Τὲς ἐμάζωξε εἰς τὸ μέρος
τοῦ Τσαλόγγου τὸ ἀκρινὸ
τῆς ἐλευθεριᾶς ὁ ἔρως
καὶ τὲς ἔμπνευσε χορό.
Τέτοιο πήδημα δὲν τὸ εἶδαν
οὔτε γάμοι, οὔτε χαρές,
καὶ ἄλλες μέσα τους ἐπήδαν
ἀθωότερες ζωές
Τὰ φορέματα ἐσφυρίζαν
καὶ τὰ ξέπλεκα μαλλιά,
κάθε γύρο ποὺ ἐγυρίζαν
ἀπὸ πάνου ἔλειπε μιά.
Χωρὶς γόγγυσμα κι ἀντάρα
πάρα ἐκείνη μοναχά,
ὁποῦ ἔκαναν μὲ τὴν κάρα,
μὲ τὰ στήθια, στὰ γκρεμά.
Στὰ ἴδια ὄρη ἐγεννηθῆκαν
καὶ τὰ ἀδάμαστα παιδιά,
ποὺ τὴν σήμερο ἐχυθῆκαν
πάντα οἱ πρῶτοι στὴ φωτιά.
Το ποίημα γράφτηκε 21 χρόνια μετά την τραγωδία του Ζαλόγγου. Ο Σολωμός άντλησε τις πληροφορίες από τους Σουλιώτες -κυρίως Σουλιώτισσες- που είχαν κατακλύσει τα Επτάνησα μετά το 1803. Το 1824 πολλοί ήσαν οι επιζήσαντες. Κάποιος ή κάποιοι θα μπορούσαν να διατυπώσουν ενστάσεις για τα λεγόμενα του Σολωμού. Ότι ήσαν παραμύθια. Δεν το έπραξαν. Έτσι τα παραμύθια (με την κακή σημασία του όρου) τ’ άφησαν για κάποιες θορυβομανείς υπάρξεις τού σήμερα».
ΑπάντησηΔιαγραφή