Από τη Ζαγάλισα, τη φωνή των μουσουλμάνων της Θράκης
Το πρόγραμμα μουσουλμανοπαίδων της Άννας Φραγκουδάκη το οποίο ξεκίνησε με τυμπανοκρουσίες από το 1997 συνεχίζεται μέχρι σήμερα με αμφίβολα αποτελέσματα ενώ εκατομμύρια ευρώ έχουν ξοδευτεί για την υλοποίησή του.
Το βασικότερο πρόβλημα του προγράμματος είναι ότι καλλιεργεί τη διγλωσσία θεωρώντας ότι η μητρική γλώσσα όλων των μουσουλμάνων μαθητών είναι η τουρκική. Με αυτό τον τρόπο φέρεται σαν να θεωρεί την μειονότητα ως τουρκική. Έτσι αγνοείται προκλητικά η πραγματικότητα της ύπαρξης των Πομάκων και των Ρωμά και κατά συνέπεια αγνοούνται και οι διαφορετικές από την τουρκική, μητρικές γλώσσες χιλιάδων μουσουλμανόπαιδων, που είναι η πομακική και η ρωμανί.
Το πρόγραμμα επίσης θεωρεί ότι ο δάσκαλος δεν χρειάζεται να γνωρίζει την μητρική γλώσσα του παιδιού στο οποίο διδάσκει. Η αντίφαση του προγράμματος της Φραγκουδάκη φαίνεται στο ότι στο ΚΕΣΠΕΜ από το 2005 μέχρι το 2008 διδάσκονταν τα τουρκικά ως προαιρετική γλώσσα σε δασκάλους. Δηλαδή από τη μία θεωρεί όχι υποχρεωτική από την πλευρά των δασκάλων τη γνώση της μητρικής γλώσσας και από την άλλη την παρείχε ως προαιρετική επιλογή τους! Φυσικά ούτε λόγος για διδασκαλία της πομακικής στο ΚΕΣΠΕΜ.
Τελειώνοντας με το θέμα της μητρικής γλώσσας να επισημάνουμε ότι ενώ στα διαπολιτισμικά σχολεία λαμβάνεται υπόψη για την πρόσληψη εκπαιδευτικών η γνώση μιας μητρικής γλώσσας των μαθητών, κάτι τέτοιο δεν ισχύει στα μειονοτικά. Εδώ έχουμε μία απλή και τυπική συνέντευξη, που δεν λαμβάνει υπόψη της την πιθανή γνώση μιας γλώσσας των υποψήφιων δασκάλων για τα μειονοτικά, που θα ήταν ίδια με τη μητρική γλώσσα των μαθητών. Στην περίπτωση που μας ενδιαφέρει η γνώση μιας σλαβικής γλώσσας θα έπρεπε να μετρούσε υπέρ για δασκάλους που θα ήθελαν να διδάξουν στα Πομακοχώρια.
Στο επίπεδο των βιβλίων είναι εντυπωσιακό ότι τα τελευταία τέσσερα τουλάχιστον χρόνια δεν δόθηκε στην Α’ τάξη του δημοτικού βιβλίο με το ελληνικό αλφάβητο! Το πως διδάσκεται μία γλώσσα χωρίς αλφάβητο είναι κάτι που η κυρία Φραγκουδάκη θα πρέπει να το εξηγήσει. Έτσι αναγκάζονται οι δάσκαλοι και χρησιμοποιούν τα βιβλία που διδάσκονται στα δημόσια σχολεία για να διαφυλαχθούν τα αυτονόητα.
Μια ακόμη δυσκολία είναι το ότι στα μειονοτικά σχολεία με μικρό αριθμό μαθητών υπάρχει συνδιδασκαλία των τάξεων και πολλές φορές η μετάβαση από τη μία τάξη στην άλλη δεν είναι εύκολη για το μαθητή. Μαθητής που τελειώνει τη 2α τάξη είναι πιθανόν την επόμενη χρονιά να διδαχθεί τα βιβλία της 4ης τάξης και την μεθεπόμενη χρονιά τα βιβλία της 3ης τάξης. Και έτσι να έρχεται αντιμέτωπος με πληθώρα άγνωστων λέξεων στα κείμενα του βιβλίου του.
Τέλος, όσον αφορά το πρόγραμμα, να σημειωθεί ότι το 2008 ζητήθηκε με φυλλάδιο η αξιολόγηση του προγράμματος αλλά οι απαντήσεις των εκπαιδευτικών, όπως φαίνεται, δεν λήφθηκαν υπόψη των υπευθύνων.
Για την πολιτεία, που στρουθοκαμηλίζει συνεχώς για τα προβλήματα αυτά, χρειάζεται να αναφέρουμε ότι: πρώτον, θα έπρεπε να λάβει υπόψη της το ότι η στέρηση των Πομάκων μαθητών από την μητρική τους γλώσσα δυσχεραίνει κατά πολύ την πρόοδο τους στη σχολική τάξη. Τα παιδιά αναγκάζονται να μαθαίνουν πολλές ξένες γλώσσες (τουρκικά, αγγλικά, αραβικά) ενώ η γνώση της ελληνικής, ως επίσημης γλώσσας του κράτους που ζούνε, καθυστερεί και έχει ως αποτέλεσμα την δημιουργία γνωστικών προβλημάτων που εμποδίζει τα παιδιά από την ομαλή ενσωμάτωσή τους στο γυμνάσιο και στο λύκειο και κατά συνέπεια στο πανεπιστήμιο. Αποτελεί ουσιαστικά παράγοντα ανασχετικό και για την μελλοντική επαγγελματική αποκατάσταση των παιδιών αυτών.
Ενώ όσον αφορά τουρκόφωνα χωριά η πολιτεία δεν λαμβάνει υπόψη της το γεγονός ότι μέσα στα σπίτια, δεν ακούγεται παρά ελάχιστα ή καθόλου η ελληνική γλώσσα. Ο φανατισμός που προέρχεται από την προπαγάνδα των οργάνων του κεμαλισμού μέσα στην ελληνική Θράκη έχουν ως αποτελέσματα το μονοπώλιο της τουρκικής τηλεόρασης, της τουρκικής μουσικής και τη μη χρήση της ελληνικής γλώσσας. Για αυτό το λόγο η παγίωση και η μετατροπή του ολοήμερου σχολείου από προαιρετικό σε υποχρεωτικό θα βοηθούσε σε εξαιρετικό βαθμό τους μουσουλμάνους μαθητές στην βελτίωση των ελληνικών τους (όπως αποδεικνύεται και στην πράξη).
Τέλος, σε πολλά σχολεία απουσιάζουν εξειδικευμένοι εκπαιδευτικοί, όπως γυμναστές, δάσκαλοι αγγλικών και δάσκαλοι μουσικής, όπως υπάρχουν σε άλλα σχολεία. Η (εύκολη) δικαιολογία του μικρού αριθμού των μαθητών θα μπορούσε άνετα να αντικρουσθεί από το ότι στα μειονοτικά σχολεία υπάρχουν ιδιάζουσες συνθήκες, που καθιστούν αναγκαίο ένα τέτοιο μέτρο.
Άρθρο ειδικού συνεργάτη
(τεύχος 48, Δεκέμβριος 2010)
ΜΑΓΙΣΤΡΟΣ
ΜΑΓΙΣΤΡΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου