Τελευταῖα ἀκοῦμε καί διαβάζουμε ὅλο καί περισσότερα γιά τίς ἔννοιες «Ἑλλάδα», «Ἑλληνισμός», «Ρωμηοσύνη» ἔχοντας κατά νοῦν πώς ὡς Ἕλληνες πού εἴμαστε, δέν μᾶς ἁρμόζει νά σκύβουμε τό κεφάλι στίς ὅποιες αὐθαιρεσίες μᾶς ἐπιβάλλονται διά στόματος καί διά ὑπογραφῶν κρατούντων.
Ὅμως, νομίζω πώς ἀγνοοῦμε γιά τί ἀκριβῶς μιλᾶμε. Γιά τό τί σημαίνει Ἑλλάδα, λίγο-πολύ οἱ περισσότεροι(;) γνωρίζουμε. Εἶναι ἕνα μικρό σημεῖο στό χάρτη, περιορισμένο στά συγκεκριμένα σύνορα πού τοῦ ἐπιβλήθηκαν ἔξωθεν καί πού γνωρίζουμε ἀπό τό πάλαι ποτέ Δημοτικό Σχολεῖο -καί ὅχι τό νῦν- μέ ἀμιγῶς μέχρι πρότινος, ἑλληνικό στοιχεῖο. Ὅμως τί τό πλάτος καί βάθος καί ὕψος καί μῆκος τοῦ ἑλληνισμοῦ, μόνον κάποιοι ἀπό τούς παλαιότερους γνωρίζουν ἐξ ἐμπειρίας, ἐλάχιστοι δέ ἐκ τῶν νεωτέρων καί αὐτοί ἐξ ἀναγνωσμάτων. Πρόκειται γιά ἔννοια πού οὔτε κατά διάνοιαν σήμερα μποροῦμε νά φανταστοῦμε κι ἄς ἀναφερόμαστε σέ δύο γενιές πρίν ἀπό ἐμᾶς. Καί δέν μιλᾶμε γιά τίς ἔνδοξες μάχες τοῦ ᾿40 καί τοῦ ᾿12 καί τή νικηφόρα προέλαση στή Μικρασία καί λοιπά παλαιότερα. Αὐτά, νομίζω, εἶναι μόνο κάποιες ἐκφράσεις τῆς ψυχῆς τοῦ ἑλληνισμοῦ. Ἀπό κάτω ἀπ᾿ αὐτά κρύβεται ὁλόκληρος ὁ κόσμος τοῦ Ἕλληνα, τῆς Ἑλληνίδας συζύγου, μητέρας, γιαγιᾶς. Ποῦ τήν εἴδαμε σήμερα αὐτή τήν ἴδια Ἑλληνίδα μάνα, τήν γιαγιά, τήν σύζυγο; Ὄταν δέν γελοιποιεῖται ὡς εἶδος γραφικό, θεωρεῖται, στήν καλύτερη περίπτωση, εἶδος λαο-γραφικό, ἀντικείμενο παραδοσιακοῦ πολιτισμοῦ, στίς προθῆκες τῶν λαογραφικῶν μουσείων καί στήν ἡρωική λογοτεχνία.
Τό τί σημαίνει Ἑλληνισμός, νομίζω, μόνον ὁ πονεμένος μπορεῖ νά τό κατανοήσει. Μόνον ὅποιος πέρασε ἀπό τήν στενήν καί τεθλιμμένην ὁδόν μπορεῖ νά τό μαρτυρήσει. Ὁ καλοζωϊσμένος, ὁ καλοθρεμμένος καί ὁ καλοβαλμένος δέν εἶναι Ἕλληνας. Κι ἄν αὐτή ἡ ἄνεση εἶναι κάτι σύντομο, ναί. Ἀλλά ἄν ἡ καλοπέραση διαρκεῖ, ἄς ποῦμε, ἐπί τριάντα χρόνια (π.χ. 1981-2011), δέν μποροῦμε νά μιλᾶμε γιά Ἕλληνα. Δέν ἐπιτρέπεται. Βεβηλώνουμε τόν ὅρο. Ὑβρίζουμε. Ἡ πραγματικότητα, τό χαρακτηριστικό τῆς ἱστορικῆς συνέχειας, τό ὁποῖο κρύβεται μέσα στόν ἑλληνισμό, ἤ καλύτερα στή ρωμηοσύνη γιά νά εἴμαστε καί ἀκριβέστεροι ἱστορικά, ἐμπεριέχει τό πικρόν ποτήριον. Εἶναι ζυμωμένη μ᾿ αὐτό. Δέν ἔχει δικαίωμα νά αὐτοαποκαλεῖται Ἕλληνας ἤ Ρωμηός, ὁ μή ἀποδεχόμενος αὐτήν τήν πραγματικότητα, αὐτό τό ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό τοῦ Γένους.
Καλά, θά πεῖ κάποιος. Καί θά πρέπει νά ἀποδεχόμαστε αὐτά πού θέλουν νά μᾶς ἐπιβάλουν χωρίς ἀντίδραση; Φυσικά καί ὄχι. Θά φωνάξουμε, θά βγοῦμε στούς δρόμους. Ἀλλά μήπως θά ἔπρεπε νά εἴχαμε βγεῖ στούς δρόμους χρόνια πιό πρίν τότε πού ἡ ἐπιβληθεῖσα ἐπί τοῦ σβέρκου μας κυβερνητική νέα τάξη μᾶς ἐπέβαλε ὑποχρεωτικά τή σύναψη τοῦ πρώτου (1ου) δανείου ἀμέσως μετά τη χούντα; Ἐπί χούντας, εἴχαμε χρέη; Ἤ μήπως εἴχαμε καί πλεόνασμα; Ἄρεσε αὐτό στούς κραταιούς τοῦ κόσμου τούτου; Οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν (Μάρκ. 10’, 42), δηλαδή οἱ ὁλίγιστοι παγκόσμιοι μεγαλοτραπεζίτες τῶν γνωστῶν δύο ἤ τριῶν οἰκογενειῶν, ὡς πολύποδες, ἐδῶ καί δυόμισυ αἰῶνες, ἅπλωσαν τά πλοκάμια τους ἀνά τήν ὑφήλιο καί ρουφᾶνε σάν βεντοῦζες ἔχοντας ὡς μοναδικό σκοπό τους τόν παγκόσμιο ἔλεγχο τοῦ ποιός ἔχει τή δυνατότητα νά ἀναπνέει καί τί ὄφελος τούς ἐπιφέρει αὐτό. Μήπως αὐτοί δέν ἐκβίασαν στή δημιουργία τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους καί δέν συνεχίζουν νά ἐκβιάζουν πίσω ἀπό τά διαβόητα δάνεια πού μᾶς ἐπιβάλλουν διά τῶν ὑπαλλήλων τους πρωθυπουργῶν, ὑπουργῶν τε καί ἐξωθεσμικῶν διαφόρων γιά νά γονατίσουν ἐμᾶς ἀλλά καί ὁλόκληρη τήν ὑφήλιο; Ὡστόσο, ἐμεῖς, πού κουβαλᾶμε τό ἔνδοξο παρελθόν μας, γιά ποιούς λόγους, πρίν ἀπό τριάντα χρόνια, δεχτήκαμε τήν αὔξηση τῶν μισθῶν μας, τῶν συντάξεών μας, τήν εὔκολη -καί ὕπουλη- πολιτική τῶν δανειοδοτήσεων ἀπό τίς τράπεζες; Γιά ποιούς λόγους τό 98% τῶν ἑλληνικῶν νοικοκυριῶν χρεώθηκαν, παρ᾿ ὅλη τή χαμηλή σχετικά ἀνεργία τῆς ἐποχῆς ἐκείνης; Γιά ποιούς λόγους δέ βγήκαμε τότε στούς δρόμους, ἄν θέλαμε νά ὀνομαζόμαστε Ἕλληνες, ἤτοι ζῶντες μέ αὐτάρκεια καί μέ ἁπλότητα; Ποῦ ἦταν ἡ περιφήνεια καί ἡ ἀξιοπρέπεια πού μᾶς χαρακτήριζε ἕως τότε; Γιά ποιούς λόγους κανείς τότε (πλήν τῶν μωρῶν τοῦ κόσμου) δέν βγῆκε νά πεῖ τό αὐτονόητο: Μά καλά, ποιά ξαφνικά τρομερή παραγωγή προϊόντων, ἐξαγωγή ἤ ὁποιοδήποτε ἄλλο προϊόν ὑγειοῦς ἀνταγωνισμοῦ παρήγαμε, τό ὁποῖο μᾶς ἀπέφερε ξαφνικά τέτοια ἀπότομη ἄνοδο τῶν μισθῶν καί τῶν συντάξεών μας; Γιά ποιάν εἰλικρίνεια καί ντομπροσύνη μποροῦμε σήμερα νά σηκώνουμε σημαῖες σέ διαδηλώσεις; Ἄλλοι μᾶς φορέσανε τόν μανδύα τῆς καλοπέρασης, ἐμεῖς ὅμως τόν ἀποδεχτήκαμε εὐχαρίστως καί συνδικαλιζόμασταν σφόδρα γιά νά τόν ὑπερασπιστοῦμε. Οὔτε λόγος νά τόν ἀποβάλουμε ποτέ ἀπό πάνω μας. Τέλος πάντων. Ἀκόμη ὅμως καί τώρα, τήν ὕστατη στιγμή, ἄν συνειδητοποιήσουμε τίς μᾶς συμβαίνει, μποροῦμε νά ἀποδείξουμε κατ᾿ ἀρχήν στούς ἑαυτούς μας καί στά παιδιά μας ὅτι δικαίως φέρουμε τό ὄνομά μας Ἕλληνες.
Τώρα πιά ἀρχίζουμε νά βιώνουμε τό ἀποστολικό οἶδα καί ταπεινοῦσθαι, οἶδα καί περισσεύειν· ἐν παντί καί ἐν πᾶσιν μεμύημαι καί χορτάζεσθαι καί πεινᾷν καί περισσεύειν καί ὑστερεῖσθαι (Φιλιπ. 4΄ 12). (Ξέρω, δηλαδή, νά ζῶ μέ ἀφθονία, ἀλλά καί μέ στερήσεις). Ἀναγκαζόμαστε νά γυρίσουμε πολλά χρόνια πίσω. Καί αὐτό, νομίζω, εἶναι καλό. Ἀναγκαζόμαστε νά βιώσουμε κι ἐμεῖς, ὅπως καί οἱ παποῦδες μας, ζωή μέ σωματικό κόπο καί ἀγῶνα. Ἄγάπησον τόν κόπον ἤ τήν ἀνάπαυσιν, ἔλεγαν καί ἤξεραν γιατί. Ἔτσι ξεκαθαρίζουν ὅλα γύρω μας καί ἡ ψυχή μας ἡ ἴδια. Ἐλαττώνουμε τίς μετακινήσεις μας, ἐλαττώνουμε τίς ἐξόδους, ἐλαττώνουμε τά πολυτελῆ γεύματα καί τίς ἐκκωφαντικές καί κούφιες ἐμφανίσεις σέ ἄχρωμους, ἄνοστους, ἀνούσιους χώρους. Ὅλα αὐτά καλά. Φτάνουν; Γιά μᾶς ναί, ἀλλά γιά τόν ἄλλον, τόν διπλανό μας, δυστυχῶς ὄχι. Ἄρα ποῦ γυρίζουμε; Στῶν Ἑλλήνων τίς κοινότητες.
Ἀσχολούμαστε κατ᾿ ἀρχήν μέ τά τοῦ οἴκου μας, κυριολεκτικῶς. Εὐτρεπίζουμε τό σπίτι μας μέ ἁπλό, ἁπλούστατο τρόπο. Τό κάνουμε φιλόξενο, ζεστό, ἁπλό, ταπεινό. Μένουμε μέσα. Κλείνουμε, χαλᾶμε, πετᾶμε ἤ δίνουμε πρός ἀνακύκλωση τόν δούρειο ἵππο τῆς νέας τάξης, τήν τηλεόραση. Καλοῦμε ¾μέ ἁπλότητα¾ γιά καφέ γείτονες, συγγενεῖς, φίλους, ἐχθρούς. Ἀρχίζουμε καί κοιτάζουμε στά μάτια τόν διπλανό μας, ἐνῶ πρίν οὔτε ξέραμε ὅτι ὑπάρχει. Τόν ἀκοῦμε μέ προσοχή, ἐνῶ πρίν οὔτε καταλαβαίναμε ὅτι μιλάει κάποιος ἄλλος ἐκτός ἀπό ἐμᾶς. Συζητᾶμε. Προσπαθοῦμε νά βροῦμε λύσεις ἐπιβίωσης. Ἀνταλλάσσουμε ἀγαθά ὅ,τι μπορεῖ ὁ καθένας. Ἀλληλοβοηθούμαστε. Ἡ παρούσα κατάσταση μᾶς ξανακάνει ἀνθρώπους ἐν κοινωνίᾳ. Μᾶς ξαναγυρίζει ἐκεῖ ἀπό ὅπου ξεστρατίσαμε. Στίς καθημερινές δυσκολίες τῆς ζωῆς μας, χωρίς ὅμως τό χρυσό χαπάκι τῆς καλοπέρασης. Τό σημεῖο αὐτό εἶναι τό πικρόν ποτήριον. Μόνο πού τώρα αὐτό τό ποτήριον θά τό πιοῦμε ὅλοι μαζί. Ὡς ἔθνος, ὡς Ἕλληνες καί ὡς Ρωμιοί. Καί ἐδῶ θά φανεῖ ἡ ἱστορική μας συνέχεια.
Στίς ἀπίστευτες μέρες πού ζοῦμε, νά προετοιμαζόμαστε γιά τά δυσκολότερα. Ἤδη ἀδερφοί μας πεινᾶνε. Παιδιά λιποθυμοῦν ἀπό ἀσιτεία. Σισίτια προσφέρονται, χωρίς νά ξέρουμε γιά πόσον καιρόν ἀκόμη. Πῶς μπορῶ νά τρώω ψωμί ὅταν ὁ ἄλλος δίπλα μου πεινάει; Τί θά κάνω; Θά τόν πυροβολήσω νά μή μοῦ τό κλέψει; Σκεφτήκαμε καλά τί μπορεῖ νά σημαίνει αὐτό; Πῶς μπορῶ νά ζεσταίνομαι ὅταν ὁ ἄλλος κρυώνει; Πῶς μπορῶ ἐγώ νά ‘ἔχω’ καί ὁ ἄλλος δίπλα νά ‘μήν ἔχει’; Τί κάνω; Θά τρώω στά κρυφά;(!) Ἔτσι κάνουν τά ζῶα. Ἄρα τί κάνω; Μήπως μοιράζομαι; Μήπως στεροῦμαι γιά νά φάει κάποιος ἄρρωστος, γέρος, παιδί πού ἔχει περισσότερη ἀνάγκη;
Ἡ ὀρθόδοξη ἀσκητική παράδοσή μας λέει μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἤ λαμβάνειν (Πραξ. κ΄ 35). Πρόκειται βεβαίως γιά λόγους πού τούς ἔχει καπηλευτεῖ, καί αὐτούς, ἡ νέα τάξη (βλ. δωρεές ὀργάνων, ἐθελοντισμούς κ.λπ.). Ἀνεξαρτήτως αὐτῶν ὅμως, βλέπουμε νά ξυπνάει μέσα μας κάποιο ἄγνωστο ἤ ξεχασμένο συναίσθημα πού στή γλῶσσα τῶν ἀνθρώπων ὀνομάζεται κοινῶς ἀγάπη. Ὅμως, στή γλῶσσα τῶν ἁγίων τῆς πίστεώς μας ὀνομάζεται κραταιά ὡς θάνατος ἀγάπη (Ἆσ. Ἀσ. Σολ. η΄, 6). Δέν χρειάζεται νά ἀναμένουμε ἀνταμοιβή ἤ ἀνταπόκριση. Ἐνδεχομένως ὁ ἄλλος νά μήν μπορεῖ νά ἀνταποδώσει. Καθόλου δέν ἐνδιαφέρει αὐτό. Ἔχουμε παρατηρήσει ποτέ πόσο ζωντανεύει καί πῶς γλυκαίνεται ἡ ψυχή μας ὅταν χαρίζουμε κάτι πού μᾶς χρειάζεται ἤ ὅταν τό κόστος αὐτοῦ τοῦ πράγματος εἶναι μεγάλο; Ἡ θυσία ἡ δική μας μόνο μετράει καί αὐτή μένει εἰς τόν αἰῶνα. Παίρνει διαστάσεις ἡ ζωή μας αἰώνιες. Ζεῖ ἡ ζωή μας ἀλλοιῶς, αἰωνίως, ἐν Ἀληθείᾳ.
Γεωργία Χριστοδούλου-Τερζῆ
Ὅμως, νομίζω πώς ἀγνοοῦμε γιά τί ἀκριβῶς μιλᾶμε. Γιά τό τί σημαίνει Ἑλλάδα, λίγο-πολύ οἱ περισσότεροι(;) γνωρίζουμε. Εἶναι ἕνα μικρό σημεῖο στό χάρτη, περιορισμένο στά συγκεκριμένα σύνορα πού τοῦ ἐπιβλήθηκαν ἔξωθεν καί πού γνωρίζουμε ἀπό τό πάλαι ποτέ Δημοτικό Σχολεῖο -καί ὅχι τό νῦν- μέ ἀμιγῶς μέχρι πρότινος, ἑλληνικό στοιχεῖο. Ὅμως τί τό πλάτος καί βάθος καί ὕψος καί μῆκος τοῦ ἑλληνισμοῦ, μόνον κάποιοι ἀπό τούς παλαιότερους γνωρίζουν ἐξ ἐμπειρίας, ἐλάχιστοι δέ ἐκ τῶν νεωτέρων καί αὐτοί ἐξ ἀναγνωσμάτων. Πρόκειται γιά ἔννοια πού οὔτε κατά διάνοιαν σήμερα μποροῦμε νά φανταστοῦμε κι ἄς ἀναφερόμαστε σέ δύο γενιές πρίν ἀπό ἐμᾶς. Καί δέν μιλᾶμε γιά τίς ἔνδοξες μάχες τοῦ ᾿40 καί τοῦ ᾿12 καί τή νικηφόρα προέλαση στή Μικρασία καί λοιπά παλαιότερα. Αὐτά, νομίζω, εἶναι μόνο κάποιες ἐκφράσεις τῆς ψυχῆς τοῦ ἑλληνισμοῦ. Ἀπό κάτω ἀπ᾿ αὐτά κρύβεται ὁλόκληρος ὁ κόσμος τοῦ Ἕλληνα, τῆς Ἑλληνίδας συζύγου, μητέρας, γιαγιᾶς. Ποῦ τήν εἴδαμε σήμερα αὐτή τήν ἴδια Ἑλληνίδα μάνα, τήν γιαγιά, τήν σύζυγο; Ὄταν δέν γελοιποιεῖται ὡς εἶδος γραφικό, θεωρεῖται, στήν καλύτερη περίπτωση, εἶδος λαο-γραφικό, ἀντικείμενο παραδοσιακοῦ πολιτισμοῦ, στίς προθῆκες τῶν λαογραφικῶν μουσείων καί στήν ἡρωική λογοτεχνία.
Τό τί σημαίνει Ἑλληνισμός, νομίζω, μόνον ὁ πονεμένος μπορεῖ νά τό κατανοήσει. Μόνον ὅποιος πέρασε ἀπό τήν στενήν καί τεθλιμμένην ὁδόν μπορεῖ νά τό μαρτυρήσει. Ὁ καλοζωϊσμένος, ὁ καλοθρεμμένος καί ὁ καλοβαλμένος δέν εἶναι Ἕλληνας. Κι ἄν αὐτή ἡ ἄνεση εἶναι κάτι σύντομο, ναί. Ἀλλά ἄν ἡ καλοπέραση διαρκεῖ, ἄς ποῦμε, ἐπί τριάντα χρόνια (π.χ. 1981-2011), δέν μποροῦμε νά μιλᾶμε γιά Ἕλληνα. Δέν ἐπιτρέπεται. Βεβηλώνουμε τόν ὅρο. Ὑβρίζουμε. Ἡ πραγματικότητα, τό χαρακτηριστικό τῆς ἱστορικῆς συνέχειας, τό ὁποῖο κρύβεται μέσα στόν ἑλληνισμό, ἤ καλύτερα στή ρωμηοσύνη γιά νά εἴμαστε καί ἀκριβέστεροι ἱστορικά, ἐμπεριέχει τό πικρόν ποτήριον. Εἶναι ζυμωμένη μ᾿ αὐτό. Δέν ἔχει δικαίωμα νά αὐτοαποκαλεῖται Ἕλληνας ἤ Ρωμηός, ὁ μή ἀποδεχόμενος αὐτήν τήν πραγματικότητα, αὐτό τό ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό τοῦ Γένους.
Καλά, θά πεῖ κάποιος. Καί θά πρέπει νά ἀποδεχόμαστε αὐτά πού θέλουν νά μᾶς ἐπιβάλουν χωρίς ἀντίδραση; Φυσικά καί ὄχι. Θά φωνάξουμε, θά βγοῦμε στούς δρόμους. Ἀλλά μήπως θά ἔπρεπε νά εἴχαμε βγεῖ στούς δρόμους χρόνια πιό πρίν τότε πού ἡ ἐπιβληθεῖσα ἐπί τοῦ σβέρκου μας κυβερνητική νέα τάξη μᾶς ἐπέβαλε ὑποχρεωτικά τή σύναψη τοῦ πρώτου (1ου) δανείου ἀμέσως μετά τη χούντα; Ἐπί χούντας, εἴχαμε χρέη; Ἤ μήπως εἴχαμε καί πλεόνασμα; Ἄρεσε αὐτό στούς κραταιούς τοῦ κόσμου τούτου; Οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν (Μάρκ. 10’, 42), δηλαδή οἱ ὁλίγιστοι παγκόσμιοι μεγαλοτραπεζίτες τῶν γνωστῶν δύο ἤ τριῶν οἰκογενειῶν, ὡς πολύποδες, ἐδῶ καί δυόμισυ αἰῶνες, ἅπλωσαν τά πλοκάμια τους ἀνά τήν ὑφήλιο καί ρουφᾶνε σάν βεντοῦζες ἔχοντας ὡς μοναδικό σκοπό τους τόν παγκόσμιο ἔλεγχο τοῦ ποιός ἔχει τή δυνατότητα νά ἀναπνέει καί τί ὄφελος τούς ἐπιφέρει αὐτό. Μήπως αὐτοί δέν ἐκβίασαν στή δημιουργία τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους καί δέν συνεχίζουν νά ἐκβιάζουν πίσω ἀπό τά διαβόητα δάνεια πού μᾶς ἐπιβάλλουν διά τῶν ὑπαλλήλων τους πρωθυπουργῶν, ὑπουργῶν τε καί ἐξωθεσμικῶν διαφόρων γιά νά γονατίσουν ἐμᾶς ἀλλά καί ὁλόκληρη τήν ὑφήλιο; Ὡστόσο, ἐμεῖς, πού κουβαλᾶμε τό ἔνδοξο παρελθόν μας, γιά ποιούς λόγους, πρίν ἀπό τριάντα χρόνια, δεχτήκαμε τήν αὔξηση τῶν μισθῶν μας, τῶν συντάξεών μας, τήν εὔκολη -καί ὕπουλη- πολιτική τῶν δανειοδοτήσεων ἀπό τίς τράπεζες; Γιά ποιούς λόγους τό 98% τῶν ἑλληνικῶν νοικοκυριῶν χρεώθηκαν, παρ᾿ ὅλη τή χαμηλή σχετικά ἀνεργία τῆς ἐποχῆς ἐκείνης; Γιά ποιούς λόγους δέ βγήκαμε τότε στούς δρόμους, ἄν θέλαμε νά ὀνομαζόμαστε Ἕλληνες, ἤτοι ζῶντες μέ αὐτάρκεια καί μέ ἁπλότητα; Ποῦ ἦταν ἡ περιφήνεια καί ἡ ἀξιοπρέπεια πού μᾶς χαρακτήριζε ἕως τότε; Γιά ποιούς λόγους κανείς τότε (πλήν τῶν μωρῶν τοῦ κόσμου) δέν βγῆκε νά πεῖ τό αὐτονόητο: Μά καλά, ποιά ξαφνικά τρομερή παραγωγή προϊόντων, ἐξαγωγή ἤ ὁποιοδήποτε ἄλλο προϊόν ὑγειοῦς ἀνταγωνισμοῦ παρήγαμε, τό ὁποῖο μᾶς ἀπέφερε ξαφνικά τέτοια ἀπότομη ἄνοδο τῶν μισθῶν καί τῶν συντάξεών μας; Γιά ποιάν εἰλικρίνεια καί ντομπροσύνη μποροῦμε σήμερα νά σηκώνουμε σημαῖες σέ διαδηλώσεις; Ἄλλοι μᾶς φορέσανε τόν μανδύα τῆς καλοπέρασης, ἐμεῖς ὅμως τόν ἀποδεχτήκαμε εὐχαρίστως καί συνδικαλιζόμασταν σφόδρα γιά νά τόν ὑπερασπιστοῦμε. Οὔτε λόγος νά τόν ἀποβάλουμε ποτέ ἀπό πάνω μας. Τέλος πάντων. Ἀκόμη ὅμως καί τώρα, τήν ὕστατη στιγμή, ἄν συνειδητοποιήσουμε τίς μᾶς συμβαίνει, μποροῦμε νά ἀποδείξουμε κατ᾿ ἀρχήν στούς ἑαυτούς μας καί στά παιδιά μας ὅτι δικαίως φέρουμε τό ὄνομά μας Ἕλληνες.
Τώρα πιά ἀρχίζουμε νά βιώνουμε τό ἀποστολικό οἶδα καί ταπεινοῦσθαι, οἶδα καί περισσεύειν· ἐν παντί καί ἐν πᾶσιν μεμύημαι καί χορτάζεσθαι καί πεινᾷν καί περισσεύειν καί ὑστερεῖσθαι (Φιλιπ. 4΄ 12). (Ξέρω, δηλαδή, νά ζῶ μέ ἀφθονία, ἀλλά καί μέ στερήσεις). Ἀναγκαζόμαστε νά γυρίσουμε πολλά χρόνια πίσω. Καί αὐτό, νομίζω, εἶναι καλό. Ἀναγκαζόμαστε νά βιώσουμε κι ἐμεῖς, ὅπως καί οἱ παποῦδες μας, ζωή μέ σωματικό κόπο καί ἀγῶνα. Ἄγάπησον τόν κόπον ἤ τήν ἀνάπαυσιν, ἔλεγαν καί ἤξεραν γιατί. Ἔτσι ξεκαθαρίζουν ὅλα γύρω μας καί ἡ ψυχή μας ἡ ἴδια. Ἐλαττώνουμε τίς μετακινήσεις μας, ἐλαττώνουμε τίς ἐξόδους, ἐλαττώνουμε τά πολυτελῆ γεύματα καί τίς ἐκκωφαντικές καί κούφιες ἐμφανίσεις σέ ἄχρωμους, ἄνοστους, ἀνούσιους χώρους. Ὅλα αὐτά καλά. Φτάνουν; Γιά μᾶς ναί, ἀλλά γιά τόν ἄλλον, τόν διπλανό μας, δυστυχῶς ὄχι. Ἄρα ποῦ γυρίζουμε; Στῶν Ἑλλήνων τίς κοινότητες.
Ἀσχολούμαστε κατ᾿ ἀρχήν μέ τά τοῦ οἴκου μας, κυριολεκτικῶς. Εὐτρεπίζουμε τό σπίτι μας μέ ἁπλό, ἁπλούστατο τρόπο. Τό κάνουμε φιλόξενο, ζεστό, ἁπλό, ταπεινό. Μένουμε μέσα. Κλείνουμε, χαλᾶμε, πετᾶμε ἤ δίνουμε πρός ἀνακύκλωση τόν δούρειο ἵππο τῆς νέας τάξης, τήν τηλεόραση. Καλοῦμε ¾μέ ἁπλότητα¾ γιά καφέ γείτονες, συγγενεῖς, φίλους, ἐχθρούς. Ἀρχίζουμε καί κοιτάζουμε στά μάτια τόν διπλανό μας, ἐνῶ πρίν οὔτε ξέραμε ὅτι ὑπάρχει. Τόν ἀκοῦμε μέ προσοχή, ἐνῶ πρίν οὔτε καταλαβαίναμε ὅτι μιλάει κάποιος ἄλλος ἐκτός ἀπό ἐμᾶς. Συζητᾶμε. Προσπαθοῦμε νά βροῦμε λύσεις ἐπιβίωσης. Ἀνταλλάσσουμε ἀγαθά ὅ,τι μπορεῖ ὁ καθένας. Ἀλληλοβοηθούμαστε. Ἡ παρούσα κατάσταση μᾶς ξανακάνει ἀνθρώπους ἐν κοινωνίᾳ. Μᾶς ξαναγυρίζει ἐκεῖ ἀπό ὅπου ξεστρατίσαμε. Στίς καθημερινές δυσκολίες τῆς ζωῆς μας, χωρίς ὅμως τό χρυσό χαπάκι τῆς καλοπέρασης. Τό σημεῖο αὐτό εἶναι τό πικρόν ποτήριον. Μόνο πού τώρα αὐτό τό ποτήριον θά τό πιοῦμε ὅλοι μαζί. Ὡς ἔθνος, ὡς Ἕλληνες καί ὡς Ρωμιοί. Καί ἐδῶ θά φανεῖ ἡ ἱστορική μας συνέχεια.
Στίς ἀπίστευτες μέρες πού ζοῦμε, νά προετοιμαζόμαστε γιά τά δυσκολότερα. Ἤδη ἀδερφοί μας πεινᾶνε. Παιδιά λιποθυμοῦν ἀπό ἀσιτεία. Σισίτια προσφέρονται, χωρίς νά ξέρουμε γιά πόσον καιρόν ἀκόμη. Πῶς μπορῶ νά τρώω ψωμί ὅταν ὁ ἄλλος δίπλα μου πεινάει; Τί θά κάνω; Θά τόν πυροβολήσω νά μή μοῦ τό κλέψει; Σκεφτήκαμε καλά τί μπορεῖ νά σημαίνει αὐτό; Πῶς μπορῶ νά ζεσταίνομαι ὅταν ὁ ἄλλος κρυώνει; Πῶς μπορῶ ἐγώ νά ‘ἔχω’ καί ὁ ἄλλος δίπλα νά ‘μήν ἔχει’; Τί κάνω; Θά τρώω στά κρυφά;(!) Ἔτσι κάνουν τά ζῶα. Ἄρα τί κάνω; Μήπως μοιράζομαι; Μήπως στεροῦμαι γιά νά φάει κάποιος ἄρρωστος, γέρος, παιδί πού ἔχει περισσότερη ἀνάγκη;
Ἡ ὀρθόδοξη ἀσκητική παράδοσή μας λέει μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἤ λαμβάνειν (Πραξ. κ΄ 35). Πρόκειται βεβαίως γιά λόγους πού τούς ἔχει καπηλευτεῖ, καί αὐτούς, ἡ νέα τάξη (βλ. δωρεές ὀργάνων, ἐθελοντισμούς κ.λπ.). Ἀνεξαρτήτως αὐτῶν ὅμως, βλέπουμε νά ξυπνάει μέσα μας κάποιο ἄγνωστο ἤ ξεχασμένο συναίσθημα πού στή γλῶσσα τῶν ἀνθρώπων ὀνομάζεται κοινῶς ἀγάπη. Ὅμως, στή γλῶσσα τῶν ἁγίων τῆς πίστεώς μας ὀνομάζεται κραταιά ὡς θάνατος ἀγάπη (Ἆσ. Ἀσ. Σολ. η΄, 6). Δέν χρειάζεται νά ἀναμένουμε ἀνταμοιβή ἤ ἀνταπόκριση. Ἐνδεχομένως ὁ ἄλλος νά μήν μπορεῖ νά ἀνταποδώσει. Καθόλου δέν ἐνδιαφέρει αὐτό. Ἔχουμε παρατηρήσει ποτέ πόσο ζωντανεύει καί πῶς γλυκαίνεται ἡ ψυχή μας ὅταν χαρίζουμε κάτι πού μᾶς χρειάζεται ἤ ὅταν τό κόστος αὐτοῦ τοῦ πράγματος εἶναι μεγάλο; Ἡ θυσία ἡ δική μας μόνο μετράει καί αὐτή μένει εἰς τόν αἰῶνα. Παίρνει διαστάσεις ἡ ζωή μας αἰώνιες. Ζεῖ ἡ ζωή μας ἀλλοιῶς, αἰωνίως, ἐν Ἀληθείᾳ.
Γεωργία Χριστοδούλου-Τερζῆ
Πηγή: ΑΝΤΙΒΑΡΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου