Οι περισσότεροι φιλόλογοι, από αυτούς που διδάσκουν την Ελληνική Γλώσσα στα παιδιά μας στο Γυμνάσιο και το Λύκειο, αν ερωτηθούν για γλωσσικά θέματα πέριξ των οποίων υπάρχει διχογνωμία, απλώς θα ανοίξουν ένα λεξικό ή ένα “εγκεκριμένο” βιβλίο γραμματικής, και από εκεί μέσα θα δώσουν την απάντησή τους, με βιάση και με σιγουριά. Καμιά αμφισβήτηση των κατεστημένων κανόνων, κανένα ερώτημα για το κύρος τους και την λειτουργικότητά τους. Είναι όμως έτσι;
Θα προσπαθήσω να διατυπώσω κάποιες σκέψεις, όχι με την προσέγγιση ενός τυπικού σχολικού δασκάλου των Ελληνικών, αλλά με την ματιά και τα κριτήρια ενός μηχανικού. Ναι! Ενός μηχανικού, που υποψιάζεται ότι η ποιότητα μιας γλώσσας (όπως και μιας γλώσσας προγραμματισμού) είναι άμεση συνάρτηση της σαφήνειας και της λειτουργικότητάς της. Όσες περισσότερες έννοιες και λογικές αποχρώσεις μπορεί να περιγράψει, και όσο περισσότερο τις περιγράφει με δυνατότητα και αίτημα διάκρισης της μιας από την άλλη, και όσο “λακωνικότερα” το καταφέρνει, τόσο πλουσιότερη και λειτουργικότερη είναι.
Σημάδια “α-μηχανίας” και ποιοτικής υποβάθμισης της γλώσσας μας φαίνονται στην εποχή μας όλο και περισσότερα. Δεν έχουν να κάνουν με την ούτως ή άλλως νομοτελειακή μετάλλαξη της -κάθε- γλώσσας μέσα στον χρόνο, αλλά με την ποιότητα και την κατεύθυνση αυτής της μετάλλαξης. Ένα τέτοιο -μικρό, τοσοδά- σημαδάκι είναι το ζήτημα της διατήρησης ή άλλοτε της απώλειας του τελικού ν σε κάποιες λέξεις μας.
Είμαι από αυτούς που πιστεύω ότι κακώς κατά την γραφή της “καθομιλουμένης” Ελληνικής γλώσσας έχει υπεισέλθει αυτό το ζήτημα. Η γνώμη μου είναι ότι πρέπει σε κάθε περίπτωση να διατηρείται, και αυτό δεν έχει να κάνει με κάποια ιδεολογικοποίηση της γλώσσας, αλλά με λόγους λειτουργικότητας και σαφήνειας, αλλά και βαθύτερης εξυπηρέτησης νοητικών κυρίως αναγκών.
Με την αρχική διαπίστωση ότι από όσες γλώσσες γνωρίζω, καμμιά τους δεν μεταβάλλει τα άρθρα της -ή άλλες λέξεις- αναλόγως προς το αρχικό γράμμα της επομένης, ας παραθέσω τις ενστάσεις μου:
1) Με την απώλεια του τελικού ν προκύπτει σύγχυση μεταξύ του ουδετέρου και του αρσενικού άρθρου, τόσο του οριστικού (τον-το), όσο και του αορίστου (έναν-ένα, κλπ), αλλά και ασάφεια στις πτώσεις αιτιατική και ονομαστική. Και ως γνωστόν η ασάφεια αποτελεί γνώρισμα κακής ποιότητας σε μια γλώσσα.
2) Στο θηλυκό οριστικό άρθρο η αιτιατική καταλαμβάνει την θέση της δοτικής, την οποίαν επιφυλάσσομαι ως χρήστης στης διαχρονικής Ελληνικής να την χρησιμοποιώ όταν το θεωρώ σκόπιμο.
3) Επιβαρύνεται ακόμα η γραμματική της γλώσσας με περίπλοκους κανόνες που όχι μόνο είναι περιττοί, αλλά και επιζήμιοι, διότι:
Ακριβώς επειδή οι κανόνες απώλειας του τελικού ν δεν εξυπηρετούν την λειτουργικότητα και την σαφήνεια της γλώσσας, αλλά επιχειρούν τεχνητώς να εισάγουν στοιχεία φωνητικής γραφής (ξένης προς μιαν ιστορική γλώσσα), αυτοί βρίθουν εξαιρέσεων. Και μάλιστα για τις εξαιρέσεις αυτές διατυπώνονται ποικίλες απόψεις. Κάποιοι παραδέχονται άλλες εξαιρέσεις, κάποιοι άλλοι άλλες, και τελικά δεν συμφωνεί κανείς με κανέναν. Τελικά όμως ακόμα και έτσι οι τελικοί χρήστες της Ελληνικής (εμείς δηλαδή) θυμούνται -όπως είναι φυσικό- γενικώς και απλουστευμένως τον κανόνα, αλλά όχι και τις εξαιρέσεις, με αποτέλεσμα την καταχρηστική και γενική εφαρμογή του, και την επισημοποίηση χονδροειδών σφαλμάτων:
Το δεν έγινε δε, δηλαδή κάτι εντελώς διαφορετικό, το σαν έγινε σα, και αν επεκτείνουμε έτσι το αν θα πρέπει να γίνει α, το λοιπόν λοιπό, κλπ.
Ειδικά με την σύγχυση του δεν και του δε, μπορεί πολύ εύκολα σε μια φράση να αποδοθούν εντελώς διαφορετικά νοήματα κάθε φορά, κάτι που είναι ανεπίτρεπτο.
Επίσης μεγάλη σύγχυση δημιουργείται όταν αποβάλλεται το ν από την αρσενική αντωνυμία, “τον”, πολύ περισσότερο από ότι στο άρθρο, δυσκολεύοντας στο να γίνει κατανοητό το νόημα μιας λογικής φράσης.
4) Η σύγχυση μεταξύ αρσενικού και ουδετέρου είναι εντονότερη, σε βαθμό μη αντιστρέψιμο, όταν έχουμε να κάνουμε με ξενικά ονόματα όπου δεν είναι ξεκάθαρο το γένος του ονόματος (Θα πούμε το Νιούτον, ή τον Νιούτον; - είναι δυο διαφορετικά πράγματα) ή όταν έχουμε να κάνουμε με αρκτικόλεξα (θα πούμε το ΜΟΘ ή τον ΜΟΘ; -Μοτοσυκλετιστικός Όμιλος Θεσσαλονίκης). Στην περίπτωση δε όσων μαθαίνουν την Ελληνική ως ξένη γλώσσα, αυτό καταντάει τραγικό.
5) Η σύγχυση μεταξύ αιτιατικής και ονομαστικής, ουδετέρου και αρσενικού άρθρου, κλπ, έχει και ένα ακόμα σοβαρό αλλά και σχετικά αφανές αποτέλεσμα: Επειδή η γλώσσα δεν είναι τόσο εργαλείο επικοινωνίας, όσο εργαλείο έλλογης σκέψης, μέσα μας, ειδικά ημών των νεοτέρων γενεών, αρχίζουν και αλλοιώνονται οι λεπτές νοηματικές αποχρώσεις του λόγου, και άρα ο νοηματικός πλούτος της Ελληνικής δεν περνά στον τρόπο που συλλογιζόμαστε, και έτσι αμβλύνεται η δυνατότητά μας για οξύνοες λογισμούς.
Το κακό βέβαια είναι ότι η γενικότερη πτώχευση και υποβάθμιση της γλώσσας μας, όχι μόνο μορφολογική αλλά και εννοιολογική, έχει άμεσον τραγικόν αντίκτυπο στην σκέψη μας και την οξύνοιά μας.
6) Σε κάθε περίπτωση δεν ευσταθεί το επιχείρημα της ευφωνίας, διότι έχουμε να κάνουμε με γραπτόν λόγο και όχι με προφορικό. Μπορούμε να γράφουμε το τελικό ν, αλλά όπου επιλέγουμε να μην το προφέρουμε, ή απλώς να το “ψαύουμε”, (αναλόγως με την εκάστοτε τοπική προφορά για παράδειγμα), όπως πχ γράφουμε ποιός, αλλά προφέρουμε οι περισσότεροι πχιός, γράφουμε φωτιά, αλλά προφέρουμε φωτχιά, πλην της Ποντιακής, όπου λέμε φωτία, γράφουμε και, αλλά στην Κρήτη και αλλού θα ακούσουμε τσέ.
Το αντίθετο μάλιστα, αν εμμείνουμε σε εφαρμογή στοιχείων φωνητικής γραφής, τότε αφαιρούμε την “γλωσσική βιοποικιλότητα” που κρατά την γλώσσα μας όντως ζωντανή. Θεωρώ ότι δεν μπορεί να επιβάλλουμε στον Πόντιο να μην χρησιμοποιεί το τελικό ν, το οποίο κατά παράδοση προφέρει. Η φωνητική γραφή σε μια γλώσσα καταργεί την ελευθερία των επιμέρους ομάδων στον δικό τους προφορικό τρόπο.
Ελπίζω αν όχι να έπεισα, τουλάχιστο να προβλημάτισα τον αναγνώστη. Όταν επεμβαίνουμε απρόσεκτα και άκριτα με κατασκευασμένους “κανόνες” σε ένα τόσο λεπτό και περίπλοκο σύστημα επικοινωνίας και σκέψης, όσο η Ελληνική Γλώσσα, τότε το αναμενόμενο είναι να δημιουργήσουμε σωρεία προβλημάτων που αρχικά δεν είχαμε καν φανταστεί.
Προσωπικά χρησιμοποιώντας παντού το τελικό ν, βρίσκω, χρόνια τώρα, ότι η χρήση του είναι λειτουργικότατη, και κανένα πρόβλημα δεν δημιουργεί, εκτός ίσως από το ότι ξενίζει τους εθισμένους στην σχολική “Νεοελληνική Γραμματική”. Διατηρώ όμως για τον εαυτό μου το δίκαιον της χρήσης αυτού του “παλαιομοδίτικου” τρόπου....
Ουκ ειμί Έλλην; Ουκ ειμί ελεύθερος;
υπογραφή: ΕΝΑΛΙΟΣ ΘΗΡ.
‘Γεμίσαμε τις λέξεις μας με τρύπες’ έλεγε ο αείμνηστος Οδυσσέας Ελύτης αναφερόμενος στην κατάργηση των τελικών ν και ς από τις λέξεις μας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα εγκλήματα κατά της γλώσσας μας είναι απιστεύτου μένους και μίσους. Κατάργηση του πολυτονικού, της τρίτης κλίσεως, κανόνων όπως όταν η λήγουσα είναι μακρά η προπαραλήγουσα δεν τονίζεται, των προθέσεων, της δοτικής, του απαρεμφάτου, κοκ.
‘Η γλώσσα μου είναι η πατρίδα μου’ έλεγε ένας άλλος μεγάλος, ο Νίκος Καζαντζάκης. Έτσι εξηγείται η επίθεση που δέχεται η γλώσσα μας. Στην ουσία είναι επίθεση εναντίον του Ελληνισμού από τους εθνομηδενιστές.