Αθήνα, 10 Μαΐου 2013.
Του Σταύρου Βιτάλη, Προέδρου του Πατριωτικού Μετώπου.
Με βαριά καρδιά, γύρισα από τη γενέτειρα μου: Το Μάνδαλο του Νομού Πέλλας. Και μάλλον δεν είμαι ο μόνος. Είχα χρόνια να βρεθώ στο χωριό μου.
Από τότε που ο θυμός και η πίκρα γιγάντωσε μέσα μου, όταν μετά από δεκαετίες αγώνων για το δίκιο και το ψωμί της αγροτιάς, βρέθηκα στις φυλακές των Διαβατών, όπου όλοι σχεδόν, με εγκατέλειψαν. Με τους βιομήχανους και τους κομματάρχες, να παινεύονται στα χωριά της Κεντρικής Μακεδονίας πως «έκλεισαν το σκυλί τον πρόεδρο του Μαρίνου Αντύπα στη φυλακή» και τους αγρότες να συνεχίζουν αδιάφοροι, υποταγμένοι, τη δηλωτή και τη μπιρίμπα στα καφενεία.
Με τον καιρό ο θυμός καταλάγιασε, επικράτησε το «ου γαρ είδασι τι ποιούσι», οι πληγές επουλώθηκαν και το «νόστιμον ήμαρ», έγινε εσωτερική ανάγκη.
Αλίμονο όμως: Αυτό που είχα πει, οργισμένος στους δημοσιογράφους βγαίνοντας από την φυλακή, τότε το 2006 και σχεδόν 7 χρόνια μετά, πως «οι αγρότες αποφάσισαν να αυτοκτονήσουν», απλώθηκε μπροστά μου σαν μαυρόασπρη ταινία, γεμάτη σκιές και φαντάσματα.
Είδα τους φίλους μου φευγάτους, σχεδόν διωγμένους και αυτούς, απ’ την καταθλιπτική μέγγενη της αυτοκαταστροφικής μανίας των συγχωριανών-αγροτών.
Τον επαναστάτη Μάνθο, εργάτη στη Γερμανία, μόνιμο πια εκεί, να μην θέλει να ακούσει για Ελλάδα και χωριό.
Τον Λευτέρη, κορυφαίο Αρχιτέκτονα Μηχανικό, πικραμένος και αυτός, να έχει γυρίσει την πλάτη του στον τόπο που γεννηθήκαμε.
Τον Γ. λαμπρό μυαλό, ευαίσθητο, να βουλιάζει στη κατάθλιψη, «ξεφεύγοντας» στον δρόμο της πρέζας, με κατάληξη τη λάθος δόση και το θάνατο.
Το κορυφαίο ταλέντο στη μουσική, τον Αντώνη, να κλείνεται στον εαυτό του, με ένα μόνιμο αδιόρατο, θλιμμένο χαμόγελο στα μάτια.
Τον Κώστα θυμωμένο, να μην καταλαβαίνει τίποτε από όλα αυτά που γίνονται, να ψάχνει ελπίδα γυρνώντας στα παλιά, σε παλιές φωτογραφίες και θύμησες από ένα ανθρώπινο μικρόκοσμο που χάθηκε.
Την παρέα όλη, αυτήν που κάποτε «άστραπτε και βρόνταγε» γεμάτη υγεία και επανάσταση, να ψάχνει χαραμάδες διαφυγής, μέσα από τα λαγούμια των αδιεξόδων του χωριού.
Τον Ανέστη, που χρόνια και χρόνια πάλεψε, αντέχοντας περισσότερο απ’ όλους μας, πότε σαν Σύμβουλος, πότε σαν Πολιτιστικός Σύλλογος να κρατήσει το κεράκι της ελπίδας αναμμένο, μόνο του, να μουρμουρίζει στη γωνιά του καφενέ του, λέξεις πικρές, για την κατάντια, για τη μιζέρια, για το γκρίζο του χωριού.
Στο χωριό μου, μικρογραφία της Ελλάδας που κι’ αυτή πεθαίνει, οι σκοτεινοί θεοί νενίκηκαν.
Οι ασήμαντοι, οι κουτοπόνηροι, οι ιδιοτελείς, έχουν πια μόνιμα το πάνω χέρι.
Απέναντί τους δεν έχουν, καιρούς τώρα, καμιά αντίσταση. Καμιά φωνή για να θυμίζει την ομορφιά της ζωής, της δημιουργικής συνεύρεσης, της αλληλεγγύης. Καμιά συνέχεια των αγώνων για αξιοπρέπεια, ψωμί και δημοκρατία, των βασανισμένων και ξεριζωμένων Πόντιων αλλά και Ντόπιων του Μακεδονικού Αγώνα παππούδων, της Εθνικής Αντίστασης, των φυλακών και των εξοριών.
Τα προϊόντα πωλούνται σε εξευτελιστικές τιμές.
Τα τρακτέρ, δεν έχουν πετρέλαιο, να πάνε στο χωράφι.
Η ΔΕΗ, απρόσωπη και αδίστακτη, κόβει το ρεύμα στις πομόνες (άρδευση) αλλά και στα νοικοκυριά.
Καλλιέργειες πολυετείς, που έγιναν με κόπους και δάνεια δεκαετιών, ροδακινιές, βερικοκιές, δαμασκηνιές, μηλιές, ακτινιδιές, αχλαδιές, εγκαταλείπονται και μαραζώνουν.
Οι γεωπόνοι, κοράκια καταστροφικά της φύσης, πολλαπλασιάστηκαν σαν παράσιτα, πασάροντας εκβιαστικά τα πανάκριβα, σιχαμερά και δηλητηριώδη φυτοφάρμακα και λιπάσματα των πολυεθνικών.
Τα λαμόγια του χωριού, νικητές πια και πιο λαμόγια από ποτέ, τρώνε τώρα από τις σάρκες των συγχωριανών, μιας και τέλειωσαν οι επιδοτήσεις και οι αποσύρσεις.
Και η ταφόπλακα όλων, σε τούτο το χωριό που άντεξε προσφυγιές, πείνα και δυστυχία, εκτοπίσεις και πυρπολήσεις, εμφυλίους και εγκλήματα, απαντώντας στο κακό, με τον κεμεντσέ, το νταούλι και το ζουρνά, σαν τελευταία εικόνα/ανάμνηση:
Τον πολιτιστικό σύλλογο, αυτόν που με κόπια φτιάξαμε εμείς οι παλιότεροι, για να κρατήσουμε μια έστω ισχνή κλωστή σύνδεσης με αυτούς που μας άφησαν κληρονομιά, το όραμα για μια Πατρίδα ελεύθερη και ένα Λαό αξιοπρεπή, να πετά στη χωματερή, την τελευταία ελπίδα:
Σε μια σκηνή ιονεσκικού παράλογου, τα νήπια, τους έφηβους και τα παλληκάρια μας, ντυμένα με τον μονοκέφαλο ποντιακό αετό της δυναστείας των Κομνηνών, να χορεύουν στο πανηγύρι του χωριού, γκάνγκμαν, λαμπάντα και σκυλάδικα.
Είδα το χωριό μου να πεθαίνει. Να πεθαίνει μαζί με την Ελλάδα.
Έπαψα να είμαι θυμωμένος με τους συγχωριανούς μου. Γιατί θυμώνεις όταν αυτό που αγάπησες και αγαπάς, υπάρχει. Και το χωριό που ήξερα, το χωριό που γεννήθηκα, δεν υπάρχει.
Ίσως κάπου στη στάχτη του, όπως χιλιάδες χρόνια γίνονταν σε τούτον τον τόπο τον κακορίζικο, να πρέπει να γεννηθούν, τα κάρβουνα της ελπίδας.
Μα για να γενούν αλίμονο τα κάρβουνα, θέλει το δέντρο το σαπισμένο, τσεκούρι να κοπεί, φωτιά για να το κάψει.
Για να πάρουν τα όνειρα εκδίκηση. Και να σπείρουνε γενεές, στους αιώνες των αιώνων.
ΠΗΓΗ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου