Απόσπασμα από την ανάρτηση του City-press με τίτλο :
...Στο άκουσμα του θανάτου του Ευαγόρα Παλληκαρίδη ο Δωδεκανήσιος Φώτης Βαρέλης έγραψε ένα εξαίσιο ποίημα, το οποίο ο ραδιοσταθμός της Λευκωσίας το μετέδωσε τότε ως δημοτικό κυπριακό τραγούδι. Το παραθέτω:
«Εψές πουρνό μεσάνυχτα στης φυλακής τη μάντρα
μες στης κρεμάλας τη θελιά σπαρτάραγε ο Βαγόρας.
Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δεν τ’ άκουσε κανένας.
Η μάνα του ήταν μακριά, ο κύρης τους δεμένος,
οι νιοι συμμαθητάδες του μαύρο όνειρο δεν είδαν,
η νια που τον ορμήνευε δεν είχε νυχτοπούλι.
Εψές πουρνό μεσάνυχτα θάψαν τον Ευαγόρα.
Σήμερα Σάββατο ταχιά όλη η ζωή σαν πρώτα.
Ετούτος πάει στο μαγαζί, εκείνος πάει στον κάμπο,
ψηλώνει ο χτίστης εκκλησιά, πανί απλώνει ο ναύτης,
και στο σκολειόν ο μαθητής συλλογισμένος πάει.
Χτυπά κουδούνι, μπαίνουνε στην τάξη του ο καθένας.
Μπαίνει κι η πρώτη η άταχτη κι η Τρίτη που διαβάζει,
μπαίνει κι η Πέμπτη αμίλητη, η τάξη του Ευαγόρα.
- Παρόντες όλοι;
- Κύριε, ο Ευαγόρας λείπει.
- Παρόντες, λέει ο δάσκαλος∙ και με φωνή που τρέμει:
- Σήκω Ευαγόρα, να μας πεις ελληνική ιστορία.
Ο δίπλα, ο πίσω, ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι,
αναρωτιούνται στην αρχή, ώσπου η σιωπή τους κάμνει
να πέσουν μ’ αναφιλητά ετούτοι κι όλη η τάξη.
- Παλληκαρίδη, άριστα, Βαγόρα, πάντα πρώτος,
στους πρώτους πρώτος, άγγελε πατρίδας δοξασμένης,
συ μέχρι χθες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι,
και του σχολειού μας σήμερα Δευτέρα Παρουσία.
Τα ‘πε κι απλώθηκε σιωπή πα’ σα κλαμένα νιάτα,
που μπρούμυτα γεμίζανε της τάξης τα θρανία,
έξω απ’ εκείνο τ’ αδειανό, παντοτινά γεμάτο».
Αυτό το αριστούργημα περιεχόταν στο παλιό - προ του 2006 - βιβλίο Γλώσσας της Στ΄ Δημοτικού, στο γ΄ τεύχος.
Δεν άρεσε στα κνώδαλα του πολυπολιτισμού. Τους φάνηκε προφανώς «εθνικιστικό». Για ηρωισμούς θα μιλάμε τώρα στους μαθητές. Ο ηρωισμός είναι μια «παρωχημένη στάσις ζωής». Αίματα και κόκαλα, θα δημιουργήσουν ψυχολογικά προβλήματα στα παιδιά, δεν θα κοιμούνται, θα βλέπουν εφιάλτες.
Ενώ «οι συνταγές μαγειρικής», «οι οδηγίες χρήσης καφετιέρας», «η Σόνια, η γάτα που έγινε ήρωας» ανταποκρίνονται πλήρως στην υψηλή αποστολή της διά βίου….βλακείας.
Να βγαίνει ο Παλληκαρίδης από τα βιβλία και να μπαίνει στη θέση του συνταγή για μακαρόνια με κιμά.
Αχ, δυστυχισμένη πατρίδα «εκεί που κρεμούσαν οι καπεταναίοι τ’ άρματα, κρεμούν οι γύφτοι τα νταούλια». Και πώς να μη θυμηθείς και πάλι τα λόγια του Σεφέρη που εξεικονίζουν αριστοτεχνικά αυτό που βιώνουμε σήμερα.
«Όσο προχωρεί ο καιρός και τα γεγονότα, ζω ολοένα με το εντονότερο συναίσθημα πως δεν είμαστε στην Ελλάδα, πως αυτό το κατασκεύασμα που τόσο σπουδαίοι και ποικίλοι απεικονίζουν καθημερινά, δεν είναι ο τόπος μας, αλλά ένας εφιάλτης με ελάχιστα φωτεινά διαλείμματα, γεμάτα με μια πολύ βαριά νοσταλγία. Να νοσταλγείς τον τόπο σου ζώντας στον τόπο σου, τίποτε δεν είναι πιο πικρό».
Στις κρίσιμες ώρες που περνάμε, όσοι Έλληνες, πρέπει να βροντοφωνάξουμε: «Σήκω Ευαγόρα, σήκω Γρηγόρη, σήκω Παύλε, σήκω Μάρκο, σήκω Διάκο, να μας πείτε ελληνική ιστορία….
Tου αντρειωμένου Ευαγόρα Παλληκαρίδη ο θάνατος…
...Στο άκουσμα του θανάτου του Ευαγόρα Παλληκαρίδη ο Δωδεκανήσιος Φώτης Βαρέλης έγραψε ένα εξαίσιο ποίημα, το οποίο ο ραδιοσταθμός της Λευκωσίας το μετέδωσε τότε ως δημοτικό κυπριακό τραγούδι. Το παραθέτω:
«Εψές πουρνό μεσάνυχτα στης φυλακής τη μάντρα
μες στης κρεμάλας τη θελιά σπαρτάραγε ο Βαγόρας.
Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δεν τ’ άκουσε κανένας.
Η μάνα του ήταν μακριά, ο κύρης τους δεμένος,
οι νιοι συμμαθητάδες του μαύρο όνειρο δεν είδαν,
η νια που τον ορμήνευε δεν είχε νυχτοπούλι.
Εψές πουρνό μεσάνυχτα θάψαν τον Ευαγόρα.
Σήμερα Σάββατο ταχιά όλη η ζωή σαν πρώτα.
Ετούτος πάει στο μαγαζί, εκείνος πάει στον κάμπο,
ψηλώνει ο χτίστης εκκλησιά, πανί απλώνει ο ναύτης,
και στο σκολειόν ο μαθητής συλλογισμένος πάει.
Χτυπά κουδούνι, μπαίνουνε στην τάξη του ο καθένας.
Μπαίνει κι η πρώτη η άταχτη κι η Τρίτη που διαβάζει,
μπαίνει κι η Πέμπτη αμίλητη, η τάξη του Ευαγόρα.
- Παρόντες όλοι;
- Κύριε, ο Ευαγόρας λείπει.
- Παρόντες, λέει ο δάσκαλος∙ και με φωνή που τρέμει:
- Σήκω Ευαγόρα, να μας πεις ελληνική ιστορία.
Ο δίπλα, ο πίσω, ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι,
αναρωτιούνται στην αρχή, ώσπου η σιωπή τους κάμνει
να πέσουν μ’ αναφιλητά ετούτοι κι όλη η τάξη.
- Παλληκαρίδη, άριστα, Βαγόρα, πάντα πρώτος,
στους πρώτους πρώτος, άγγελε πατρίδας δοξασμένης,
συ μέχρι χθες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι,
και του σχολειού μας σήμερα Δευτέρα Παρουσία.
Τα ‘πε κι απλώθηκε σιωπή πα’ σα κλαμένα νιάτα,
που μπρούμυτα γεμίζανε της τάξης τα θρανία,
έξω απ’ εκείνο τ’ αδειανό, παντοτινά γεμάτο».
Αυτό το αριστούργημα περιεχόταν στο παλιό - προ του 2006 - βιβλίο Γλώσσας της Στ΄ Δημοτικού, στο γ΄ τεύχος.
Δεν άρεσε στα κνώδαλα του πολυπολιτισμού. Τους φάνηκε προφανώς «εθνικιστικό». Για ηρωισμούς θα μιλάμε τώρα στους μαθητές. Ο ηρωισμός είναι μια «παρωχημένη στάσις ζωής». Αίματα και κόκαλα, θα δημιουργήσουν ψυχολογικά προβλήματα στα παιδιά, δεν θα κοιμούνται, θα βλέπουν εφιάλτες.
Ενώ «οι συνταγές μαγειρικής», «οι οδηγίες χρήσης καφετιέρας», «η Σόνια, η γάτα που έγινε ήρωας» ανταποκρίνονται πλήρως στην υψηλή αποστολή της διά βίου….βλακείας.
Να βγαίνει ο Παλληκαρίδης από τα βιβλία και να μπαίνει στη θέση του συνταγή για μακαρόνια με κιμά.
Αχ, δυστυχισμένη πατρίδα «εκεί που κρεμούσαν οι καπεταναίοι τ’ άρματα, κρεμούν οι γύφτοι τα νταούλια». Και πώς να μη θυμηθείς και πάλι τα λόγια του Σεφέρη που εξεικονίζουν αριστοτεχνικά αυτό που βιώνουμε σήμερα.
«Όσο προχωρεί ο καιρός και τα γεγονότα, ζω ολοένα με το εντονότερο συναίσθημα πως δεν είμαστε στην Ελλάδα, πως αυτό το κατασκεύασμα που τόσο σπουδαίοι και ποικίλοι απεικονίζουν καθημερινά, δεν είναι ο τόπος μας, αλλά ένας εφιάλτης με ελάχιστα φωτεινά διαλείμματα, γεμάτα με μια πολύ βαριά νοσταλγία. Να νοσταλγείς τον τόπο σου ζώντας στον τόπο σου, τίποτε δεν είναι πιο πικρό».
Στις κρίσιμες ώρες που περνάμε, όσοι Έλληνες, πρέπει να βροντοφωνάξουμε: «Σήκω Ευαγόρα, σήκω Γρηγόρη, σήκω Παύλε, σήκω Μάρκο, σήκω Διάκο, να μας πείτε ελληνική ιστορία….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου