ΕΘΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΡΕΥΝΩΝ - ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ
ΔΙΕΘΝΗ ΣΥΜΠΟΣΙΑ 4
ΤΟ ΕΜΠΟΛΕΜΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ(9ος - 12ος αι.)
ΙΔΡΥΜΑ ΓΟΥΛΑΝΔΡΗ-ΧΟΡΝ
ΑΘΗΝΑ 1997
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΧΡΥΣΟΣ
Καθηγητής Βυζαντινής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών
ΝΟΜΟΣ ΠΟΛΕΜΟΥ (αποσπάσματα)
Έργο Δημήτρη Σκουρτέλη
Κυρίως για να αντιμετωπίσει τα νομικά ζητήματα που μπορούσαν να προκύψουν από την επαφή των πολιτών με τους εχθρούς της, η Ρώμη εισήγαγε τη διάκριση μεταξύ εχθρού-πολεμίου (hostis) και ληστού (latrunculus ή praedo). Έτσι και τα Βασιλικά υιοθετούν τον εξής ορισμό του Ουλπιανού από τους Πανδέκτες για την έννοια του εχθρού-πολεμίου:
«Πολέμιοι είσιν οι κρίνοντες προς ημάς και ημείς προς αυτούς δημόσιον πόλεμον. Οι δέ μη τοιούτοι λησταί είσι. και οι υπ' αυτών λαμβανόμενοι ουκ είσιν αιχμάλωτοι και ουδέ χρήζουσι δικαίου υποστροφής.»
Η έκφραση «δημόσιος πόλεμος» -το λατινικό κείμενο έχει το επίρρημα publice- χρησιμοποιείται στην περίπτωση αυτή προφανώς με τη σημασία του πολέμου που κηρύχθηκε επίσημα. Το αντίθετο του «δημοσίου πολέμου» είναι ο «ακήρυκτος» πόλεμος, που απαντά συχνά στις πηγές μας στην έκφραση «άσπονδος» -το αντίθετο του «ένσπονδος»- και «ακήρυκτος» πόλεμος.
Πρέπει ωστόσο να σημειώσω ότι με τον καιρό η έκφραση αυτή χάνει τη νομική-τεχνική της σημασία και φθάνει στα βυζαντινά χρόνια να σημαίνει πια τον αμείλικτο πόλεμο. Είχε βέβαια μεσολαβήσει η σταδιακή κατάργηση των τελετουργιών που κάποτε προέβλεπε το jus feriale.
Εξάλλου στα σχόλια των Βασιλικών περιελήφθη σχόλιο του αντικήνσορα Στεφάνου για την έννοια της δουλείας:
«Δουλεία δέ εστί διατύπωσις του ίουρισγενήου, ήτοι του εθνικού νόμου, καθ' ον τις υπό την έτερου δεσποτείαν παρά την φύσιν υποβάλλεται... Οί δέ δούλοι σέρβι' τη Ρωμαίων ονομάζονται γλώττη παρά το φυλάττεσθαι αυτούς. Οί γάρ αυτοκράτορες, τουτέστιν οι εν πολέμω νικώντες, ειώθασι τους αιχμαλώτους πιπράσκειν και δια την ελπίδα της πράσεως τούτους φυλάττειν και μη άνελείν.»
Έτσι έμμεσα μόνον και χάριν της ετυμολόγησης του λατινικού «σέρβι» πληροφορούμαστε ότι συνέχιζε να ισχύει το καθεστώς της δουλείας στο οποίο καταλήγουν οι αιχμάλωτοι πολέμου. Ανάλογα, σε ένα άλλο σχόλιο διαβάζουμε:
«Κατά τον ίουρισγέντιον νόμον γίνονται δοϋλοι οί από των πολεμίων αιχμάλωτοι λαμβανόμενοι ή εκ των ημετέρων τικτόμενοι θεραπαινίδων.»
Το βυζαντινό λοιπόν «εθνικόν δίκαιον» θεωρούσε ως δεδομένο και νόμιμο τον ανδραποδισμό των αιχμαλώτων πολέμου και δεν περιελάμβανε διατάξεις για την προστασία της ζωής των.
Αντίθετα, σε πολλά κεφάλαια της Συλλογής Τακτικών περιλαμβάνονται υποδείξεις από παλαιότερα εγχειρίδια, στα οποία συνιστάται η θανάτωση των αιχμαλώτων πολέμου, εάν αυτό συμφέρει στην εξέλιξη του πολέμου. Έτσι ο ανώνυμος συγγραφέας παραγγέλλει ότι αν ο στρατηγός βρεθεί σε δυσκολία και δεν κατορθώσει να πείσει τους αντιπάλους του να συμβιβασθούν
«...τους αιχμαλώτους απαντάς αφειδώς τηνικαύτα κτεινέτω.»
Εξάλλου σε άλλο κεφάλαιο καθορίζεται ότι μετά τη νίκη πρέπει μεν να χαρισθεί η ζωή στους άξιολογωτέρους τών αιχμαλώτων, «τό δέ λοιπόν συρφετώδες και χυδαίον πλήθος λιμώ και ξίφει παραδιδόναι».
Ακόμη και τα Τακτικά του Λέοντος ΣΤ ' που, όπως έδειξε ο Γ. Μιχαηλίδης-Νουάρος, περιέχουν πολλές επιεικείς διατάξεις υπό την επήρεια της χριστιανικής ηθικής, δεν προβλέπουν την προστασία της ζωής των αιχμαλώτων, αλλά στηρίζουν την εντολή της μη θανατώσεως τους σε καθαρώς ωφελιμιστικά κριτήρια επαναλαμβάνοντας τη διάταξη της Συλλογής Τακτικών:
«Τους δέ αιχμαλώτους προ του τελείως καταπαύσαι τον πόλεμον μη κτείνε, και μάλιστα τους ένδοξους και μεγάλους παρά τοις πολεμίοις όντας, ενθυμούμενος το άδηλον της τύχης και το παλίντροπον ώς έπί το πολύ της νίκης, ιν' έχης ει γε συμβή ή τών ύπο σε τινας κρατηθήναι ή κάστρου γενέσθαι ιδίου σου άλωσιν, δι ' αυτών αντικαταλλάττειν και ανακαλείσθαι, τά ώς εικός, συμβαίνοντα ηττήματα. και αντί τών πολεμίων αιχμαλώτων αναλάβης τους φίλους και συμμάχους, ει δέ μή βούλονται τούτο ποιείν οι πολέμιοι, τότε δικαίως, κατά τό ίσον άμυνον, διαχρώμενος ως βούλη επί λύπη των εναντίων.»
Αυτό το «δικαίως» του Λέοντος έχει το παράλληλο του στις διατάξεις που αναφέρονται στη διανομή των λαφύρων, τον λεγόμενο «διαμερισμόν σκύλων», για τον οποίο γίνεται ειδικός λόγος στα Τακτικά της εποχής.
Έτσι η Συλλογή Τακτικών χαρακτηρίζει τις ρυθμίσεις που προδιαγράφει για το θέμα αυτό ως παντί στρατώ νόμον. Εξάλλου οι σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας, που εισήχθησαν το πρώτον από τον Λέοντα Γ ' στην Εκλογή, αλλά ανανεώθηκαν στον Πρόχειρο Νόμο από τους Μακεδόνες αυτοκράτορες, δίνουν στους κανόνες διαμερισμού των λαφύρων ισχύ νόμου, προβλέπουν μάλιστα και το ποσοστό εκ των λαφύρων που πρέπει να εισέλθει στο κρατικό ταμείο!
Οι ιστορικές πηγές σχολιάζουν συλλήψεις αιχμαλώτων πολέμου, αλώσεις πόλεων και κατακτήσεις περιοχών με την αναγωγή τους στο «δίκαιο του πολέμου», ως ευρισκόμενες δηλαδή σε αρμονία με τον ορισμό του ius gentium του στ ' αιώνα, που περιελάμβανε την κατάκτηση πόλεων και την αιχμαλωσία. Έτσι μιμούμενες παλαιότερες ιστοριογραφικές και άλλες πηγές χρησιμοποιούν στην κατάλληλη θέση την έκφραση «νόμω πολέμου».
Π.χ. ο Ιωάννης Σκυλίτζης περιγράφει ως εξής την εκστρατεία του Ιωάννη Τζιμισκή του έτους 963 στην Κιλικία:
«Γενόμενος ό' ούτος προς πόλιν Αδαναν και πλήθος καταλαβών επίλεκτων Άγαρηνών σννειλεγμένων εκ πάσης της Κιλικίας, συμπλέκεται τούτω και τρέπεται κατά κράτος, οι μεν ουν άλλοι των Άγαρηνών νόμω πολέμον κατεκόπησαν", ενώ οι άλλοι κατέφυγαν σε έναν λόφο όπου "καταγωνισάμενος πάντας άπέσφαξε, νώτα μηδενός δεδωκότος, ώς ρεύσαι διά του πρανούς εις το πεδίον το αίμα ποταμηδόν, και από τούτου του συμπτώματος κληθήναι τον βουνόν βουνόν αίματος."
Έτσι η σφαγή των Αγαρηνών δικαιολογείται ως προβλεπόμενη από τον νόμο πολέμου. Όμοια χρησιμοποιεί την έκφραση και ο Λέων ΣΤ' στα Τακτικά αναφερόμενος στη συμπεριφορά του στρατηγού μετά την άλωση μιας πόλης: «Ληφθείσης μέντοι πολέμον νόμω της πόλεως διαλαλείτω πάσι στρατιώταις διά μανδατώρων ο στρατηγός κατά την τών πολεμίων διάλεκτον ώς μη τίνα τών πολιτών άοπλον όντα κτείνειν...».
Προφανώς στην περίπτωση αυτή η έκφραση πολέμου νόμω υπονοεί ότι η πόλη προέβαλε αντίσταση και κατακτήθηκε με τα όπλα. Είναι τόσο συνήθης η έκφραση πολέμου νόμω και μάλιστα όχι μόνο για τις πολεμικές δραστηριότητες των Βυζαντινών αλλά και όλων των αντιπάλων τους, ώστε αβίαστα βγαίνει το συμπέρασμα ότι το δίκαιο του νικητή ανάγεται σταθερά σε έναν γενικό και μη αμφισβητήσιμο κανόνα των διεθνών σχέσεων.
Κάποιες λίγες και σκόρπιες φωνές εκκλησιαστικών συγγραφέων που ζητούν το σεβασμό των αιχμαλώτων, κυρίως των χριστιανών αιχμαλώτων, την αυτοσυγκράτηση κατά τη συγκομιδή των λαφύρων και τη φιλάνθρωπη συμπεριφορά προς τον άμαχο πληθυσμό, δεν φθάνουν ποτέ στο σημείο να αμφισβητήσουν την ισχύ του «νόμου του πολέμου», του δικαίου του κατακτητή, ο οποίος με τη νίκη αποκτά αυτομάτως την κυριότητα των κατακτηθεισών περιοχών και του πληθυσμού τους, που προσμετράται στα κινητά λάφυρα του νικητή
.
Έτσι «νόμος πολέμου» σημαίνει πια λίγο-πολύ το αποτέλεσμα από τη χρήση της δύναμης των όπλων.
Το πνεύμα αυτό απηχούν και τα ρητορικά ποιήματα της εποχής. Έτσι στο ποίημα του για την Άλωση της Κρήτης, ο Θεοδόσιος ο Διάκονος επαινεί τον αυτοκράτορα Ρωμανό Β' και έμμεσα τον Νικηφόρο Φωκά για τη θανάτωση γερόντων και παιδιών, μητέρων και βρεφών.
Εξάλλου η τύφλωση ή «πήρωση» των 15.000 αιχμαλώτων στο Κλειδί από τον Βασίλειο Β' το 1014 μνημονεύεται από τις λίγες πηγές της επόμενης πενηνταετίας, που γράφουν για τον Βασίλειο, εντελώς «ψύχραιμα». Παρόλον ότι οι ιστοριογράφοι αυτοί δεν ήταν θαυμαστές του σκληρού αυτοκράτορα, αφήνουν το μέγεθος του πολεμικού αυτού εγκλήματος ασχολίαστο περιοριζόμενοι να μνημονεύσουν την αντίδραση του Σαμουήλ, που όταν τους είδε στην κατάσταση αυτή, συγκλονίσθηκε και πέθανε.
Ο αείμνηστος Διονύσιος Ζακυθηνός προσπάθησε να εξηγήσει την πράξη του Βασιλείου ως την προσήκουσα ποινή, επειδή ο Σαμουήλ δεν ήταν εξωτερικός εχθρός της αυτοκρατορίας, αλλά ένας στασιαστής-πραξικοπηματίας που με την εξέγερση του είχε διαπράξει το έγκλημα καθοσιώσεως.
Είναι ωστόσο ενδιαφέρον ότι μια πρώτη προσπάθεια να δικαιολογηθεί η πράξη με την αναγωγή στην καθοσίωση βρίσκει κανείς στην έμμετρη χρονογραφία του Εφραίμ στον 14ο αιώνα ο οποίος παρουσιάζει την πράξη του Βασιλείου με τους επόμενους στίχους:
Καθείλε δ ' ούχ ήκιστα και τυραννίδα
την τον Σαμουήλ Βουλγάρων άρχηγέτου,
και σφών δ ' άνείλε δυσαρίθμους εν μάχη.
συρρήξεως γαρ συμπεσούσης και μάχης
Μυσών εχειρώσατο χιλιοστύας
πεντάδας εις τρεις τάς ολας ποσουμένας,
ων ομματ' εξέκοψε πάντων ενδίκως.
Ο χαρακτηρισμός της εξέγερσης των Βουλγάρων υπό τον Σαμουήλ ως τυραννίδας επιτρέπει στον συγγραφέα να θεωρήσει την πράξη ως «ένδικη».
Είναι καλύτερο να σταματήσω εδώ, αφού συνοψίσω σε μια πρόταση το συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί από τα προηγούμενα: Οι πηγές τις μεσοβυζαντινής εποχής, ιστοριογραφικές και νομικές, δεν κάνουν συχνή μνεία των αρχών του ius gentium και οι αναφορές στον νόμο πολέμου, έχουν τον χαρακτήρα συμβατικών εκφράσεων.
Οι βασικές διατάξεις του «ιουρισγεντίου νόμου» διατηρούνται στα νομικά κείμενα ως αποστεωμένα υπολείμματα ενός παλαιού νομικού οικοδομήματος, ενώ το πολεμικό μένος και η σκληρότητα των αγώνων της εποχής της εποποιίας δεν άφηναν περιθώριο για ένα δίκαιο πολέμου άξιο του ονόματος του.
ΔΙΕΘΝΗ ΣΥΜΠΟΣΙΑ 4
ΤΟ ΕΜΠΟΛΕΜΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ(9ος - 12ος αι.)
ΙΔΡΥΜΑ ΓΟΥΛΑΝΔΡΗ-ΧΟΡΝ
ΑΘΗΝΑ 1997
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΧΡΥΣΟΣ
Καθηγητής Βυζαντινής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών
ΝΟΜΟΣ ΠΟΛΕΜΟΥ (αποσπάσματα)
Έργο Δημήτρη Σκουρτέλη
Κυρίως για να αντιμετωπίσει τα νομικά ζητήματα που μπορούσαν να προκύψουν από την επαφή των πολιτών με τους εχθρούς της, η Ρώμη εισήγαγε τη διάκριση μεταξύ εχθρού-πολεμίου (hostis) και ληστού (latrunculus ή praedo). Έτσι και τα Βασιλικά υιοθετούν τον εξής ορισμό του Ουλπιανού από τους Πανδέκτες για την έννοια του εχθρού-πολεμίου:
«Πολέμιοι είσιν οι κρίνοντες προς ημάς και ημείς προς αυτούς δημόσιον πόλεμον. Οι δέ μη τοιούτοι λησταί είσι. και οι υπ' αυτών λαμβανόμενοι ουκ είσιν αιχμάλωτοι και ουδέ χρήζουσι δικαίου υποστροφής.»
Η έκφραση «δημόσιος πόλεμος» -το λατινικό κείμενο έχει το επίρρημα publice- χρησιμοποιείται στην περίπτωση αυτή προφανώς με τη σημασία του πολέμου που κηρύχθηκε επίσημα. Το αντίθετο του «δημοσίου πολέμου» είναι ο «ακήρυκτος» πόλεμος, που απαντά συχνά στις πηγές μας στην έκφραση «άσπονδος» -το αντίθετο του «ένσπονδος»- και «ακήρυκτος» πόλεμος.
Πρέπει ωστόσο να σημειώσω ότι με τον καιρό η έκφραση αυτή χάνει τη νομική-τεχνική της σημασία και φθάνει στα βυζαντινά χρόνια να σημαίνει πια τον αμείλικτο πόλεμο. Είχε βέβαια μεσολαβήσει η σταδιακή κατάργηση των τελετουργιών που κάποτε προέβλεπε το jus feriale.
Εξάλλου στα σχόλια των Βασιλικών περιελήφθη σχόλιο του αντικήνσορα Στεφάνου για την έννοια της δουλείας:
«Δουλεία δέ εστί διατύπωσις του ίουρισγενήου, ήτοι του εθνικού νόμου, καθ' ον τις υπό την έτερου δεσποτείαν παρά την φύσιν υποβάλλεται... Οί δέ δούλοι σέρβι' τη Ρωμαίων ονομάζονται γλώττη παρά το φυλάττεσθαι αυτούς. Οί γάρ αυτοκράτορες, τουτέστιν οι εν πολέμω νικώντες, ειώθασι τους αιχμαλώτους πιπράσκειν και δια την ελπίδα της πράσεως τούτους φυλάττειν και μη άνελείν.»
Έτσι έμμεσα μόνον και χάριν της ετυμολόγησης του λατινικού «σέρβι» πληροφορούμαστε ότι συνέχιζε να ισχύει το καθεστώς της δουλείας στο οποίο καταλήγουν οι αιχμάλωτοι πολέμου. Ανάλογα, σε ένα άλλο σχόλιο διαβάζουμε:
«Κατά τον ίουρισγέντιον νόμον γίνονται δοϋλοι οί από των πολεμίων αιχμάλωτοι λαμβανόμενοι ή εκ των ημετέρων τικτόμενοι θεραπαινίδων.»
Το βυζαντινό λοιπόν «εθνικόν δίκαιον» θεωρούσε ως δεδομένο και νόμιμο τον ανδραποδισμό των αιχμαλώτων πολέμου και δεν περιελάμβανε διατάξεις για την προστασία της ζωής των.
Αντίθετα, σε πολλά κεφάλαια της Συλλογής Τακτικών περιλαμβάνονται υποδείξεις από παλαιότερα εγχειρίδια, στα οποία συνιστάται η θανάτωση των αιχμαλώτων πολέμου, εάν αυτό συμφέρει στην εξέλιξη του πολέμου. Έτσι ο ανώνυμος συγγραφέας παραγγέλλει ότι αν ο στρατηγός βρεθεί σε δυσκολία και δεν κατορθώσει να πείσει τους αντιπάλους του να συμβιβασθούν
«...τους αιχμαλώτους απαντάς αφειδώς τηνικαύτα κτεινέτω.»
Εξάλλου σε άλλο κεφάλαιο καθορίζεται ότι μετά τη νίκη πρέπει μεν να χαρισθεί η ζωή στους άξιολογωτέρους τών αιχμαλώτων, «τό δέ λοιπόν συρφετώδες και χυδαίον πλήθος λιμώ και ξίφει παραδιδόναι».
Ακόμη και τα Τακτικά του Λέοντος ΣΤ ' που, όπως έδειξε ο Γ. Μιχαηλίδης-Νουάρος, περιέχουν πολλές επιεικείς διατάξεις υπό την επήρεια της χριστιανικής ηθικής, δεν προβλέπουν την προστασία της ζωής των αιχμαλώτων, αλλά στηρίζουν την εντολή της μη θανατώσεως τους σε καθαρώς ωφελιμιστικά κριτήρια επαναλαμβάνοντας τη διάταξη της Συλλογής Τακτικών:
«Τους δέ αιχμαλώτους προ του τελείως καταπαύσαι τον πόλεμον μη κτείνε, και μάλιστα τους ένδοξους και μεγάλους παρά τοις πολεμίοις όντας, ενθυμούμενος το άδηλον της τύχης και το παλίντροπον ώς έπί το πολύ της νίκης, ιν' έχης ει γε συμβή ή τών ύπο σε τινας κρατηθήναι ή κάστρου γενέσθαι ιδίου σου άλωσιν, δι ' αυτών αντικαταλλάττειν και ανακαλείσθαι, τά ώς εικός, συμβαίνοντα ηττήματα. και αντί τών πολεμίων αιχμαλώτων αναλάβης τους φίλους και συμμάχους, ει δέ μή βούλονται τούτο ποιείν οι πολέμιοι, τότε δικαίως, κατά τό ίσον άμυνον, διαχρώμενος ως βούλη επί λύπη των εναντίων.»
Αυτό το «δικαίως» του Λέοντος έχει το παράλληλο του στις διατάξεις που αναφέρονται στη διανομή των λαφύρων, τον λεγόμενο «διαμερισμόν σκύλων», για τον οποίο γίνεται ειδικός λόγος στα Τακτικά της εποχής.
Έτσι η Συλλογή Τακτικών χαρακτηρίζει τις ρυθμίσεις που προδιαγράφει για το θέμα αυτό ως παντί στρατώ νόμον. Εξάλλου οι σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας, που εισήχθησαν το πρώτον από τον Λέοντα Γ ' στην Εκλογή, αλλά ανανεώθηκαν στον Πρόχειρο Νόμο από τους Μακεδόνες αυτοκράτορες, δίνουν στους κανόνες διαμερισμού των λαφύρων ισχύ νόμου, προβλέπουν μάλιστα και το ποσοστό εκ των λαφύρων που πρέπει να εισέλθει στο κρατικό ταμείο!
Οι ιστορικές πηγές σχολιάζουν συλλήψεις αιχμαλώτων πολέμου, αλώσεις πόλεων και κατακτήσεις περιοχών με την αναγωγή τους στο «δίκαιο του πολέμου», ως ευρισκόμενες δηλαδή σε αρμονία με τον ορισμό του ius gentium του στ ' αιώνα, που περιελάμβανε την κατάκτηση πόλεων και την αιχμαλωσία. Έτσι μιμούμενες παλαιότερες ιστοριογραφικές και άλλες πηγές χρησιμοποιούν στην κατάλληλη θέση την έκφραση «νόμω πολέμου».
Π.χ. ο Ιωάννης Σκυλίτζης περιγράφει ως εξής την εκστρατεία του Ιωάννη Τζιμισκή του έτους 963 στην Κιλικία:
«Γενόμενος ό' ούτος προς πόλιν Αδαναν και πλήθος καταλαβών επίλεκτων Άγαρηνών σννειλεγμένων εκ πάσης της Κιλικίας, συμπλέκεται τούτω και τρέπεται κατά κράτος, οι μεν ουν άλλοι των Άγαρηνών νόμω πολέμον κατεκόπησαν", ενώ οι άλλοι κατέφυγαν σε έναν λόφο όπου "καταγωνισάμενος πάντας άπέσφαξε, νώτα μηδενός δεδωκότος, ώς ρεύσαι διά του πρανούς εις το πεδίον το αίμα ποταμηδόν, και από τούτου του συμπτώματος κληθήναι τον βουνόν βουνόν αίματος."
Έτσι η σφαγή των Αγαρηνών δικαιολογείται ως προβλεπόμενη από τον νόμο πολέμου. Όμοια χρησιμοποιεί την έκφραση και ο Λέων ΣΤ' στα Τακτικά αναφερόμενος στη συμπεριφορά του στρατηγού μετά την άλωση μιας πόλης: «Ληφθείσης μέντοι πολέμον νόμω της πόλεως διαλαλείτω πάσι στρατιώταις διά μανδατώρων ο στρατηγός κατά την τών πολεμίων διάλεκτον ώς μη τίνα τών πολιτών άοπλον όντα κτείνειν...».
Προφανώς στην περίπτωση αυτή η έκφραση πολέμου νόμω υπονοεί ότι η πόλη προέβαλε αντίσταση και κατακτήθηκε με τα όπλα. Είναι τόσο συνήθης η έκφραση πολέμου νόμω και μάλιστα όχι μόνο για τις πολεμικές δραστηριότητες των Βυζαντινών αλλά και όλων των αντιπάλων τους, ώστε αβίαστα βγαίνει το συμπέρασμα ότι το δίκαιο του νικητή ανάγεται σταθερά σε έναν γενικό και μη αμφισβητήσιμο κανόνα των διεθνών σχέσεων.
Κάποιες λίγες και σκόρπιες φωνές εκκλησιαστικών συγγραφέων που ζητούν το σεβασμό των αιχμαλώτων, κυρίως των χριστιανών αιχμαλώτων, την αυτοσυγκράτηση κατά τη συγκομιδή των λαφύρων και τη φιλάνθρωπη συμπεριφορά προς τον άμαχο πληθυσμό, δεν φθάνουν ποτέ στο σημείο να αμφισβητήσουν την ισχύ του «νόμου του πολέμου», του δικαίου του κατακτητή, ο οποίος με τη νίκη αποκτά αυτομάτως την κυριότητα των κατακτηθεισών περιοχών και του πληθυσμού τους, που προσμετράται στα κινητά λάφυρα του νικητή
.
Έτσι «νόμος πολέμου» σημαίνει πια λίγο-πολύ το αποτέλεσμα από τη χρήση της δύναμης των όπλων.
Το πνεύμα αυτό απηχούν και τα ρητορικά ποιήματα της εποχής. Έτσι στο ποίημα του για την Άλωση της Κρήτης, ο Θεοδόσιος ο Διάκονος επαινεί τον αυτοκράτορα Ρωμανό Β' και έμμεσα τον Νικηφόρο Φωκά για τη θανάτωση γερόντων και παιδιών, μητέρων και βρεφών.
Εξάλλου η τύφλωση ή «πήρωση» των 15.000 αιχμαλώτων στο Κλειδί από τον Βασίλειο Β' το 1014 μνημονεύεται από τις λίγες πηγές της επόμενης πενηνταετίας, που γράφουν για τον Βασίλειο, εντελώς «ψύχραιμα». Παρόλον ότι οι ιστοριογράφοι αυτοί δεν ήταν θαυμαστές του σκληρού αυτοκράτορα, αφήνουν το μέγεθος του πολεμικού αυτού εγκλήματος ασχολίαστο περιοριζόμενοι να μνημονεύσουν την αντίδραση του Σαμουήλ, που όταν τους είδε στην κατάσταση αυτή, συγκλονίσθηκε και πέθανε.
Ο αείμνηστος Διονύσιος Ζακυθηνός προσπάθησε να εξηγήσει την πράξη του Βασιλείου ως την προσήκουσα ποινή, επειδή ο Σαμουήλ δεν ήταν εξωτερικός εχθρός της αυτοκρατορίας, αλλά ένας στασιαστής-πραξικοπηματίας που με την εξέγερση του είχε διαπράξει το έγκλημα καθοσιώσεως.
Είναι ωστόσο ενδιαφέρον ότι μια πρώτη προσπάθεια να δικαιολογηθεί η πράξη με την αναγωγή στην καθοσίωση βρίσκει κανείς στην έμμετρη χρονογραφία του Εφραίμ στον 14ο αιώνα ο οποίος παρουσιάζει την πράξη του Βασιλείου με τους επόμενους στίχους:
Καθείλε δ ' ούχ ήκιστα και τυραννίδα
την τον Σαμουήλ Βουλγάρων άρχηγέτου,
και σφών δ ' άνείλε δυσαρίθμους εν μάχη.
συρρήξεως γαρ συμπεσούσης και μάχης
Μυσών εχειρώσατο χιλιοστύας
πεντάδας εις τρεις τάς ολας ποσουμένας,
ων ομματ' εξέκοψε πάντων ενδίκως.
Ο χαρακτηρισμός της εξέγερσης των Βουλγάρων υπό τον Σαμουήλ ως τυραννίδας επιτρέπει στον συγγραφέα να θεωρήσει την πράξη ως «ένδικη».
Είναι καλύτερο να σταματήσω εδώ, αφού συνοψίσω σε μια πρόταση το συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί από τα προηγούμενα: Οι πηγές τις μεσοβυζαντινής εποχής, ιστοριογραφικές και νομικές, δεν κάνουν συχνή μνεία των αρχών του ius gentium και οι αναφορές στον νόμο πολέμου, έχουν τον χαρακτήρα συμβατικών εκφράσεων.
Οι βασικές διατάξεις του «ιουρισγεντίου νόμου» διατηρούνται στα νομικά κείμενα ως αποστεωμένα υπολείμματα ενός παλαιού νομικού οικοδομήματος, ενώ το πολεμικό μένος και η σκληρότητα των αγώνων της εποχής της εποποιίας δεν άφηναν περιθώριο για ένα δίκαιο πολέμου άξιο του ονόματος του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου