Ο πανηγυρικός λόγος για τον επίσημο εορτασμό της 25ης Μαρτίου στην Φλώρινα, από τον καθηγητή φιλόλογο κ.Παπαδόπουλο Δημήτριο.
Η ομιλία έγινε στις 24 Μαρτίου 2011 στην αίθουσα του ΦΣΦ "Αριστοτέλης".
«Ένας λαός γράφει την ιστορία του, όχι για να αφηγηθεί το παρελθόν του, αλλά για να δηλώσει αυτό που θέλει να είναι στο μέλλον». Η φράση αποδίδεται στον Ρίτσαρντ Ρόρτρυ, σύγχρονο νεο-πραγματιστή Αμερικανό διανοούμενο (πέθανε το 2007) και μας είναι αρκετά χρήσιμη για να ερμηνεύσουμε κάποια παράδοξα στη σχέση μας με την ιστορία.
Ο όρος «παράδοξα» είναι μάλλον αρκετά επιεικής, και θα μπορούσαμε σίγουρα να εκφραστούμε σκληρότερα, αλλά «διά το εύσημον της ημέρας» δεν θα το κάνουμε.
Πάντως, τα παράδοξα και ακατανόητα πληθαίνουν, μέρα με τη μέρα, γεννώντας πολλά «γιατί». Παράδοξο και ακατανόητο, να αποφεύγεις όπως ο διάβολος το λιβάνι, τον όρο «τουρκοκρατία» και να τον αντικαθιστάς με το ουδέτερο «οθωμανική περίοδος». Παράδοξο και ακατανόητο να προσπαθείς να τεκμηριώσεις την «ανάπτυξη» και την «ευημερία» κατά τη διάρκεια αυτής της «οθωμανικής περιόδου», μέσα από γενικεύσεις και αφαιρέσεις, τόσο πιο προκλητικές όσο πιο επιστημοφανείς.
Πράγματι, είναι αλήθεια ότι αυτά τα 400 (και 500 σε κάποια μέρη όπως τα δικά μας) χρόνια, το Γένος κατόρθωσε να αντέξει. Και πλούτο απόκτησε, και κοινότητες ανθηρές δημιούργησε, με θεσμούς αξιοθαύμαστους μέχρι σήμερα, και πνευματικό πολιτισμό και τέχνη παρήγαγε -και μάλιστα υψηλού επιπέδου, αν πιστέψουμε τον Ελύτη που μιλά για «τα χρόνια της τουρκοκρατίας, όπου το παραμικρό κεντητό πουκάμισο, το πιο φτηνό βαρκάκι, το πιο ταπεινό εκκλησάκι, το τέμπλο, το κιούπι, το χράμι, όλα τους αποπνέανε μιαν αρχοντιά κατά τι ανώτερη των Λουδοβίκων».
Είναι όμως, εξίσου αλήθεια, ότι όλα αυτά έγιναν από ένα λαό στα όριά του, ένα λαό που ζούσε με το απόκριμα του θανάτου, ένα λαό ραγιάδων, που δεν ήταν διόλου σίγουροι ότι την επόμενη ώρα το κεφάλι τους θα ήταν στη θέση του. Κάποιοι μάλιστα θα πουν ότι ακριβώς η φρίκη της μακραίωνης σκλαβιάς ήταν που μας έκανε να αναπτύξουμε μέσα και δυνάμεις που, τελικά, μας έσωσαν. Έπρεπε, γράφει ο Ηλίας Βενέζης, να ήμαστε πάντα καλύτεροι απ’ τους κυριάρχους μας, πιο ζωντανοί, οι κεραίες πιο ευαίσθητες, η γνώση αυθεντική – για να μην αφομοιωθούμε και να μη συνθηκολογήσουμε. Αυτό μας έσωσε και εδώ. Ήταν η μυστική πηγή μας, που μας βοήθησε να μη χαθούμε μες στη συμφορά. Και δίνει και τεκμήριο: Στην περιώνυμη Ακαδημία της πατρίδας μου, την Ακαδημίαν των Κυδωνιών, όπου εδίδαξαν ο Θεόφιλος Καΐρης και ο Βενιαμίν ο Λέσβιος, ο περιηγητής Didot βρήκε, πριν απ’ το 1821, να διδάσκουν από σκηνής την “Εκάβη” του Ευριπίδη και τους “Πέρσες” του Αισχύλου στο αρχαίο κείμενο. Με κλειστά τα παράθυρα για να μη βλέπουν οι Τούρκοι πως οι μαθητές – ηθοποιοί βαστάνε όπλα και νομίσουν πως ετοιμάζεται επανάσταση. Και είχαν ψηφίσει έναν νόμο οι σπουδαστές της Ακαδημίας των Κυδωνιών: να μιλάνε συναμεταξύ τους την αρχαία ελληνική: “Ἐπιμελεῖσθαι ἑκαστον ἑλληνιστὶ ὅσον οἷόν τε συνδιαλέγεσθαι. Ὃς δ’ ἂν μὴ ἐθέλῃ τοῦτο, σελίδα ὁμηρικήν, ἐνώπιον ἡμῶν ἱστάμενος, ἀπαγγέλλειν ἀποτισάτω τίμημα!”.
Οι μαρτυρίες για τις συνθήκες ζωής των Ελλήνων υπό τον τουρκικό ζυγό είναι τόσο πολλές και προσιτές στον καθένα, που θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες πολλές. Προέρχονται όχι μόνο από δικούς μας αλλά και από ξένους. Σταχυολογώ ενδεικτικά:
Ιησουίτης μοναχός (François Richard) θα γράψει στα 1657: Πολλές φορές απορώ πώς κατόρθωσε να επιβιώσει η χριστιανική πίστη στην Τουρκία και πώς υπάρχουν στην Ελλάδα 1.200.000 ορθόδοξοι. Και να σκεφτεί κανείς, ότι ουδέποτε από την εποχή του Νέρωνος, του Δομητιανού και του Διοκλητιανού έχει να υποστεί ο Χριστιανισμός διωγμούς σκληρότερους από αυτούς που αντιμετωπίζει σήμερα [δηλαδή το 1650] η ανατολική Εκκλησία. […] Και όμως, οι Έλληνες είναι ευτυχισμένοι που παραμένουν χριστιανοί».
Άγγλος διπλωμάτης, σε επίσημη αναφορά προς το Βασιλιά του, Κάρολο το Β΄, θα γράψει στα 1679: Είναι τραγική η μετατροπή των ιερών της θρησκείας, η αποπομπή του βασιλικού ιερατείου και η μετατροπή των ναών σε τζαμιά. Τα μυστήρια του θυσιαστηρίου τελούνται κρυφά σε μυστικές και σκοτεινές τοποθεσίες. Τέτοιες είδα στις πόλεις και τα χωριά που ταξίδεψα και μοιάζουν μάλλον με κρύπτες ή τάφους παρά με εκκλησίες.
Πού είναι λοιπόν, η ακμή, η καλοπέραση, η ειρήνη και η ανάπτυξη, ιδιαιτέρως στους δυο πρώτους αιώνες της «οθωμανικής περιόδου»; Μόνο τους εκτεταμένους και συστηματικούς εξισλαμισμούς να αναλογιστεί κανείς, μόνο τους νεομάρτυρες των οποίων γνωρίζουμε τα ονόματα να μετρήσουμε, καταλαβαίνουμε πόσο «ανεκτική» ήταν η οθωμανική εξουσία, μια τυραννική εξουσία, που σχεδίασε και εφάρμοσε με συνέπεια πολιτική γενοκτονίας των υπόδουλων Ελλήνων.
Παράδοξα κι ακατανόητα τα περί «καλοπέρασης, ανάπτυξης κλπ» των ραγιάδων, παράδοξη κι ακατανόητη η ορμή τους να γκρεμίσουν απ’ τις ψυχές των Ελλήνων αντιλήψεις ριζωμένες χρόνια. Πώς να εξηγηθεί άραγε ο σχεδόν ιεραποστολικός ζήλος με τον οποίο βάλλουν κάποιοι, οχυρωμένοι πίσω από πανεπιστημιακές έδρες, εναντίον του Κρυφού Σχολειού, που είναι, λέει, μύθος επειδή οι Οθωμανοί επέτρεπαν την ίδρυση σχολείων; Άραγε δεν έκαναν ποτέ μια επίσκεψη στα ελληνικά σχολεία που λειτουργούν σήμερα, στον 21ο αι., στην Κων/πολη, να δουν πόσο «ελεύθερα» διδάσκονται τα Ελληνόπουλα (όσα έμειναν…) την ιστορία, τη θρησκεία και τον πολιτισμό τους; Και αγνοούν τόσες φωνές που με σύνεση και επιστημοσύνη δείχνουν ποιο είναι το μέτρο στην αντιμετώπιση τέτοιων θεμάτων, για να μην καταλήξουμε γραφικοί και έξαλλοι;
Μια απ’ αυτές είναι και του μέγιστου φιλολόγου και πνευματικού ανδρός Φάνη Κακριδή. Αντιγράφω από δημοσίευμά του στο Κυριακάτικο Βήμα (1998):
« Ότι δεν υπάρχουν ρητές μαρτυρίες, σύγχρονες με τη λειτουργία του Κρυφού σχολειού, το θεωρούσα πολύ φυσικό: ποιος και γιατί θα κατάγραφε στα χρόνια της δουλείας μια πατριωτική πράξη, που γινόταν άτυπα κι εθελοντικά πίσω από την πλάτη της τουρκικής εξουσίας;
Τελευταία, η αντίθετη άποψη υποστηρίχτηκε με πολλή γνώση και πειστικότητα από τον Άλκη Αγγέλου, στο βιβλίο του Το κρυφό σχολειό: Χρονικό ενός μύθου, Αθήνα (Εστία) 1997· τα επιχειρήματά του με είχαν σχεδόν πείσει, και ήμουν έτοιμος να δεχτώ ότι ο «μύθος» δημιουργήθηκε και διαδόθηκε ακριβώς όπως το περιγράφει, όταν η τύχη το ’φερε να διαβάσω ένα παλιό γαλλικό βιβλίο του R. Puaux, με τον τίτλο "Δυστυχισμένη Ηπειρος".»
Και παραθέτει ο Κακριδής απόσπασμα του Puaux που δείχνει κάτω από ποιες συνθήκες που ζούσαν οι τουρκοκρατούμενοι Έλληνες του Αργυροκάστρου:
«Κανένα ελληνικό βιβλίο δε γινόταν δεκτό, αν είχε τυπωθεί στην Αθήνα. Έπρεπε όλα να έρθουν από την Κωνσταντινούπολη. Η ελληνική ιστορία ήταν απαγορευμένη. Έτσι έκαναν συμπληρωματικές μυστικές παραδόσεις, όπου χωρίς βιβλίο, χωρίς τετράδιο, ο μικρός Ηπειρώτης μάθαινε να γνωρίζει την πατρίδα μητέρα του, τον εθνικό του ύμνο, τα ποιήματα και τους ήρωές του. Οι μαθητές κρατούσαν στα χέρια τους τη ζωή των δασκάλων τους. Ένας λόγος αστόχαστος ή μια καταγγελία θα ήταν μοιραία. Δε μας συγκινούν (τραγικό: αυτό που τότε συγκινούσε το Γάλλο περιηγητή, δε συγκινεί κάποιους δικούς μας σήμερα) αυτά τα διακόσια αγοράκια και τα διακόσια πενήντα κοριτσάκια, που αποδέχονταν τις ώρες της συμπληρωματικής διδασκαλίας σε ηλικία, όπου τα παιδιά τόσο αγαπούν τα διαλείμματα, για να μιλήσουν για την Ελλάδα, κι ύστερα γύριζαν σπίτι τους με σφραγισμένα χείλη και με το μυστικό ενθουσιασμό στην καρδιά τους;».
Μετά απ’ αυτήν τη μαρτυρία, ο Κακριδής σχολιάζει:
«Σίγουρα, οι τουρκικές αρχές επιτρέπαν τη λειτουργία ελληνικών σχολείων στην επικράτεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ναι, και μόνο στα Γιάννινα, από το 1647 ως το 1805 ιδρύθηκαν και λειτούργησαν πέντε τουλάχιστον ονομαστές σχολές! Σημαίνει αυτό ότι οι δάσκαλοί τους είχαν την ελευθερία να διδάξουν ελληνικό πατριωτισμό και μαχόμενη Ορθοδοξία από την έδρα; Ή μήπως θα το θεωρούσαν περιττό; Δεν είναι φυσικό πέρα από τα επίσημα μαθήματα να γίνονταν και κάποιες περισσότερο ή λιγότερο οργανωμένες, άτυπες και κρυφές, «συμπληρωματικές παραδόσεις», σαν αυτές που ο Puaux διαπίστωσε ότι γίνονταν στο Αργυρόκαστρο στις αρχές του αιώνα;
…Δεν ήταν άλλωστε αυτή ακριβώς η «άγραφη» διδακτική παράδοση που κράτησε στους σκοτεινούς αιώνες αναμμένη, απ’ άκρη σ’ άκρη της υπόδουλης Ελλάδας, τη σπίθα του Ελληνισμού και το κεράκι της Ορθοδοξίας;»
Όλα αυτά, τα τόσο προφανή, έρχεται να τα αμφισβητήσει μία συγκεκριμένη σχολή σκέψης, με σαφέστατο ιδεολογικό προσανατολισμό. Θα προσπαθήσω να είμαι σαφής, χωρίς να μακρηγορήσω.
2001, Σεπτέμβριος. Με αφορμή το χτύπημα στους δίδυμους πύργους Καθηγήτρια Παιδαγωγικής Σχολής δηλώνει στην εφημερίδα ΝΕΑ:
«...είναι μεγάλη ανάγκη να βρεθούν τρόποι ώστε να απαλλαγεί ο κόσμος από τη βάρβαρη αξία του ηρωισμού, έτσι ώστε η ανθρώπινη κοινωνία να μην παράγει πια ήρωες κανενός είδους. Είναι μεγάλη ανάγκη, γιατί ο κάθε προέλευσης ήρωας εξ ορισμού περιφρονεί την ανθρώπινη ζωή ακόμα και τη δική του. Για να απαλλαγεί όμως ο κόσμος από την παραδοσιακή αξία του ηρωισμού, θα πρέπει να συμβάλουν όλοι στην καταπολέμηση αυτών των βάρβαρων προτύπων (που καθόλου δεν περιορίζονται σε μερικές ομάδες φανατικών ή οπαδών του θανάτου και των αγκυλωτών σταυρών). Θα πρέπει να συμβάλουν στην καταπολέμηση των ξεπερασμένων προτύπων ηρωισμού όλοι οι θεσμοί, όλοι οι πολίτες και όλα τα κόμματα και οι πολιτικές ομάδες».
Εντυπωσιακά ειλικρινείς θέσεις. Προσέξτε ότι δεν ενοχλεί ο ηρωισμός όπως τον αντιλαμβάνονται ακραίες ομάδες φανατικών, αλλά γενικώς κάθε τι που θα μπορούσε να εμπνεύσει στα παιδιά μας ηρωικό ήθος. Εδώ λοιπόν, έχουμε ένα άλλο κοσμοείδωλο, ένα μοντέλο ανθρώπου διαφορετικό απ’ ό,τι μέχρι τώρα ξέραμε. Της ίδιας καθηγήτριας, που σήμερα επηρεάζει καθοριστικά τις εξελίξεις στο Υπουργείο Παιδείας (πρώην Εθνικής Παιδείας), ήταν το κείμενο δόθηκε φέτος στους μαθητές της Γ΄ Λυκείου, στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας. Με δεδομένο ένα κείμενο αφελές ως προς τις θεωρητικές του προϋποθέσεις (κείμενο που ταυτίζει τη μόρφωση με την επαγγελματική κατάρτιση) ο μαθητής αφού πρώτα ανέπτυξε τη φράση «οι νέοι άνθρωποι των τεχνολογικών κοινωνιών καλούνται να αλλάξουν δύο ή τρία επαγγέλματα στην επαγγελματική πορεία τους…», κλήθηκε να αναφερθεί «στη σημασία της αυτομόρφωσης και να προτείνει τρόπους πραγμάτωσής της σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου».
Ας τα δούμε όλα μαζί: ο σύγχρονοι νέοι, δηλ.τα παιδιά μας, δε χρειάζονται ούτε αξίες και ιδανικά ούτε ηρωικά πρότυπα, γιατί αυτά είναι άχρηστα για την αγορά. Έτσι, τα υπονομεύουμε, κατασυκοφαντώντας τα με κάθε τρόπο (χρειάζεται πολλή αναίδεια για να υπαινιχθείς έστω ότι ένας Κολοκοτρώνης ήταν …κοινός πλιατσικολόγος). Στον κόσμο του έξαλλου καπιταλισμού, ο άνθρωπος υπάρχει μόνο ως γρανάζι της διαδικασίας παραγωγής - κατανάλωσης αγαθών. Γι’ αυτό πρέπει, από τα παιδικά του κιόλας χρόνια, να τον κρατήσουμε μακριά από κάθε τι που θα μπορούσε να κάνει την καρδιά του να χτυπήσει λίγο διαφορετικά, να του αφαιρέσουμε κάθε χυμό, να του κόψουμε τα φτερά, στραγγίζοντάς τον μέσα σε ένα καθεστώς συνεχούς προετοιμασίας για τη μεγάλη ώρα της Αγοράς. Εξοικειωμένος ήδη με την ιδέα ότι πρέπει να αλλάξει 3-4 δουλειές στη ζωή του, θα ριχτεί στο συνεχή αγώνα για επαγγελματική κατάρτιση («σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου», που έλεγε και το θέμα της έκθεσης), θεωρώντας το υπέρτατο ατομικό του χρέος. Δε θα διεκδικήσει ποτέ τίποτε από την πολιτεία, την οργανωμένη κοινωνία, δε θα νοιαστεί για κάτι πέρα από το άτομό του, ούτε θ’ αγωνιστεί στα πλαίσια κάποιου συλλογικού «εμείς» για να φτιάξει ένα καλύτερο κόσμο για όλους. Όσο για τους παλαιούς που επέμεναν ότι η παιδεία είναι κοινή υπόθεση, υπόθεση της «πόλεως», αυτοί, ακόμη κι αν είναι πρόκειται για τον Αριστοτέλη, στον καιρό της «αυτομόρφωσης» είναι για τον κάλαθο των αχρήστων.
Θέλουν τα παιδιά μας εργαλεία, αντικείμενα, μέσα για τον πλουτισμό τους. Γι’ αυτό και γεμίσαν τα σχολικά βιβλία με …συνταγές μαγειρικής και άλλα παρόμοια, από ουδέτερα έως χαζοχαρούμενα, με υλικό δηλ. που δεν προάγει την ολοκλήρωσή τους ως προσώπων που καλούνται να ζήσουν σε κοινωνία ανθρώπων και να επιδοθούν στο δυσκολότερο και ωραιότερο άθλημα, το άθλημα της σχέσης.
Στο μετερίζι της γιορτής, είναι καιρός να δούμε ποιο το πρόσωπό μας.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος στην «Ωδή προς τον Γεώργιο Καραϊσκάκη», αναρωτιέται:
…πού πας παλληκάρι ωραίος σαν μύθος»
κι ολίσια στον θάνατο κολυμπας;
Ποιος στ’ αλήθεια είμαι εγώ και πού πάω
με χίλιες δυο εικόνες στο μυαλό
προβολείς με στραβώνουν και πάω
και γονατίζω και το αίμα σου φιλώ
Θολωμένοι και ζαλισμένοι κι εμείς από το βουητό της εποχής, ας γονατίσουμε ευλαβικά κι ας προσκυνήσουμε το αίμα, τη θυσία των ηρώων, των βγαλμένων από τους ωραίους μας «μύθους». Ας γονατίσουμε ευλαβικά και μπροστά στις σεπτές μορφές των δασκάλων μας, που μόχθησαν για να μας δείξουν ότι υπάρχει ζωή ανώτερη απ’ αυτήν της «αυτομόρφωσης» και της «διά βίου κατάρτισης».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου