνικῶ ἀγώνι. Ἡ πανελλήνιος Μούσα τῷ ἔψαλλε τόσα θούρια, μία μεγάλη αὐτοκρατορία τῷ ἀπένειμεν ὑπερόχους επικηδειους τιμᾶς, τὸ δὲ ἐλεύθερον Ἑλληνικὸν Κράτος τὸν ὑπεδέχθη καὶ τὸν ἐνεθρόνισε ἐσαεὶ εἰς τὸ ἄφθιτον Πάνθεον τῶν ἑλληνικῶν καρδιών11.
Ἐπιστέγασμα δὲ αὐτῆς τῆς τιμῆς ἦταν ἡ ἀπόφαση τῆς Ι. Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία συνελθοῦσα στὶς 8 Ἀπριλίου τοῦ 1921 εἰς ἔκτακτον συνεδρίαν ἀποφάσισε τὴν ἔνταξη τοῦ Γρηγορίου εἰς τὸ ἁγιολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας12με ἀφορμὴ τὴ συμπλήρωση ἐκατονταετίας ἀπὸ τοῦ μαρτυρικοῦ του θανάτου, ἐνῶ τὸ ἴδιο ἔτος ὁ σοφὸς καθηγητὴς Χρ. Ἀνδροῦτσος ἐξεφώνησε θαυμάσιο πανηγυρικὸ ποὺ τὸν δημοσιεύσαμε στὸ ἀνθολόγιο τοῦ σχετικοῦ μὲ τὸν πατριάρχη ἔργου μας. Ἡ πράξη τῆς ἱερᾶς συνόδου μεταξὺ ἄλλων λέγει:
Ὀρθῶς ἔγνω συνευδοκοῦντος καὶ τοῦ συμπαρισταμένου κατ’ αὐτὴν πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Φωτίου καθιερωθῆναι ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἐπισήμως τὴν ἕως τοῦδε αὐθορμήτως ἀναφερομένην τιμὴν τῷ ἀοιδίμω Ἀρχιεπισκόπω Κωνσταντινουπόλεως καὶ Οἰκουμενικῶ Πατριάρχη Γρηγορίω τῷ δὶ’ ἀγχόνης ὑπὲρ Χριστοῦ καὶ τοῦ ποιμνίου μεμαρτυρηκότι τὴ ἰ’ Ἀπριλίου τοῦ σωτηρίου ἔτους ,ἀωκα’ καὶ συντετάχθαι τοῦ λοιποῦ τὸ ἱερὸν αὐτοῦ ὄνομα ἐν ταῖς μνήμαις τῶν κηρύκων, εὐαγγελιστῶν, μαρτύρων, ὁμολογητῶν, ἐγκρατευτῶν, ἱερομαρτύρων, ὠς αγίου ἑορταζομένου ἐν πάσι τοῖς ἱεροῖς ναοῖς τῆς ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα πάσαν Ἐκκλησίας αὐτὴ δὲ τὴ ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου, τὴ δεκάτη δῆλον ὅτι Ἀπριλίου παντὸς ἔτους, εἰς αἰώνα τὸν ἅπαντα εἰς δόξαν τοῦ ἁγιάσαντος αὐτὸν οὐρανίου τῆς Ἐκκλησίας Νυμφίου, μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἐπίλογος
Οἱ
ὑβρισταὶ καὶ χλευασταὶ τῆς ζωῆς καὶ τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου
πατριάρχου καὶ ἄλλων μορφῶν τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ γένους δὲν εἶναι πλέον ἐκ τῶν ξένων καὶ ἀλλοτρίων ἀλλὰ ἰδικοί μας, ὁμόφυλοι καὶ ὁμόθρησκοι. Ἡ εὐθύνη ὅλων μας εἶναι τώρα μεγαλυτέρα. Εἶναι τόση ἡ διάβρωση, ὑπὸ τὸ πρόσχημα
μίας προοδευτικῆς καὶ φωτισμένης καὶ ἀνεξάρτητης δῆθεν ἐπιστήμης, ὥστε, ἐνῶ δὲν εἶχε κοπάσει ἀκόμη ὁ ἀπόηχος ἀπὸ τὶς ἐκδηλώσεις γιὰ τὰ 150 χρόνια ἀπὸ τὴν ἐθνεγερσία, ποὺ ὀργανώθηκαν τὸ 1971, βρέθηκε δυστυχῶς καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς, ὁ ὁποῖος συνέγραψε
δυσφημιστικὸν καὶ ἀσεβὲς ἔργο γιὰ τὸν πατριάρχη Γρηγόριο Ἐ’13.
Ἤσαν σπάνιοι παλαιότερα οἱ ὑβρισταὶ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ κλήρου, τόσο δὲ ἀποκομμένοι ἀπὸ τὸ κοινὸ αἴσθημα, ὥστε οὔτε τὸ ὄνομά τους τολμοῦσαν νὰ θέσουν στὶς ἄκριτες καὶ ἐμπαθεῖς συγγραφές τους. Ἡ «Ἑλληνικὴ Νομαρχία», ἕνα ἐμπαθὲς καὶ ἀναξιόπιστο κείμενο, προβάλλεται τελευταία φορτικὰ ἀπὸ τὰ μέσα ἐνημερώσεως, ἐνῶ ἀγνοοῦνται δεκάδες συγγραφῶν καὶ ἀπομνημονευμάτων τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ 21. Ἕνας λόγιος παλαιότερα, ὁ Ροΐδης, ἐτόλμησε νὰ χλευάσει τὴν Ἐκκλησία, εἰσέπραξε ὅμως τὴν γενική του λαοῦ καὶ τῶν λογίων κατακραυγή. Γιὰ τὸν ἐμποτισμένο ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς ἀρνήσεως λόγιο γράφει χαρακτηριστικὰ ὁ Σπ. Μελάς, στὴ Νεοελληνική του Λογοτεχνία (σ. 277):
«Ἕνας λαός, ποὺ μόλις ἔβγαινε ἀπὸ μία ἐπανάσταση, ποὺ ἐπιχείρησε μὲ θρησκευτικὸ αἴσθημα καὶ τὴν ἐκκλησία τοῦ ἐπὶ κεφαλῆς, σωστὸ ραχοκόκκαλο τοῦ ἐθνικοῦ σώματος, ἀπὸ κάθε ἄλλο εἶχε ἀνάγκη, παρὰ ἀπὸ τοὺς σαρκασμοὺς καὶ τὶς εἰρωνεῖες τοῦ Ροΐδη κατὰ τῆς θρησκείας καὶ τῆς Ἐκκλησίας».
Δὲν πρέπει νὰ ἐπιτρέψουμε νὰ εὐδοκιμήσουν ἡ ὕβρις, ἡ ἀγνωμοσύνη καὶ ἡ προδοσία. Ἡ δόξα τοῦ ἐθνομάρτυρος Γρηγορίου, δόξα καὶ τιμὴ τοῦ ἴδιου του ἔθνους, πρέπει νὰ προστατευθεῖ ἀπὸ τοὺς λασπολόγους ἀρνητᾶς, γιατί ἔτσι προστατεύεται καὶ ἡ ἱστορία. Εἶναι καιρὸς νὰ ἀναστήσουμε τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια, νὰ ἀποκαταστήσουμε, μαζὺ μὲ τοὺς θραυσμένους ἀνδριάντας, τὶς ἱερὲς μνῆμες τῶν μεγάλων μορφῶν τῆς ἐθνικῆς μας ἱστορίας.
[1]. Βλ. σχετικῶς τὴ μελέτη τῆς Χριστίνας Μπουλάκη-Ζήση, που αναφέρεται σὲ ἕνα συνεργάτη τοῦ πατριάρχου στὰ ἐκπαιδευτικὰ προγράμματα, τὸν Ἰλαρίωνα Σιναΐτη, καὶ δίνει συγχρόνως μία γενικὴ εἰκόνα τῆς καταστάσεως γιὰ τὴν παιδεία. Ὁ τίτλος τῆς μελέτης εἶναι. Ιλαρίων Σιναΐτης, Μητροπολίτης Τυρνοβου. Η ζωὴ και το έργο αυτου, Θεσσαλονίκη 1983. Πολὺ καλὴ εἰκόνα γιὰ τὴ συμβολὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Γρηγορίου Ἐ’ στὴν ὀργάνωση τῆς Παιδείας τοῦ Γένους δίδει ὁ Μ. Γεδεῶν, Ἡ πνευματικὴ κίνησις τοῦ Γένους κατὰ τὸν ἰη’ καὶ ἰθ' αἰώνα, Ἀθήνα 1976. Ἀπογοητευτικὴ εἶναι ἡ εἰκόνα ποὺ δίδει ἡ Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους τῆς Ἐκδοτικῆς Ἀθηνῶν, διότι στηρίζεται ἡ ἀνάλυση στὶς ἀπόψεις τῶν «διαφωτιστῶν», τῶν παλαιῶν καὶ νέων ὀπαδῶν τοῦ Ἀδάμ. Κοραή. Γράφει ο Μ. Γεδεῶν (ἐνθ’ ἀνωτ., σέλ. 292-223). «Τὴν ὑπὲρ τῶν γραμμάτων καὶ σχολείων φροντίδα καὶ ἐποπτείαν ταύτην ἡ Μ. Ἐκκλησία ἤσκει οὐχὶ συνιστώσα μόνον, οὐχὶ τὴν ἵδρυσιν εὐλογοῦσα, ἀλλὰ καὶ παρακελευομένη πρὸς σπουδὴν τῶν γραμμάτων καὶ παρορμώσα πρὸς ἐπανίδρυσιν ἐκπαιδευτηρίου τινὸς ὑπὸ χρονικῆς ἐπηρείας εἰς νάρκωσιν περιπεσόντος. Οὕτως ἐφρόντισε περὶ τῆς ἀνασυστάσεως τῆς ἐν τῷ παρελθόντι αἰώνι τοσούτον κλέος ἀραμένης ἀθωνιάδος ἀκαδημίας, τῷ μὲν 1800 διὰ τῆς εἰς Ἅγιον Ὅρος ἑξαρχικὴς ἀποστολῆς τοῦ ἐπισκόπου Σταγὼν Παϊσίου τοῦ Θεσσαλοῦ, πρὸ πεντήκοντα δὲ σχεδὸν ἐτῶν ἐπὶ τῆς πρώτης πατριαρχείας τοῦ ἀειμνήστου Γερμανοῦ Δ’ τοῦ ἀπὸ Δέρκων, διὰ γραμμάτων ἰδιωτικῶν καὶ ἐπισήμων. Διὰ τοιούτων ἐγκυκλίων ὁ πατριάρχης Γρηγόριος Ἐ’ ὁ ἀπὸ Σμύρνης ἐν τὲ τὴ δευτέρα καὶ τὴ τρίτη αὐτοῦ πατριαρχεῖα συνεβούλευε καὶ προέτρεπε καὶ πρὸς ἵδρυσιν ἐκπαιδευτηρίων, καὶ πρὸς ὀρθὴν ἐκπαίδευσιν, νουθετῶν μετὰ τῆς περὶ αὐτὸν ἱερᾶς συνόδου, ὅπως ἀποφεύγωσιν οἱ μαθηταὶ καὶ διδάσκαλοι τὰς τότε ἐπιπολαζούσας ἐτεροδιδασκαλίας, ἀποτρέπων ἀπὸ τῆς μακρᾶς σπουδῆς ἐπιστημῶν τίνων, ἂς ἐδίδασκον ἄνθρωποι, ἡ σπουδάσαντες ἐπιπολαίως ἐν τὴ Δύσει, ἢ παρασυρόμενοι ὑπὸ τοῦ διασυρίζοντος ἠδέως πνεύματος τῆς μεγάλης Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως». Διὰ τὸν ἐπιθυμοῦντα νὰ μελετήση τὰ τῆς Τουρκοκρατίας καὶ τῆς συμβολῆς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀπαραίτητες εἴναι οι πολλες ἀμερόληπτες ἱστορικὲς μελέτες τοῦ Τ. Γριτσοπούλου.
2. Ανάλυση κριτικὴ γιὰ τὴν εὐθύνη τῆς πολιτικῆς ἡγεσίας της τότε ἐποχῆς βλ. Θ. Ζήση, Γεννάδιος Β’ Σχολάριος, Βίος-συγγράμματα-διδασκαλία, Θεσσαλονίκη 1981, σέλ. 186 κ.ε.
3. Περὶ τῶν Φαναριωτῶν γράφει μὲ θαυμασμὸ ὁ Ἐπαμ. Σταματιάδης, Βιογραφίαι τῶν Ἑλλήνων Μεγάλων Διερμηνέων τοῦ Ὀθωμανικοῦ Κράτους, Ἀθήνα 1865, Θεσσαλονίκη 1973, ὑπὸ Π. Πουρναρά, σέλ. 14-15. «Φαναριῶται! ὄνομα προφερόμενον σήμερον παρὰ τινῶν ἀγνοούντων ἢ μὴ ἐπισταμένως μελετησάντων τὴν πάτριον ἱστορίαν μετὰ φρίκης! Φαναριῶται! ὄνομα θεωρούμενον σήμερον παρὰ πολλῶν ὡς συνώνυμόν της χαμερπείας, ἰταμότητος καὶ πάσης κακοηθείας. Καὶ ὅμως, ἂν ἤμεθα δίκαιοι, ὀφείλομεν νὰ θαυμάσωμεν τοὺς μεγάλους ἐκείνους ἄνδρας, οἵτινες ἐνῶ ὅλη ἡ Ἑλλὰς ἐκοιμάτο τὸν βαρύν της δουλείας καὶ ἀπαιδευσίας ὕπνον, μόνοι ἀντεπροσώπευον τὴν ἑλληνικὴν εὐφυΐαν, ἐκράτουν ἐν τὴ παλάμη τῶν τὴν τύχην ἀχανοῦς αὐτοκρατορίας, ἐκόλαζον τὰς κατὰ τῶν ὁμογενῶν τῶν ἀγρίας ὀρέξεις τοῦ φανατισμοῦ καὶ τῆς βαρβαρότητος, ἐκαλλιέργησαν τὰς Μούσας διὰ τρόπου ἀξιοθαυμάστου, προσέφεραν δείγματα πατριωτισμοῦ καταπληκτικοῦ, καὶ διὰ τοῦ αἵματος αὐτῶν ἐξηγίασαν βίον ἐθνικὸν καὶ ἀμώμητον. Ἴσως καὶ μεταξὺ αὐτῶν εὑρέθησαν τινὲς ἔχοντες ἐλλείψεις (καὶ τὶς ἄνθρωπος ὁ μὴ ἔχων τοιαύτας!) ἀλλ’ αἳ ἐλλείψεις αὖται ἐξαφανίζονται ἐν τὴ πληθύι τῶν ἀρετῶν, οὐδὲ δύναται νὰ μὴ συνομολογήση τὶς ὅτι μέρος τῆς ἐθνικῆς της ὑπάρξεως ὀφείλει ἡ Ἑλλὰς εἰς τοὺς λεγομένους Φαναριώτας».
4. Δημοσιεύθηκε πρόσφατα στὸν τύπο ὅτι ὁ πάπας Παῦλος ὁ ΣΤ’ ἀποκατέστησε ἐπὶ τέλους στὴ συνείδηση τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν τὰ θύματα τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως, ἀνακηρύσσοντας σὲ ὁσίους καὶ μάρτυρες πολλοὺς κληρικοὺς καὶ μοναχοὺς ποὺ σφαγιάσθηκαν ἀπὸ τοὺς ἐπαναστάτες.
Συμπληρώνοντας σήμερα (2002) τὰ ὅσα τότε (1983) γράφαμε γιὰ τὴ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση παραθέτουμε ὅσα γράφει ὀ Russel Lewis σε ἄρθρο του ποὺ δημοσιεύθηκε στη Wall Street Journal επ’ εὐκαιρία τῆς 14ης Ἰουλίου, ἐπετείου τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως.
Τὸ ἄρθρο εἶχε τίτλο «Δὲν ὑπάρχει τίποτε νὰ γιορτάσουμε τὴν ἡμέρα τῆς κατάληψης τῆς Βαστίλλης». Ἀναδημοσιεύθηκε στὴν ἐφημερίδα «Τὸ Βῆμα», Κυριακὴ 14 Ἰουλίου 2002. Καταλήγει μὲ τὰ ἑξῆς: «Πολιτικὰ τὸ κύριο δημιούργημα τῆς Ἐπανάστασης ἦταν ἕνα κράτος πολὺ πιὸ ἀπολυταρχικὸ ἀπὸ αὐτὸ τοῦ Λουδοβίκου ΙΔ’. Οἱ ἀγρότες πραγματικὰ ἀπηλλάγησαν ἀπὸ τὶς φεουδαρχικὲς ὀφειλὲς καὶ τὴ δεκάτη καὶ πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἔγιναν κύριοί της γής τους, ἔχασαν ὅμως καὶ τὰ φεουδαρχικὰ δικαιώματά τους στὸ σιτηρέσιο καὶ στὸν θερισμό. Οἱ πλουσιώτεροι αγροτες καὶ οἱ κερδοσκόποι κέρδισαν, οἰ πιο φτωχοί αγροτες εγιναν φτωχότεροι ἀπὸ ποτέ. Καὶ βέβαια ὄλες οιταξεις ὑπέφεραν εξισου με τὶς ἐπιστρατεύσεις, ποὺ πῆραν τοὺς γιους τους γιὰ νὰ μὴ γυρίσουν ποτὲ πίσω ἢ γιὰ νὰ γυρίσουν αναπηροι. Αυτό ἦταν ἕνα βάρος πολὺ πιὸ τυραννικὸ ἀπὸ τὰ ὅσα εἶχε ἐπιβάλει τὸ σήμερα διασυρόμενο παλαιὸ καθεστὼς καὶ ἀναπαρήχθη ἀπὸ πολλά κρατη, ἐπιταχύνοντας ἔτσι τὸν κατήφορο στὸν καθολικὸ πόλεμο. Ἡ ἀπεχθέστερη κληρονομιὰ τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης δὲν ἦταν ὡστόσο αὐτή. ήταν ἡ ἀντίληψη ὅτι τὰ δύσκολα πολιτικὰ προβλήματα λύνονται καλύτερα διὰ τῆς βίας. Στὴ χειρότερη μορφὴ τῆς εἶναι ἡ θεωρία ὅτι μία ἐνάρετη ἢ πεφωτισμένη ἐλὶτ ἔχει τὸ δικαίωμα -γιὰ τὸ καλό του λαοῦ- νὰ ἐπιβάλλει τὶς ἀπόψεις της μὲ τὴν τρομοκρατία. Εἶναι μία κληρονομιὰ γιὰ τὴν ὁποία μετανιώνουμε ὅλοι σήμερα. Καλὴ ἐπέτειο!»
5. Εἶναι κατηγορηματικὸς γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ ὁ γέρος τοῦ Μωρηᾶ στὸ λόγο του πρὸς τοὺς φοιτητᾶς πάνω στὴν Πνύκα καὶ εἶναι ἀπορίας ἄξιο πῶς ξεπερνοῦν τὴ γνώμη τοῦ ὅσοι θέλουν την Ελληνικὴ Ἐπανάσταση ἐπηρεασμένη ἀπὸ τὴ Γαλλική, ταξικὸ καικοινωνικὸ κίνημα τῶν πτωχῶν ἐναντίον τῶν κοτζαμπάσηδων καὶ τῶν δεσποτάδων. Λέγει ὁ Κολοκοτρώνης. «Ἡ ἐπανάστασις ἡ ἰδική μας δὲν ὁμοιάζει μὲ καμμιὰν ἀπ’ ὄσας γίνονται τὴν σήμερον εἰς τὴν Εὐρώπην. Τῆς Εὐρώπης αἳ ἐπαναστάσεις ἐναντίον τῶν διοικήσεων τῶν εἶναι ἐμφύλιος πόλεμος. Ὁ ἐδικός μας πόλεμος ἦταν ὁ πλέον δίκαιος.ἦταν ἔθνος μὲ ἄλλο ἔθνος, ἦταν μὲ ἕνα λαὸν ὅπου ποτὲ δὲν ἠθέλησε νὰ ἀναγνωρισθῆ ὡς τοιοῦτος οὔτε νὰ ὁρκισθῆ παρὰ μόνο ὅ,τι ἔκανε ἡ βία. Οὔτε ὁ σουλτάνος ἠθέλησε ποτὲ νὰ θεωρήση τὸν ἑλληνικὸν λαόν, ἀλλ’ ὡς σκλάβους... Ὅταν ἀποφασίσαμε νὰ κάμωμε τὴν ἐπανάσταση δὲν ἐσυλλογισθήκαμε οὔτε πόσοι εἴμεθα οὔτε πῶς δὲν ἔχομε ἅρματα οὔτε ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἐβαστοῦσαν τὰ κάστρα καὶ τὰς πόλεις, οὔτε κανένας φρόνιμός μας εἶπε "ποῦ πάτε ἐδῶ νὰ πολεμήσετε μὲ σιταροκάραβα βατσέλα" ἀλλ’ ὡς μία βροχὴ ἔπεσε εἰς ὅλους ἡ ἐπιθυμία τῆς ἐλευθερίας μας, καὶ ὅλοι, καὶ ὁ κλῆρος μας καὶ οἱ προεστοὶ καὶ οἱ καπετανέοι καὶ οἱ πεπαιδευμένοι καὶ οἱ ἔμποροι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὅλοι ἐσυμφωνήσαμε εἰς αὐτὸ τὸ σκοπὸ καὶ ἐκάμαμε τὴν ἐπανάστασι». Καὶ ὁ στρατηγὸς Μακρυγιάννης διηγεῖται ἁπλοϊκὰ γιατί ἀποφάσισε νὰ ἀναμειχθεῖ στὸν ἀγώνα μὲ τὴ μύησή του στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία. Ὄχι βέβαια γιὰ νὰ κάνει κοινωνικὸ καὶ ταξικὸ ἀγώνα. Αλλ’ ἂς ἀκούσουμε τὸν ἴδιο, νὰ διηγεῖται πῶς τὸν ἐμύησε στὴν Ἑταιρεία ὁ φίλος του ιερεύς. «Κατεβάζει τὶς εἰκόνες καὶ μ’ ὁρκίζει καὶ ἀρχινάγει νὰ μὲ βάλη εἰς τὸ μυστήριον... Πῆγα στοχάστηκα καὶ τάβαλα ὅλα ὀμπρὸς καὶ σκοτωμὸν καὶ κιντύνους καὶ ἀγῶνες -θὰ τὰ πάθω διὰ τὴν λευτερίαν τῆς πατρίδος μου καὶ τῆς θρησκείας μου. Πῆγα καὶ τοῦ εἶπα. "Εἶμαι ἄξιος". Τοῦ φίλησα τὸ χέρι, ὁρκίστηκα.. Καὶ ἡ εὐχὴ τοῦ παπᾶ τοῦ εὐλογημένου καὶ τῆς πατρίδος μου καὶ θρησκείας μου, ὡς τὴν σήμερον δὲν μ' ἄφησε ὁ Θεὸς νὰ ντροπιαστῶ. Τράβηξα δεινά, πληγὲς καὶ κιντύνους, ὅμως εἶμαι καλὰ σὰν θέλει ὁ Θεός...». Καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ εἶναι ἀπορίας ἀλλὰ καὶ δακρύων ἄξιον πῶς βρίσκονται ἐκπαιδευτικοί, οἱ ὁποῖοι στὸ ἐπίσημο δελτίο τῆς ΟΛΜΕ (Μάρτης 1983) σὲ κύριο ἄρθρο μὲ τίτλο «25 Μαρτίου 1821: ἐθνικὴ λαϊκὴ ἐξέγερση» διαστρέφουν τὸ νόημα τῆς ἐπαναστάσεως λέγοντας ὅτι «τὸ αἴτημα γιὰ ἐθνικὴ ἀνεξαρτησία καὶ ὁλοκλήρωση συνδυαζόταν στενὰ μὲ τὸ αἴτημα γιὰ κοινωνικὴ δικαιοσύνη καὶ ἀποκατάσταση τῶν πλατιῶν λαϊκῶν μαζῶν, μὲ πρωτοπορία τὴν ἐξεγερμένη ἀγροτιά, ποὺ κύριος στόχος τῆς ἦταν ἡ ἀναδιανομὴ τῆς γής, τοὺς βιοτέχνες καὶ τοὺς μικρεμπόρους. Ἐμπόδιο στὰ αἰτήματα αὐτὰ ἦταν ὄχι μόνο ἡ Τουρκικὴ κυριαρχία, ἀλλὰ καὶ τὰ ντόπια φεουδαρχικὰ δεσμὰ τῶν κοτζαμπάσηδων, ποὺ ἀντιστρατεύονται ὁποιαδήποτε κοινωνικὴ ἐξέλιξη ποὺ θὰ ἔθετε σὲ κίνδυνο τὰ προνόμιά τους. Οἱ κοτσαμπάσηδες καὶ ὁ ἀνώτερος κλῆρος στὴν πλειοψηφία τους εἴτε σύρθηκαν στὴν ἐπανάσταση, γιατί δὲν μποροῦσαν νὰ κάνουν διαφορετικὰ μπροστὰ στὸ γενικὸ ξεσηκωμό, εἴτε προσχωρησαν ὑστερόβουλα ἀποβλέποντας σὲ μία νέα μορφὴ κυριαρχίας πάνω στὸν ἐπαναστατημένο λαό». Πῶς θὰ ἀναλύσουν στὰ παιδιὰ τὰ κείμενα τοῦ Κολοκοτρώνη καὶ τοῦ Μακρυγιάννη καὶ ὅλες τὶς ἐπίσημες διακηρύξεις τοῦ ἀγῶνος; Ἂς παρουσιάσουν ἕνα κείμενο ποὺ νὰ λέγει γιὰ ἐμφύλιο πόλεμο, γιὰ ταξικὸ ἀγώνα, γιὰ πάλη τῶν τάξεων, γιὰ ἀντικληρικὸ πνεῦμα.
6. Ἀπὸ τὸ μοναστήρι, ἀπὸ τὸν ἡγούμενο μαθαίνει ὁ λαὸς τὸ μυστικό του ξεσηκωμοῦ, ὅπως τραγουδᾶ ὁ ἴδιος σὲ δημοτικὸ τραγούδι. Στόχος δὲν εἶναι νὰ διώξουν τοὺς Κοτζαμπάσηδες καὶ τοὺς δεσποτάδες, ἀλλά τον αλλοθρησκο καιαλλοεθνη κατακτητη:
Κρυφὰ τὸ λένε τὰ πουλιά, κρυφὰ τὸ λὲν τ’ ἀηδόνια
κρυφὰ τὸ λέει ὁ Γούμενος ἀπὸ τὴν Ἅγια Λαύρα.
Παιδιὰ γιὰ μεταλάβετε, γιὰ ξεμολογηθῆτε,
δὲν εἲν’ ὁ περσινὸς καιρὸς κι ὁ φετεινὸς χειμώνας,
μᾶς ἢρθ’ ἡ ἄνοιξη πικρή, τὸ καλοκαίρι μαῦρο,
γιατί σηκώθη πόλεμος καὶ πολεμοῦν τοὺς Τούρκους.
Νὰ διώξουμ’ ὅλη τὴν Τουρκιὰ ἢ νὰ χαθοῦμε οὖλοι.
7. Περικλῆ Βιζουκίδη, καθηγητοὺ Πᾶν/μίου Θὲσ/νίκης, «Η Εκκλησία και ο ιερὸς ἄγων», ἐν Γρηγόριος Παλαμας 21 (1937) 141-143.
8. Ὁλόκληρο τὸ ποίημα δημοσιεύεται στὸ ἀνθολόγιο τῶν κειμένων στὸ μνημονευθὲν ἔργο μας.
9. Τὰ κείμενα δημοσιεύονται στὸ ἀνθολόγιο τοῦ μνημονευθέντος ἔργου μας.
10. Βλέπε τὸ κείμενο στὸ ἀνθολόγιο.
11. Τὸ Κανδηλώρου, ἒνθ’ ἀνωτ., σέλ. 247-248.
12. Ὁλόκληρον τὸ κείμενο τῆς συναριθμήσεως τοῦ Γρηγορίου μετὰ των αγίων της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, βλ. στὸ ἀνθολόγιο κειμένων τοῦ προαναφερθέντος ἔργου μας. Πολὺ συγκροτημένο εἶναι τὸ ἁγιολογικὸ ἄρθρο τοῦ Μπεκατώρου, στὴν Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια, ὅπου βρίσκει κανεὶς τὶς σχετικὲς πληροφορίες.
13. Πρόκειται περὶ τοῦ ἔργου τοῦ καθηγητοῦ τοῦ Θεολογικοῦ Τμήματος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Νικολάου Ζαχαροπούλου, Γρηγόριος Ε’. Σαφὴς ἔκφρασις τῆς ἐκκλησιαστικῆς πολιτικῆς ἐπὶ Τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη 1974. Εἰς τὸ τέλος τοῦ προαναφερθέντος ἔργου μας μεταξὺ τῶν κειμένων δημοσιεύομε συντριπτικὴ κριτικὴ τοῦ γνωστοῦ Ἱστορικοῦ Τ. Γριτσοπούλου, γιὰ τὸ ἀπαράδεκτο πράγματι αὐτὸ βιβλίο ἑνὸς καθηγητοῦ Θεολογικῆς Σχολῆς, ποὺ τολμᾶ νὰ ἐξευτελίζει ἐθνομάρτυρες καὶ ἁγίους της Ἐκκλησίας. Δημοσιεύονται ἐπίσης ὅσα εἶπεν ὁ γράφων (Θ. Ζήσης) στὴ συνεδρία τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς κατὰ τὴ διαδικασία ἐκλογῆς καὶ δείγματα γραφῆς τοῦ Ν. Ζαχαροπούλου. Βλ. Ἀνθολόγιο. Δημοσιεύονται ἐπίσης ὅσα εἶπε στὴ συνεδρία τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς κατὰ τὴ διαδικασία ἐκλογῆς τοῦ Ν. Ζαχαροπούλου ὡς καθηγητοὺ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς ὁ ἐκ τῶν εἰσηγητῶν σεβασμιώτατος μητροπολίτης Τυρολόης καὶ Σερεντίου Παντελεήμων Ροδοπουλος.
“ΙΕΡΑΡΧΕΣ ΕΘΝΑΡΧΕΣ”
Ἤσαν σπάνιοι παλαιότερα οἱ ὑβρισταὶ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ κλήρου, τόσο δὲ ἀποκομμένοι ἀπὸ τὸ κοινὸ αἴσθημα, ὥστε οὔτε τὸ ὄνομά τους τολμοῦσαν νὰ θέσουν στὶς ἄκριτες καὶ ἐμπαθεῖς συγγραφές τους. Ἡ «Ἑλληνικὴ Νομαρχία», ἕνα ἐμπαθὲς καὶ ἀναξιόπιστο κείμενο, προβάλλεται τελευταία φορτικὰ ἀπὸ τὰ μέσα ἐνημερώσεως, ἐνῶ ἀγνοοῦνται δεκάδες συγγραφῶν καὶ ἀπομνημονευμάτων τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ 21. Ἕνας λόγιος παλαιότερα, ὁ Ροΐδης, ἐτόλμησε νὰ χλευάσει τὴν Ἐκκλησία, εἰσέπραξε ὅμως τὴν γενική του λαοῦ καὶ τῶν λογίων κατακραυγή. Γιὰ τὸν ἐμποτισμένο ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς ἀρνήσεως λόγιο γράφει χαρακτηριστικὰ ὁ Σπ. Μελάς, στὴ Νεοελληνική του Λογοτεχνία (σ. 277):
«Ἕνας λαός, ποὺ μόλις ἔβγαινε ἀπὸ μία ἐπανάσταση, ποὺ ἐπιχείρησε μὲ θρησκευτικὸ αἴσθημα καὶ τὴν ἐκκλησία τοῦ ἐπὶ κεφαλῆς, σωστὸ ραχοκόκκαλο τοῦ ἐθνικοῦ σώματος, ἀπὸ κάθε ἄλλο εἶχε ἀνάγκη, παρὰ ἀπὸ τοὺς σαρκασμοὺς καὶ τὶς εἰρωνεῖες τοῦ Ροΐδη κατὰ τῆς θρησκείας καὶ τῆς Ἐκκλησίας».
Δὲν πρέπει νὰ ἐπιτρέψουμε νὰ εὐδοκιμήσουν ἡ ὕβρις, ἡ ἀγνωμοσύνη καὶ ἡ προδοσία. Ἡ δόξα τοῦ ἐθνομάρτυρος Γρηγορίου, δόξα καὶ τιμὴ τοῦ ἴδιου του ἔθνους, πρέπει νὰ προστατευθεῖ ἀπὸ τοὺς λασπολόγους ἀρνητᾶς, γιατί ἔτσι προστατεύεται καὶ ἡ ἱστορία. Εἶναι καιρὸς νὰ ἀναστήσουμε τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια, νὰ ἀποκαταστήσουμε, μαζὺ μὲ τοὺς θραυσμένους ἀνδριάντας, τὶς ἱερὲς μνῆμες τῶν μεγάλων μορφῶν τῆς ἐθνικῆς μας ἱστορίας.
[1]. Βλ. σχετικῶς τὴ μελέτη τῆς Χριστίνας Μπουλάκη-Ζήση, που αναφέρεται σὲ ἕνα συνεργάτη τοῦ πατριάρχου στὰ ἐκπαιδευτικὰ προγράμματα, τὸν Ἰλαρίωνα Σιναΐτη, καὶ δίνει συγχρόνως μία γενικὴ εἰκόνα τῆς καταστάσεως γιὰ τὴν παιδεία. Ὁ τίτλος τῆς μελέτης εἶναι. Ιλαρίων Σιναΐτης, Μητροπολίτης Τυρνοβου. Η ζωὴ και το έργο αυτου, Θεσσαλονίκη 1983. Πολὺ καλὴ εἰκόνα γιὰ τὴ συμβολὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Γρηγορίου Ἐ’ στὴν ὀργάνωση τῆς Παιδείας τοῦ Γένους δίδει ὁ Μ. Γεδεῶν, Ἡ πνευματικὴ κίνησις τοῦ Γένους κατὰ τὸν ἰη’ καὶ ἰθ' αἰώνα, Ἀθήνα 1976. Ἀπογοητευτικὴ εἶναι ἡ εἰκόνα ποὺ δίδει ἡ Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους τῆς Ἐκδοτικῆς Ἀθηνῶν, διότι στηρίζεται ἡ ἀνάλυση στὶς ἀπόψεις τῶν «διαφωτιστῶν», τῶν παλαιῶν καὶ νέων ὀπαδῶν τοῦ Ἀδάμ. Κοραή. Γράφει ο Μ. Γεδεῶν (ἐνθ’ ἀνωτ., σέλ. 292-223). «Τὴν ὑπὲρ τῶν γραμμάτων καὶ σχολείων φροντίδα καὶ ἐποπτείαν ταύτην ἡ Μ. Ἐκκλησία ἤσκει οὐχὶ συνιστώσα μόνον, οὐχὶ τὴν ἵδρυσιν εὐλογοῦσα, ἀλλὰ καὶ παρακελευομένη πρὸς σπουδὴν τῶν γραμμάτων καὶ παρορμώσα πρὸς ἐπανίδρυσιν ἐκπαιδευτηρίου τινὸς ὑπὸ χρονικῆς ἐπηρείας εἰς νάρκωσιν περιπεσόντος. Οὕτως ἐφρόντισε περὶ τῆς ἀνασυστάσεως τῆς ἐν τῷ παρελθόντι αἰώνι τοσούτον κλέος ἀραμένης ἀθωνιάδος ἀκαδημίας, τῷ μὲν 1800 διὰ τῆς εἰς Ἅγιον Ὅρος ἑξαρχικὴς ἀποστολῆς τοῦ ἐπισκόπου Σταγὼν Παϊσίου τοῦ Θεσσαλοῦ, πρὸ πεντήκοντα δὲ σχεδὸν ἐτῶν ἐπὶ τῆς πρώτης πατριαρχείας τοῦ ἀειμνήστου Γερμανοῦ Δ’ τοῦ ἀπὸ Δέρκων, διὰ γραμμάτων ἰδιωτικῶν καὶ ἐπισήμων. Διὰ τοιούτων ἐγκυκλίων ὁ πατριάρχης Γρηγόριος Ἐ’ ὁ ἀπὸ Σμύρνης ἐν τὲ τὴ δευτέρα καὶ τὴ τρίτη αὐτοῦ πατριαρχεῖα συνεβούλευε καὶ προέτρεπε καὶ πρὸς ἵδρυσιν ἐκπαιδευτηρίων, καὶ πρὸς ὀρθὴν ἐκπαίδευσιν, νουθετῶν μετὰ τῆς περὶ αὐτὸν ἱερᾶς συνόδου, ὅπως ἀποφεύγωσιν οἱ μαθηταὶ καὶ διδάσκαλοι τὰς τότε ἐπιπολαζούσας ἐτεροδιδασκαλίας, ἀποτρέπων ἀπὸ τῆς μακρᾶς σπουδῆς ἐπιστημῶν τίνων, ἂς ἐδίδασκον ἄνθρωποι, ἡ σπουδάσαντες ἐπιπολαίως ἐν τὴ Δύσει, ἢ παρασυρόμενοι ὑπὸ τοῦ διασυρίζοντος ἠδέως πνεύματος τῆς μεγάλης Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως». Διὰ τὸν ἐπιθυμοῦντα νὰ μελετήση τὰ τῆς Τουρκοκρατίας καὶ τῆς συμβολῆς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀπαραίτητες εἴναι οι πολλες ἀμερόληπτες ἱστορικὲς μελέτες τοῦ Τ. Γριτσοπούλου.
2. Ανάλυση κριτικὴ γιὰ τὴν εὐθύνη τῆς πολιτικῆς ἡγεσίας της τότε ἐποχῆς βλ. Θ. Ζήση, Γεννάδιος Β’ Σχολάριος, Βίος-συγγράμματα-διδασκαλία, Θεσσαλονίκη 1981, σέλ. 186 κ.ε.
3. Περὶ τῶν Φαναριωτῶν γράφει μὲ θαυμασμὸ ὁ Ἐπαμ. Σταματιάδης, Βιογραφίαι τῶν Ἑλλήνων Μεγάλων Διερμηνέων τοῦ Ὀθωμανικοῦ Κράτους, Ἀθήνα 1865, Θεσσαλονίκη 1973, ὑπὸ Π. Πουρναρά, σέλ. 14-15. «Φαναριῶται! ὄνομα προφερόμενον σήμερον παρὰ τινῶν ἀγνοούντων ἢ μὴ ἐπισταμένως μελετησάντων τὴν πάτριον ἱστορίαν μετὰ φρίκης! Φαναριῶται! ὄνομα θεωρούμενον σήμερον παρὰ πολλῶν ὡς συνώνυμόν της χαμερπείας, ἰταμότητος καὶ πάσης κακοηθείας. Καὶ ὅμως, ἂν ἤμεθα δίκαιοι, ὀφείλομεν νὰ θαυμάσωμεν τοὺς μεγάλους ἐκείνους ἄνδρας, οἵτινες ἐνῶ ὅλη ἡ Ἑλλὰς ἐκοιμάτο τὸν βαρύν της δουλείας καὶ ἀπαιδευσίας ὕπνον, μόνοι ἀντεπροσώπευον τὴν ἑλληνικὴν εὐφυΐαν, ἐκράτουν ἐν τὴ παλάμη τῶν τὴν τύχην ἀχανοῦς αὐτοκρατορίας, ἐκόλαζον τὰς κατὰ τῶν ὁμογενῶν τῶν ἀγρίας ὀρέξεις τοῦ φανατισμοῦ καὶ τῆς βαρβαρότητος, ἐκαλλιέργησαν τὰς Μούσας διὰ τρόπου ἀξιοθαυμάστου, προσέφεραν δείγματα πατριωτισμοῦ καταπληκτικοῦ, καὶ διὰ τοῦ αἵματος αὐτῶν ἐξηγίασαν βίον ἐθνικὸν καὶ ἀμώμητον. Ἴσως καὶ μεταξὺ αὐτῶν εὑρέθησαν τινὲς ἔχοντες ἐλλείψεις (καὶ τὶς ἄνθρωπος ὁ μὴ ἔχων τοιαύτας!) ἀλλ’ αἳ ἐλλείψεις αὖται ἐξαφανίζονται ἐν τὴ πληθύι τῶν ἀρετῶν, οὐδὲ δύναται νὰ μὴ συνομολογήση τὶς ὅτι μέρος τῆς ἐθνικῆς της ὑπάρξεως ὀφείλει ἡ Ἑλλὰς εἰς τοὺς λεγομένους Φαναριώτας».
4. Δημοσιεύθηκε πρόσφατα στὸν τύπο ὅτι ὁ πάπας Παῦλος ὁ ΣΤ’ ἀποκατέστησε ἐπὶ τέλους στὴ συνείδηση τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν τὰ θύματα τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως, ἀνακηρύσσοντας σὲ ὁσίους καὶ μάρτυρες πολλοὺς κληρικοὺς καὶ μοναχοὺς ποὺ σφαγιάσθηκαν ἀπὸ τοὺς ἐπαναστάτες.
Συμπληρώνοντας σήμερα (2002) τὰ ὅσα τότε (1983) γράφαμε γιὰ τὴ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση παραθέτουμε ὅσα γράφει ὀ Russel Lewis σε ἄρθρο του ποὺ δημοσιεύθηκε στη Wall Street Journal επ’ εὐκαιρία τῆς 14ης Ἰουλίου, ἐπετείου τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως.
Τὸ ἄρθρο εἶχε τίτλο «Δὲν ὑπάρχει τίποτε νὰ γιορτάσουμε τὴν ἡμέρα τῆς κατάληψης τῆς Βαστίλλης». Ἀναδημοσιεύθηκε στὴν ἐφημερίδα «Τὸ Βῆμα», Κυριακὴ 14 Ἰουλίου 2002. Καταλήγει μὲ τὰ ἑξῆς: «Πολιτικὰ τὸ κύριο δημιούργημα τῆς Ἐπανάστασης ἦταν ἕνα κράτος πολὺ πιὸ ἀπολυταρχικὸ ἀπὸ αὐτὸ τοῦ Λουδοβίκου ΙΔ’. Οἱ ἀγρότες πραγματικὰ ἀπηλλάγησαν ἀπὸ τὶς φεουδαρχικὲς ὀφειλὲς καὶ τὴ δεκάτη καὶ πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἔγιναν κύριοί της γής τους, ἔχασαν ὅμως καὶ τὰ φεουδαρχικὰ δικαιώματά τους στὸ σιτηρέσιο καὶ στὸν θερισμό. Οἱ πλουσιώτεροι αγροτες καὶ οἱ κερδοσκόποι κέρδισαν, οἰ πιο φτωχοί αγροτες εγιναν φτωχότεροι ἀπὸ ποτέ. Καὶ βέβαια ὄλες οιταξεις ὑπέφεραν εξισου με τὶς ἐπιστρατεύσεις, ποὺ πῆραν τοὺς γιους τους γιὰ νὰ μὴ γυρίσουν ποτὲ πίσω ἢ γιὰ νὰ γυρίσουν αναπηροι. Αυτό ἦταν ἕνα βάρος πολὺ πιὸ τυραννικὸ ἀπὸ τὰ ὅσα εἶχε ἐπιβάλει τὸ σήμερα διασυρόμενο παλαιὸ καθεστὼς καὶ ἀναπαρήχθη ἀπὸ πολλά κρατη, ἐπιταχύνοντας ἔτσι τὸν κατήφορο στὸν καθολικὸ πόλεμο. Ἡ ἀπεχθέστερη κληρονομιὰ τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης δὲν ἦταν ὡστόσο αὐτή. ήταν ἡ ἀντίληψη ὅτι τὰ δύσκολα πολιτικὰ προβλήματα λύνονται καλύτερα διὰ τῆς βίας. Στὴ χειρότερη μορφὴ τῆς εἶναι ἡ θεωρία ὅτι μία ἐνάρετη ἢ πεφωτισμένη ἐλὶτ ἔχει τὸ δικαίωμα -γιὰ τὸ καλό του λαοῦ- νὰ ἐπιβάλλει τὶς ἀπόψεις της μὲ τὴν τρομοκρατία. Εἶναι μία κληρονομιὰ γιὰ τὴν ὁποία μετανιώνουμε ὅλοι σήμερα. Καλὴ ἐπέτειο!»
5. Εἶναι κατηγορηματικὸς γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ ὁ γέρος τοῦ Μωρηᾶ στὸ λόγο του πρὸς τοὺς φοιτητᾶς πάνω στὴν Πνύκα καὶ εἶναι ἀπορίας ἄξιο πῶς ξεπερνοῦν τὴ γνώμη τοῦ ὅσοι θέλουν την Ελληνικὴ Ἐπανάσταση ἐπηρεασμένη ἀπὸ τὴ Γαλλική, ταξικὸ καικοινωνικὸ κίνημα τῶν πτωχῶν ἐναντίον τῶν κοτζαμπάσηδων καὶ τῶν δεσποτάδων. Λέγει ὁ Κολοκοτρώνης. «Ἡ ἐπανάστασις ἡ ἰδική μας δὲν ὁμοιάζει μὲ καμμιὰν ἀπ’ ὄσας γίνονται τὴν σήμερον εἰς τὴν Εὐρώπην. Τῆς Εὐρώπης αἳ ἐπαναστάσεις ἐναντίον τῶν διοικήσεων τῶν εἶναι ἐμφύλιος πόλεμος. Ὁ ἐδικός μας πόλεμος ἦταν ὁ πλέον δίκαιος.ἦταν ἔθνος μὲ ἄλλο ἔθνος, ἦταν μὲ ἕνα λαὸν ὅπου ποτὲ δὲν ἠθέλησε νὰ ἀναγνωρισθῆ ὡς τοιοῦτος οὔτε νὰ ὁρκισθῆ παρὰ μόνο ὅ,τι ἔκανε ἡ βία. Οὔτε ὁ σουλτάνος ἠθέλησε ποτὲ νὰ θεωρήση τὸν ἑλληνικὸν λαόν, ἀλλ’ ὡς σκλάβους... Ὅταν ἀποφασίσαμε νὰ κάμωμε τὴν ἐπανάσταση δὲν ἐσυλλογισθήκαμε οὔτε πόσοι εἴμεθα οὔτε πῶς δὲν ἔχομε ἅρματα οὔτε ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἐβαστοῦσαν τὰ κάστρα καὶ τὰς πόλεις, οὔτε κανένας φρόνιμός μας εἶπε "ποῦ πάτε ἐδῶ νὰ πολεμήσετε μὲ σιταροκάραβα βατσέλα" ἀλλ’ ὡς μία βροχὴ ἔπεσε εἰς ὅλους ἡ ἐπιθυμία τῆς ἐλευθερίας μας, καὶ ὅλοι, καὶ ὁ κλῆρος μας καὶ οἱ προεστοὶ καὶ οἱ καπετανέοι καὶ οἱ πεπαιδευμένοι καὶ οἱ ἔμποροι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὅλοι ἐσυμφωνήσαμε εἰς αὐτὸ τὸ σκοπὸ καὶ ἐκάμαμε τὴν ἐπανάστασι». Καὶ ὁ στρατηγὸς Μακρυγιάννης διηγεῖται ἁπλοϊκὰ γιατί ἀποφάσισε νὰ ἀναμειχθεῖ στὸν ἀγώνα μὲ τὴ μύησή του στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία. Ὄχι βέβαια γιὰ νὰ κάνει κοινωνικὸ καὶ ταξικὸ ἀγώνα. Αλλ’ ἂς ἀκούσουμε τὸν ἴδιο, νὰ διηγεῖται πῶς τὸν ἐμύησε στὴν Ἑταιρεία ὁ φίλος του ιερεύς. «Κατεβάζει τὶς εἰκόνες καὶ μ’ ὁρκίζει καὶ ἀρχινάγει νὰ μὲ βάλη εἰς τὸ μυστήριον... Πῆγα στοχάστηκα καὶ τάβαλα ὅλα ὀμπρὸς καὶ σκοτωμὸν καὶ κιντύνους καὶ ἀγῶνες -θὰ τὰ πάθω διὰ τὴν λευτερίαν τῆς πατρίδος μου καὶ τῆς θρησκείας μου. Πῆγα καὶ τοῦ εἶπα. "Εἶμαι ἄξιος". Τοῦ φίλησα τὸ χέρι, ὁρκίστηκα.. Καὶ ἡ εὐχὴ τοῦ παπᾶ τοῦ εὐλογημένου καὶ τῆς πατρίδος μου καὶ θρησκείας μου, ὡς τὴν σήμερον δὲν μ' ἄφησε ὁ Θεὸς νὰ ντροπιαστῶ. Τράβηξα δεινά, πληγὲς καὶ κιντύνους, ὅμως εἶμαι καλὰ σὰν θέλει ὁ Θεός...». Καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ εἶναι ἀπορίας ἀλλὰ καὶ δακρύων ἄξιον πῶς βρίσκονται ἐκπαιδευτικοί, οἱ ὁποῖοι στὸ ἐπίσημο δελτίο τῆς ΟΛΜΕ (Μάρτης 1983) σὲ κύριο ἄρθρο μὲ τίτλο «25 Μαρτίου 1821: ἐθνικὴ λαϊκὴ ἐξέγερση» διαστρέφουν τὸ νόημα τῆς ἐπαναστάσεως λέγοντας ὅτι «τὸ αἴτημα γιὰ ἐθνικὴ ἀνεξαρτησία καὶ ὁλοκλήρωση συνδυαζόταν στενὰ μὲ τὸ αἴτημα γιὰ κοινωνικὴ δικαιοσύνη καὶ ἀποκατάσταση τῶν πλατιῶν λαϊκῶν μαζῶν, μὲ πρωτοπορία τὴν ἐξεγερμένη ἀγροτιά, ποὺ κύριος στόχος τῆς ἦταν ἡ ἀναδιανομὴ τῆς γής, τοὺς βιοτέχνες καὶ τοὺς μικρεμπόρους. Ἐμπόδιο στὰ αἰτήματα αὐτὰ ἦταν ὄχι μόνο ἡ Τουρκικὴ κυριαρχία, ἀλλὰ καὶ τὰ ντόπια φεουδαρχικὰ δεσμὰ τῶν κοτζαμπάσηδων, ποὺ ἀντιστρατεύονται ὁποιαδήποτε κοινωνικὴ ἐξέλιξη ποὺ θὰ ἔθετε σὲ κίνδυνο τὰ προνόμιά τους. Οἱ κοτσαμπάσηδες καὶ ὁ ἀνώτερος κλῆρος στὴν πλειοψηφία τους εἴτε σύρθηκαν στὴν ἐπανάσταση, γιατί δὲν μποροῦσαν νὰ κάνουν διαφορετικὰ μπροστὰ στὸ γενικὸ ξεσηκωμό, εἴτε προσχωρησαν ὑστερόβουλα ἀποβλέποντας σὲ μία νέα μορφὴ κυριαρχίας πάνω στὸν ἐπαναστατημένο λαό». Πῶς θὰ ἀναλύσουν στὰ παιδιὰ τὰ κείμενα τοῦ Κολοκοτρώνη καὶ τοῦ Μακρυγιάννη καὶ ὅλες τὶς ἐπίσημες διακηρύξεις τοῦ ἀγῶνος; Ἂς παρουσιάσουν ἕνα κείμενο ποὺ νὰ λέγει γιὰ ἐμφύλιο πόλεμο, γιὰ ταξικὸ ἀγώνα, γιὰ πάλη τῶν τάξεων, γιὰ ἀντικληρικὸ πνεῦμα.
6. Ἀπὸ τὸ μοναστήρι, ἀπὸ τὸν ἡγούμενο μαθαίνει ὁ λαὸς τὸ μυστικό του ξεσηκωμοῦ, ὅπως τραγουδᾶ ὁ ἴδιος σὲ δημοτικὸ τραγούδι. Στόχος δὲν εἶναι νὰ διώξουν τοὺς Κοτζαμπάσηδες καὶ τοὺς δεσποτάδες, ἀλλά τον αλλοθρησκο καιαλλοεθνη κατακτητη:
Κρυφὰ τὸ λένε τὰ πουλιά, κρυφὰ τὸ λὲν τ’ ἀηδόνια
κρυφὰ τὸ λέει ὁ Γούμενος ἀπὸ τὴν Ἅγια Λαύρα.
Παιδιὰ γιὰ μεταλάβετε, γιὰ ξεμολογηθῆτε,
δὲν εἲν’ ὁ περσινὸς καιρὸς κι ὁ φετεινὸς χειμώνας,
μᾶς ἢρθ’ ἡ ἄνοιξη πικρή, τὸ καλοκαίρι μαῦρο,
γιατί σηκώθη πόλεμος καὶ πολεμοῦν τοὺς Τούρκους.
Νὰ διώξουμ’ ὅλη τὴν Τουρκιὰ ἢ νὰ χαθοῦμε οὖλοι.
7. Περικλῆ Βιζουκίδη, καθηγητοὺ Πᾶν/μίου Θὲσ/νίκης, «Η Εκκλησία και ο ιερὸς ἄγων», ἐν Γρηγόριος Παλαμας 21 (1937) 141-143.
8. Ὁλόκληρο τὸ ποίημα δημοσιεύεται στὸ ἀνθολόγιο τῶν κειμένων στὸ μνημονευθὲν ἔργο μας.
9. Τὰ κείμενα δημοσιεύονται στὸ ἀνθολόγιο τοῦ μνημονευθέντος ἔργου μας.
10. Βλέπε τὸ κείμενο στὸ ἀνθολόγιο.
11. Τὸ Κανδηλώρου, ἒνθ’ ἀνωτ., σέλ. 247-248.
12. Ὁλόκληρον τὸ κείμενο τῆς συναριθμήσεως τοῦ Γρηγορίου μετὰ των αγίων της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, βλ. στὸ ἀνθολόγιο κειμένων τοῦ προαναφερθέντος ἔργου μας. Πολὺ συγκροτημένο εἶναι τὸ ἁγιολογικὸ ἄρθρο τοῦ Μπεκατώρου, στὴν Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια, ὅπου βρίσκει κανεὶς τὶς σχετικὲς πληροφορίες.
13. Πρόκειται περὶ τοῦ ἔργου τοῦ καθηγητοῦ τοῦ Θεολογικοῦ Τμήματος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Νικολάου Ζαχαροπούλου, Γρηγόριος Ε’. Σαφὴς ἔκφρασις τῆς ἐκκλησιαστικῆς πολιτικῆς ἐπὶ Τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη 1974. Εἰς τὸ τέλος τοῦ προαναφερθέντος ἔργου μας μεταξὺ τῶν κειμένων δημοσιεύομε συντριπτικὴ κριτικὴ τοῦ γνωστοῦ Ἱστορικοῦ Τ. Γριτσοπούλου, γιὰ τὸ ἀπαράδεκτο πράγματι αὐτὸ βιβλίο ἑνὸς καθηγητοῦ Θεολογικῆς Σχολῆς, ποὺ τολμᾶ νὰ ἐξευτελίζει ἐθνομάρτυρες καὶ ἁγίους της Ἐκκλησίας. Δημοσιεύονται ἐπίσης ὅσα εἶπεν ὁ γράφων (Θ. Ζήσης) στὴ συνεδρία τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς κατὰ τὴ διαδικασία ἐκλογῆς καὶ δείγματα γραφῆς τοῦ Ν. Ζαχαροπούλου. Βλ. Ἀνθολόγιο. Δημοσιεύονται ἐπίσης ὅσα εἶπε στὴ συνεδρία τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς κατὰ τὴ διαδικασία ἐκλογῆς τοῦ Ν. Ζαχαροπούλου ὡς καθηγητοὺ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς ὁ ἐκ τῶν εἰσηγητῶν σεβασμιώτατος μητροπολίτης Τυρολόης καὶ Σερεντίου Παντελεήμων Ροδοπουλος.
“ΙΕΡΑΡΧΕΣ ΕΘΝΑΡΧΕΣ”
ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ
ΚΑΘ. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ
Ἐκδόσεις Βρυέννιος
ΚΑΘ. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ
Ἐκδόσεις Βρυέννιος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου